Για ένα διάστημα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο κόσμος ζούσε μέσα στην ευφορία της «παγκοσμιοποίησης». Στις δεκαετίες του 1990 και 2000 το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε σημαντικά, περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων ήρθησαν, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής μετεγκαταστάθηκε στην Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η «Πτώση του Τείχους» εξασφάλιζε ότι δεν υπήρχαν οι προηγούμενες γεωπολιτικές αντιθέσεις και πλέον οι εφοδιαστικές αλυσίδες άρχισαν να διαμορφώνονται θεωρώντας δεδομένη την δυνατότητα εκμετάλλευσης καλύτερων οικονομικών όρων οπουδήποτε στον κόσμο.
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Σε αυτό το φόντο έννοιες όπως η αυτάρκεια μιας χώρας θεωρήθηκε ότι ανήκαν αμετάκλητα στο παρελθόν. Ακόμη και οι ορισμοί των αναγκαίων στρατηγικών αποθεμάτων, που είχαν διαμορφωθεί στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου τροποποιήθηκαν. Πλέον, δεν υπήρχε ανάγκη να «στοκάρουν» οι χώρες όλα όσα μπορούσαν να τους χρειαστούν, αφού θα μπορούσαν εύκολα να τα προμηθευτούν από τη διεθνή αγορά. Πιο σημαντικό ήταν να έχουν την αναγκαία κεφαλαιακή επάρκεια. Ούτως ή άλλως ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε φανεί η τάση προς την just in time οργάνωση της παραγωγής, που σημαίνει την αποφυγή μεγάλων αποθεμάτων πρώτων υλών αλλά και ταυτόχρονα την αποφυγή της παραγωγής μεγάλου όγκου εμπορευμάτων χωρίς εξασφαλισμένους αγοραστές.
Ακόμη περισσότερο, οι ίδιες οι εταιρείες σταδιακά εγκατέλειψαν την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης και καθετοποίησης, που απαιτούσε να μπορούν να κάνουν τα πάντα εντός της επιχείρησης ή του ομίλου. Πλέον η κατεύθυνση ήταν η διαρκής ανάθεση σε υπεργολάβους, αρκετοί από τους οποίους θα μπορούσαν να βρίσκονται και εκτός συνόρων, με τις «μητρικές» εταιρείες ολοένα και περισσότερο να περιορίζονται στις λειτουργίες του σχεδιασμού, της οργάνωσης και του μάρκετινγκ. Η «επανάσταση των logistics» και οι αλλαγές ακόμη και στις μεταφορές με την κυριαρχία των εμπορευματοκιβωτίων διαμόρφωσαν νέα συνθήκη στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Από τους εμπορικούς πολέμους στις επιπτώσεις της πανδημίας
Μερικά από τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτή η κατάσταση φάνηκαν όταν ξεκίνησε η πανδημία. Το γεγονός ότι κάποια στιγμή εμφανίστηκαν φαινόμενα σχεδόν πειρατείας στην προσπάθεια να εξασφαλιστούν ικανές ποσότητες χειρουργικών μασκών και προστατευτικού εξοπλισμού για τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, έδειξε ότι η εγκατάλειψη της λογικής της αυτάρκειας μπορούσε να είναι ακόμη και μοιραία. Γιατί όντως όλοι από την Κίνα προμηθεύονταν μάσκες και προστατευτικό εξοπλισμό (σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες δεν υπήρχαν πια καν εργοστάσια που να παράγουν σχετικά προϊόντα), όμως όταν η Κίνα βρέθηκε να χτυπιέται από την πανδημία και να χρειάζεται η ίδια μεγάλες ποσότητες μασκών, τα πράγματα έγιναν δύσκολα για όλο τον πλανήτη.
Στο ίδιο πλαίσιο, η υπόθεση με τα εμβόλια για την πανδημία και αυτό που ονομάστηκε «εμβολιαστικός εθνικισμός» επίσης επανέφερε το ερώτημα της προτεραιότητας των εθνικών πολιτικών έναντι της διεθνούς συνεργασίας, αλλά και την επιθυμία των ισχυρών οικονομιών να μην εξαρτώνται από πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις άλλων χωρών, ιδίως όταν το διακύβευμα αφορούσε τη δημόσια υγεία και κατ’ επέκταση την κοινωνική συνοχή.
Σε αυτό το φόντο επανήλθαν στο προσκήνιο οι φωνές που τόνιζαν την αξία της «εθνικής κυριαρχίας» στις εφοδιαστικές αλυσίδας και προκρίνουν ως βάση της αναγκαίας ανθεκτικότητας των οικονομιών την επιστροφή σε μέτρα οικονομικού προστατευτισμού, συχνά και με σημαντική απήχηση στις κοινωνίες.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι οι μεγάλες ανατροπές στο παγκόσμιο εμπόριο και η επιστροφή πολιτικών δεν συμβαδίζουν με έναν ιδεότυπο «ελεύθερου εμπορίου», κυρίως ξεκίνησαν από την πανδημία ή αποτελούν απλώς ένα αντανακλαστικό απέναντι στα προβλήματα που αποτυπώθηκαν το τελευταίο διάστημα ως προς την ικανότητα ακόμη και μεγάλων χωρών να ανταποκριθούν στις ανάγκες για καλύτερη δημόσια υγεία.
Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερο η αμερικανική επιλογή να προχωρήσει σε ένα είδος εμπορικού πολέμου κατά της Κίνας και ως ένα μικρότερο βαθμό κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατεξοχήν, διαμόρφωσε την αίσθηση ότι πάμε σε έναν πιο «προστατευτικό» κόσμο.
