Μολονότι τα βασανιστήρια από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελούν μία συνήθη πρακτική προς επίτευξη διαφόρων στόχων των φορέων κρατικής – και όχι μόνον – εξουσίας, μετά τις τραυματικές εμπειρίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τόσον σε διεθνές όσον και σε εθνικό επίπεδο, με διεθνείς συμβάσεις και νόμους, ενισχύθηκε το νομικό οπλοστάσιο για αποτελεσματική αντιμετώπιση των βασανιστηρίων.
Του Γιάννη Μαντζουράνη
Στην Ελλάδα, μετά την εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων στη διάρκεια της 7ετους δικτατορίας, με το άρθρο 7 του Συντάγματος του 1975 και τα άρθρα 3 και 15§2 της ΕΣΔΑ, που επανίσχυσε με το ΝΔ 53/1974,απαγορεύθηκαν τα βασανιστήρια, ενώ μετέπειτα επί Υπουργού Δικαιοσύνης Γ-Α. Μαγκάκη με το Ν. 1500/1984 εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα πρωτοποριακές διατάξεις για τον ποινικό κολασμό βασανιστηρίων και ολοκληρώθηκε η νομική θωράκιση των Ελλήνων έναντι κινδύνων βασανισμού, οι οποίες μετά από τροποποιήσεις τυποποιούνται στο ισχύον άρθρο 137Α Π.Κ..
Παράλληλα μετά την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 5) το 1948, τη Διεθνή Σύμβαση για Μεταχείριση Αιχμαλώτων Πολέμου, Τραυματιών κ.λπ. στη Γενεύη (άρθρο 3 και 99) το 1956, την Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 5) το 1969, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων κ.λπ. (άρθρο 3) το 1975, το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) (Άρθρο 7) το 1966/1976, τον Αφρικανικό Καταστατικό Χάρτη για τα Ανθρώπινα και Λαϊκά Δικαιώματα (άρθρο 5) το 1981, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων κ.λπ. το 1987, το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων κ.λπ. (άρθρο 17) το 2002,τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4) το 2008, η απαγόρευση των βασανιστηρίων απέκτησε όχι απλά και μόνο διεθνή αλλά οικουμενικό χαρακτήρα.
Ο όρος βασανιστήρια προσδιορίζεται αυθεντικά στο άρθρο 137Α ΠΚ και συνάδει με τον ορισμό, που είναι σχεδόν κοινά αποδεκτός σε όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις αλλά και στη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων. Εν ολίγοις, βασανιστήρια συνιστούν κάθε εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, η οποία είναι επικίνδυνη για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ο οποίος είναι ικανός με επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να παρακάμψουν τη βούληση του θύματος. Με τον όρο «εσκεμμένη», που αποδίδει τον αγγλικό όρο «intentionally», επιχειρείται να αποσαφηνισθεί ότι από την έννοια των βασανιστηρίων αποκλείεται μόνο η «απαράσκευη» πρόκληση πόνου, εξάντλησης κλπ, όπως δέχεται και το ΕΔΔΑ. Σημειωτέον ότι ανάλογος ορισμός δίδεται και στη ΔιεθνΣυμβΟΗΕ της Ν. Υόρκης το Δεκ 1984.
Οι βασικές κατηγορίες βασανιστηρίων, που μπορεί να χρησιμοποιήσει η κρατική εξουσία σε βάρος ενός πολίτη, είναι τρείς.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τα λεγόμενα κατασταλτικά βασανιστήρια, για την απόκτηση πληροφοριών, που είναι χρήσιμες για έγερση κατηγορίας και γενικά για την ποινική διαδικασία. Ο εν λόγω τύπος βασανιστηρίων χρησιμοποιήθηκε ήδη κατά τον Μεσαίωνα από τα μέλη της Ιεράς Εξέτασης και έκτοτε αποτελεί προσφιλή μέθοδο κάθε αυταρχικής εξουσίας.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα βασανιστήρια, που αποβλέπουν στην απόκτηση σημαντικών πληροφοριών στρατιωτικής, πολιτικής ή οικονομικής φύσης, όπως λ.χ. στην περίπτωση των βασανιστηρίων στο Γκουαντάναμο, για να εξαρθρωθεί η Αλ Κάιντα ή άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις.
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τα καλούμενα «προληπτικά» ή «σωστικά» βασανιστήρια, που αποσκοπούν στην απόκτηση σημαντικών πληροφοριών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εξουδετέρωση απειλών εναντίον του σώματος ή της ζωής ανθρώπου, με επίκληση μιας κατάστασης άμυνας ή ανάγκης. Αυτά τα βασανιστήρια μπορεί να παραλληλισθούν με τις λεγόμενες «σωστικές θανατώσεις», δηλαδή όλες τις περιπτώσεις, που ως σημείο αναφοράς έχουν το δίλημμα της κατάρριψης ενός επιβατικού αεροσκάφους, το οποίο έχει καταληφεί από τρομοκράτες, οι οποίοι το κατευθύνουν σε κατοικημένα από χιλιάδες ανθρώπους κτήρια, δηλαδή, αν με την κατάρριψη του εν λόγω αεροσκάφους σκοτωθούν αθώοι επιβάτες, θα σωθούν χιλιάδες άνθρωποι, που αλλιώς θα πέθαιναν από την πρόσκρουση του αεροπλάνου.
Αυτή η κατηγορία βασανιστηρίων εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και τις συχνές τρομοκρατικές πράξεις βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κοινωνιολόγων, νομικών, πολιτικών, φιλοσόφων κ.α., που ερίζουν για το εάν η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι αδιαπραγμάτευτη ή αν κατ’ εξαίρεση μπορεί να νομιμοποιηθούν ή ακριβέστερα να δικαιολογηθούν ιδίως όταν στρέφονται εναντίον τρομοκρατών, που θεωρούνται «απόλυτοι εχθροί».
Εδώ γίνεται λόγος για κάποιες οριακές καταστάσεις, που συνήθως αποτελούν την πειραματική ύλη ή απλούστερα τα παραδείγματα, όπου δοκιμάζεται η αντοχή της επιχειρηματολογίας για την απόλυτη απόρριψη ή την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των προληπτικών ή σωστικών βασανιστηρίων. Στην ουσία πρόκειται για διάφορες παραλλαγές του διλήμματος της Σανίδας του Καρνεάδη, ο οποίος διατύπωσε ένα «αθάνατο παράδειγμα» για την αμφίπλευρη κατάσταση ανάγκης, η οποία απειλεί εξίσου τη ζωή δύο ανθρώπων, που είναι ναυαγοί σε μία μοναδική επιπλέουσα σανίδα, η οποία μπορεί να χωρέσει και σώσει μόνον έναν ναυαγό, ο οποίος εκτοπίζει τον άλλον που πνίγεται. Ο ανελέητος προβληματισμός, που περιέχεται στο παραπάνω παράδειγμα δοκιμάζει αδυσώπητα τα όρια αντοχής του Δικαίου, που θέλει και πρέπει να ρυθμίζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το κλασσικό «αιωνόβιο σενάριο της ωρολογιακής βόμβας», όπου με κάποιες διαφοροποιήσεις οι κρατικές αρχές ασφάλειας αντιμετωπίζουν το δίλημμα να βασανίσουν ένα κρατούμενο τρομοκράτη για να εκμαιεύσουν πολυπόθητες πληροφορίες είτε για τον χώρο τοποθέτησης και τον χρόνο έκρηξης ωρολογιακής βόμβας για να σωθούν δεκάδες ή εκατοντάδες ζωές, είτε για να αποκαλύψει τον επόμενο στόχο τρομοκρατών πιλότων, που, κατά το πρότυπο της επίθεσης στους Διδύμους Πύργους της Ν. Υόρκης την 11-9-2001,κατευθύνουν καταληφθέν αεροσκάφος σε κατοικημένο πολυόροφο κτίριο.
Από τα προαναφερθέντα νομικά κείμενα συνταγματικής περιωπής και διεθνούς ακτινοβολίας σαφώς συνάγεται η αδιαπραγμάτευτη απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων σε κάθε περίπτωση ακόμη και σε οριακές καταστάσεις, όπου αναφύεται ο πειρασμός της χρήσης «σωστικών βασανιστηρίων».
Ιδιαίτερη σημασία για την αποδοχή της προαναφερόμενης θέσης έχει το γεγονός ότι κατά το ελληνικό και διεθνές δίκαιο ο δράστης εγκλημάτων βασανισμού δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγους, που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα των βασανιστηρίων ή και τον καταλογισμό αυτών, όπως είναι η κατάσταση ανάγκης, η άμυνα, η προσταγή κλπ.