Ή για να το πούμε πιο γενικά: ούτως ή άλλως εντός της τάσης που συνηθίσαμε να ονομάζουμε – έως και παραπλανητικά – παγκοσμιοποίηση σταδιακά καταγράφηκαν ανταγωνισμοί και δυνητικά σημεία ρήξης, ιδίως από τη στιγμή που οι δυναμικές του παγκοσμίου εμπορίου απειλούσαν να ακυρώσουν τις συνολικότερες γεωπολιτικές και οικονομικές ιεραρχίες που εξασφαλίζουν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη από την επαύριον της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008 ενισχύθηκαν οι φωνές που υποστήριξαν ότι αποτελεί πρόβλημα το συγκεκριμένο είδος «χρηματιστικής» παγκοσμιοποίησης και ότι απαιτείται ισχυρότερος ρόλος των εθνικών κρατών, στοιχείο που ενσωμάτωσαν στη ρητορική τους, από διαφορετικές αφετηρίες και με αντίπαλες στοχοθεσίες, τόσο τάσεις της Αριστεράς όσο και οι διάφορες παραλλαγές λαϊκιστικής ακροδεξιάς.
Και όντως όλα δείχνουν ότι σε σχέση με τις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες τα μέτρα «προστατευτισμού» υπερτερούν των μέτρων απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου. Σε τελική ανάλυση τι άλλο σηματοδότησε η πολεμική κραυγή «Πρώτα η Αμερική!» με την οποία ταύτισε την προεδρία του ο Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό δεν αφορούσε μόνο τις γενικές επιλογές για επιστροφή στους αυξημένους δασμούς ως όπλο για να ανοίξουν και οι «αντίπαλες» αγορές αλλά και στοχευμένες κινήσεις όπως η χρήση των κυρώσεων ως μέσου για να περιοριστεί η πρόσβαση των τεχνολογικών γιγάντων της Κίνας στα τσιπ υψηλής τεχνολογίας που θα τους καθιστούσαν κυρίαρχους και στα δίκτυα 5G.
Την ίδια στιγμή η ίδια η Κίνα δείχνει να προετοιμάζεται από τώρα για την επόμενη μέρα. Η γραμμή της «διπλής κυκλοφορίας» παραπέμπει σε μια οικονομία που χωρίς να απαξιώνει την καθοριστική σημασία των εξαγωγών, ταυτόχρονα δίνει μεγάλη βαρύτητα στο βάθεμα της εσωτερικής αγοράς. Ούτε είναι τυχαίο ότι η Κίνα ήδη βάζει φιλόδοξους στόχους να είναι τεχνολογικά αυτάρκης μέσα στα επόμενα χρόνια, κάτι που αποτυπώνει και ο στόχος “Made in China 2025”, ώστε να μην εξαρτάται από εισαγωγές τεχνολογίας.
Όλα αυτά διαμορφώνουν την εικόνα ενός κόσμου πολύ πιο κατακερματισμένου, έξω και πέρα από την εύκολη εικόνα μιας γενικής «παγκοσμιοποίησης». Εάν στον εμπορικό πόλεμο προσθέσουμε και την κλιμακούμενη ένταση με τη Ρωσία και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί, καταλαβαίνουμε γιατί έχει αποκτήσει τέτοια φόρτιση η έννοια της «αποσύνδεσης» (decoupling) που παραπέμπει ακριβώς στην προσπάθεια έστω και μερικού περιορισμού της εξάρτησης από παραγωγικές πρακτικές, αγορές αλλά και ενεργειακές ροές που αφετηρία έχουν χώρες με τις οποίες η Δύση είναι σε σύγκρουση.
Οι δυσκολίες της επιστροφής στον «προστατευτισμό»
Σε κάθε περίπτωση μια προοπτική επιστροφής σε «προστατευτικές» οικονομικές στρατηγικές δεν είναι καθόλου εύκολη και πιθανώς ούτε και εφικτή. Το κόστος από την προσπάθεια επαναπατρισμού μεγάλου μέρους των παραγωγικών δραστηριοτήτων που έχουν μετεγκατασταθεί εκτός συνόρων είναι ιδιαίτερα μεγάλο και θα απαιτούσε πολύ μεγάλες επενδύσεις, όπως και πιθανώς το κόστος των προϊόντων που θα παράγονται πλέον στις «μητροπολιτικές» οικονομίες με το συγκριτικά αυξημένο κόστος εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι παρά την ένταση του εμπορικού πολέμου Κίνας και ΗΠΑ, οι αμερικανικές εταιρείες που έχουν κάνει επενδύσεις στην Κίνα δεν επιθυμούν να φύγουν από εκεί.
Άλλωστε, σε περιφερειακό επίπεδο οι τάσεις τείνουν περισσότερο προς την αυξημένη ολοκλήρωση, παρά προς τον προστατευτισμό. Παρά τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις σε σχέση με την Νότια Σινική Θάλασσα, η υπάρχουν σημάδια συνεννόησης ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες του Ειρηνικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας και την Κίνα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το πλήγμα της αποχώρησης της Βρετανίας και τα προβλήματα στο συντονισμό σε σχέση με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, αποτελεί παράδειγμα ολοκλήρωσης. Ανάλογα βήματα γίνονται και σε άλλες ηπείρους, όπως π.χ. στην Αφρική στη οπτική μιας αφρικανικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου.
Ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, όλα δείχνουν ότι η νέα κυβέρνηση θέλει να διατηρήσει ένα είδος οικονομικού ανταγωνισμού με την Κίνα, με περισσότερο προσεκτικά βήματα που να αποφεύγει τη λογική της βίαιης σύγκρουσης που πρόκρινε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Πηγή: in.gr