Ενδεικτικά αναφέρονται:
α) το άρθρο 137Α§ ΠΚ, που στοιχείται προς το Ψήφισμα της Γ.Σ. του ΟΗΕ το 1975, κατά το οποίο « Δεν πρέπει να γίνεται επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων, όπως η εμπόλεμη κατάσταση ή ο κίνδυνος πολέμου, η εσωτερική πολιτική αστάθεια ή οποιαδήποτε άλλη έκτακτη ανάγκη ως δικαιολογία για την σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία»,
καθώς και
β) το άρθρο 2§2 της Διεθνούς Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων κλπ, που κυρώθηκε με το Ν. 1782/1988 και ορίζει ότι:
«Καμία απολύτως εξαιρετική περίσταση είτε αποτελεί κατάσταση πολέμου ή απειλή πολέμου, εσωτερική πολιτική αστάθεια ή κάθε άλλη κατάσταση ανάγκης δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για τα βασανιστήρια»
Στη βάση όλων των προαναφερθέντων νομικών ρυθμίσεων βρίσκεται η σκέψη ότι κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τους συνανθρώπους του ως κομμάτια κρέατος και να τους βασανίζει, γιατί αντίκειται στη φύση του Ανθρώπου. Εξάλλου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελεί το θεμελιώδες συστατικό της προσωπικότητας του ανθρώπου, του οποίου η βάναυση προσβολή με βασανισμό οδηγεί σε απώλεια του minimum των προδιαγραφών του δικαίου, που, όταν παραμερίζονται, θίγονται και προσβάλλονται, «καταστρέφεται ο κόσμος του Δικαίου» κατά το σπουδαίο γερμανό νομικό ArthurKaufmann.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συγκαταλέγεται στα «ιερά και όσια» της ανθρώπινης φύσης και γι’ αυτό ουδέποτε περιορίζεται αλλά μόνο παραβιάζεται. Και αυτό, γιατί δεν αποτελεί ένα ακόμη θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα ώστε να υπόκειται σε περιορισμούς και σταθμίσεις, αλλά είναι «το θεμέλιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων» ( GrundderGrundrechte ), το οποίο στο σύγχρονο δίκαιο δεν μπορεί να αναχθεί σε άλλο θεμέλιο κι έτσι πάνω στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια οικοδομούνται και στηρίζονται όλα τα άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται χάρη και εξαιτίας αυτής, η οποία μάλιστα δεν χρειάζεται εξηγήσεις για το δικαιολογητικό υπόβαθρό της, γιατί «ισχύει επειδή ισχύει». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να δοθούν εξηγήσεις για το νόημα, τη σημασία και τις συνέπειες της ύπαρξης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως απόλυτης αξίας. Ορθά υποστηρίζεται ότι η ιδιότητα της απόλυτης αξίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προστατεύει από τον κίνδυνο μιας «Κερκόπορτας», άλλως ενός ολισθηρού κατήφορου, που θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις με τη σχετικοποίηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με πιθανή συνέπεια η εξαίρεση να γίνει ο κανόνας.
Η συνηγορία υπέρ της αδιαπραγμάτευτης απόλυτης απαγόρευσης των βασανιστηρίων στις προπεριγραφείσες οριακές καταστάσεις, εφόσον «το Δίκαιο έχει δεμένα τα χέρια του», οδηγεί στην μοναδική λύση σωτηρίας, που είναι η εμφάνιση ενός πρόθυμου να δράσει εκτός των επιτρεπτών ορίων του δικαίου και να αναλάβει την ευθύνη για τις έννομες συνέπειες από την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας λ.χ. ενός τρομοκράτη, δηλαδή η παρουσία ενός εθελοντή να θυσιασθεί για να σώσει συνανθρώπους του με ορατό τον κίνδυνο να καταλήξει στη φυλακή εξαιτίας του βασανισμού ενός τρομοκράτη, εν ολίγοις αναζητείται ήρωας.
Επειδή όμως στην ιστορία της ανθρωπότητας σπάνια εμφανίζονται ήρωες, υποστηρίζεται η ανάγκη σχετικοποίησης της απόλυτης απαγόρευσης των βασανιστηρίων. Αυτή η θέση στηρίζεται σε επιχειρήματα, όπως λ.χ. «καθετί που δεν υπόκειται σε εξαιρέσεις, είναι πάντοτε προβληματικό» ή «το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις δεν είναι σύμφωνα αυτοκτονίας» ή «ένας άνθρωπος που δρα ως τρομοκράτης, δηλαδή θεωρείται ότι με αποφασιστικότητα και διάρκεια βάλλει κατά των θεμελίων της έννομης τάξης, αυτοεκπίπτει της ιδιότητας του προσώπου και έτσι αυτοαποκλείεται από το Δίκαιο», που ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, έτσι καθίσταται «μη πρόσωπο», αφού αυτοϋποβιβάζεται σε «άτομο», οπότε ο βασανισμός του θεωρείται ανεκτός.
Εδώ δεν πρέπει να λησμονείται η παραδοχή του γερμανού καθηγητή Jakobsότι «δεν υφίσταται καμία εγγύηση περί του ότι όλες οι αναφυόμενες συγκρουσιακές καταστάσεις πρέπει να μπορούν να επιλύονται μέσα από το Δίκαιο με ικανοποιητικό αποτέλεσμα για όλα τα συστήματα προσανατολισμού».
Η παραπάνω επιχειρηματολογία προϋποθέτει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όλα τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι « εκ γενετής προνόμια», που είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά τουναντίον είναι «προνόμια», τα οποία κατακτώνται με την «επίδοση» καθενός μέσα στην κοινωνία, αφού το Δίκαιο δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά του πολιτισμού της οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας.
Παρόλα αυτά, όμως, αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι πειστική, γιατί το κράτος δεν μπορεί να αφαιρέσει ο,τι δεν έχει παραχωρήσει το ίδιο, καθόσον το κράτος δεν είναι δωρητής αλλά εγγυητής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Άλλωστε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως το αναπαλλοτρίωτο ύψιστο αγαθό του ανθρώπου δεν υπόκειται σε σταθμίσεις έστω και αν στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς βρίσκεται η ανθρώπινη ζωή ακόμη και πολλών ανθρώπων, που αναμφίβολα το κράτος οφείλει να προστατεύει.
Μολονότι η ανθρώπινη ζωή είναι προαπαιτούμενο για να υπάρχει ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να επηρεάσει και μάλιστα να εξουδετερώσει τα πρωτεία«dasprimat» της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και αυτό, γιατί όποιο αγαθό είναι προϋπόθεση κάποιου άλλου δεν σημαίνει ότι εξ αυτού του λόγου είναι και σημαντικότερο, όπως λ.χ. συμβαίνει με τις σωματικές λειτουργίες οι οποίες είναι προαπαιτούμενα της ζωής του ανθρώπου, αλλά δεν είναι σημαντικότερες αυτής.
Συν τοις άλλοις, η κατ’ εξαίρεση κάμψη της απόλυτης απαγόρευσης βασανιστηρίων μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε υπονόμευσή της, αφού είναι εκ των πραγμάτων δυσδιάκριτα τα όρια νομιμοποιημένης και ανομιμοποίητης χρήσης βασανιστηρίων. Εξάλλου το κράτος δικαίου δεν πρέπει να λερώνει τα χέρια του, όπως πράττουν οι εγκληματίες και να απαρνείται τις βασικές αξίες του. «Δεν μπορείς να ξορκίσεις τον Διάβολο με τον Βελζεβούλ». Ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να ενδίδει σε διαγωνισμό βαρβαρότητας.
Πέραν όλων αυτών, όμως, έχει αποδειχθεί η αναποτελεσματικότητα και απροσφορότητα των βασανιστηρίων στην ανεύρεση της αλήθειας, αφού όσο πιο ισχυρός είναι ο προκαλούμενος στον βασανιζόμενο πόνος, τόσο συχνότερα καταλήγει στην απόσπαση ψευδών πληροφοριών.
Οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος αποκαλύπτουν ότι με τα βασανιστήρια δεν αναζητείται και διερευνάται η αλήθεια αλλά η αντοχή του βασανιζόμενου, όπως υποστηρίζει ο Ρωμαίος νομομαθής Ουλπιανός « στα βασανιστήρια ο δυνατός θα αντισταθεί και αδύναμος θα πει ο,τιδήποτε για να τερματίσει τον πόνο». Με άλλες λέξεις, η κατ’ εξαίρεση αποδοχή των βασανιστηρίων στηρίζεται στη μη επαληθεύσιμη υπόθεση ότι με το σωματικό πόνο είναι εκμαιέυσιμη η αλήθεια, «θαρρείς και το κριτήριο της αλήθειας βρίσκεται στους μυς και τους ιστούς ενός δυστυχισμένου», όπως ήδη από το 1764 επισημαίνει ο CesareBeccaria.
Επιπλέον, δεδομένου ότι στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας είναι εξαιρετικά δυσχερές να αναγνωρισθεί ο «εχθρός» και συνακόλουθα να διακριθούν οι ένοχοι/ύποπτοι από τους αθώους, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα «πως γίνεται γνωστό ότι βασανίζεται το ενδεδειγμένο πρόσωπο, αφού δεν είναι βέβαιο ποιοι είναι οι τρομοκράτες και οι μη-τρομοκράτες;»
Στην αναζήτηση μίας πειστικής επιχειρηματολογίας για την αδιαπραγμάτευτη απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων ιδιαίτερα σημαντική είναι η από 6-9-1999 Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ, όπου παρά την εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων κατά Παλαιστίνιων, σε δικαιοπολιτικό επίπεδο γίνεται δεκτόν ότι:
«τα βασανιστήρια συνιστούν ένα αδικαιολόγητο μέσο για την αποτροπή κινδύνων, που είναι αντίστοιχοι με τους δημιουργούμενους κατά το «σενάριο της ωρολογιακής βόμβας», με το ακόλουθο σκεπτικό ιστορικής σημασίας:
«Μοίρα της δημοκρατίας είναι να μην επιτρέπεται να χρησιμοποιείται κάθε μέσο αλλά και κάθε μέθοδος, που εφαρμόζεται από τους εχθρούς της. Κατά καιρούς η δημοκρατία μάχεται με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη».
Αναδημοσιεύσεις: HOTDOC HISTORY