Στην συνέντευξή του στο “Βήμα της Κυριακής” και στον διευθυντή της εφημερίδας Αντώνη Καρακούση, ο ο πρωθυπουργός, μεταξύ άλλων, επικαλείται το γεγονός πως το δημόσιο σύστημα υγείας ανταποκρίθηκε στις ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας για να υποστηρίξει πως “γκρεμίστηκε το στερεότυπο περί “τεμπέλη” δημοσίου υπαλλήλου”. Η μικρή αυτή “ομολογία” έχει ενδιαφέρον. Προκύπτουν, βεβαίως, δύο δευτερογενή ερωτήματα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Πρώτον, ποιοι και πως παρήγαγαν αυτό το στερεότυπο και, δεύτερον, ποιοι και γιατί το υιοθέτησαν.
Η συζήτηση για την υπερτροφία και την αναποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα είναι παλιά. Συνήθως αποτελούσε αιχμή του δόρατος των οπαδών της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς και της ιδιωτικοποίησης των πάντων. Όλως συμπτωματικώς (…) ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί εκφραστές αυτής της θεωρίας που, ενώ μιλούσαν για ένα δημόσιο-τέρας το διόγκωναν έτι περαιτέρω, στο πλαίσιο ενός κράτους πελατειακού που έκανε προσλήψεις με ρουσφετολογικά κριτήρια για να ψηφοθηρήσει. Ήταν, επίσης, οι ίδιοι που εισήγαγαν νέες μορφές αλίευσης ψήφων, άλλοτε με τα “stage” κι άλλοτε με αναπληρωτές, την ίδια ώρα που εξήγγειλαν πολιτικές “επανίδρυσης του κράτους”.
Τα μνημόνια άλλαξαν το πλαίσιο αυτής της προσέγγισης. Το πρώτο εξ αυτών υπήρξε ο καταλύτης για να αναχθεί ο δημόσιος υπάλληλος σε εχθρό και εκ των βασικών λόγων της οικονομικής χρεοκοπίας.
Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων έγιναν το “τοτέμ” αυτής της προσέγγισης, με την συνδρομή, βεβαίως, της τρόϊκας. Ήταν η εποχή που ο “τεμπέλης” Έλληνας δημόσιος υπάλληλος βρήκε περίοπτη θέση στα πρωτοσέλιδα των γερμανικών εφημερίδων (με μεγάλη προβολή στις ελληνικές) και έγινε το βασικό επιχείρημα της τιμωρητικής προσέγγισης της σχολής Σόϊμπλε. Ουδείς εκ των τότε κυβερνώντων δεν βρήκε το θάρρος να υπερασπίσει τον δημόσιο υπάλληλο, αντιθέτως πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να αναπτύξουν θεωρίες κοινωνικού αυτοματισμού.
Ο δημόσιος υπάλληλος μετατράπηκε σε εκείνον που δεν πλήρωνε τα οφειλόμενα της κρίσης (ποιος τα δημιούργησε δεν ήταν θέμα προς συζήτηση…), σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό υπάλληλο που σήκωνε δυσανάλογα τα βάρη της γνωστής θεωρίας του “όλοι μαζί τα φάγαμε”. Επί μήνες, ίσως και χρόνια, η θεωρία αυτή παρήγαγε εξαγγελίες για κατάργηση οργανισμών και φορέων του (όντως) υπερδιογκωμένου δημοσίου τομέα, ένας αντιπρόεδρος κυβέρνησης ανέλαβε –υποτίθεται– να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, και σύσσωμοι οι υπερασπιστές των απόψεων του ΔΝΤ ξιφουλκούσαν εναντίον του Δημοσίου. Παράγοντας, μάλιστα, ψεύδη με το κιλό σχετικά με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων- σε αγαστή αρμονία με την άλλη θεωρία περί του αριθμού των συνταξιούχων και το ύψος των συντάξεων.
Εξέχουσες μορφές της εγχώριας νεοφιλελεύθερης αντίληψης –σύμβουλοι ξένων funds, αρθρογράφοι, στελέχη του ΣΕΒ κ.ά- περιέφεραν την άποψη για συρρίκνωση του Δημοσίου και εισηγούνταν απολύσεις. Η αντίληψη έλεγε πως είναι καλύτερο να απολυθούν 200.000 δημόσιοι υπάλληλοι αντί να μειωθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα. Δημιούργησαν συνθήκες ενός υποδόριου εμφυλίου μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αγιογραφώντας τον πρώτο (π.χ τις τράπεζες με τα αδρά αμοιβόμενα στελέχη και τις πλουσιοπάροχες εθελουσίες) και συκοφαντώντας τον δεύτερο. Αυτή η τοξικότητα δεν έχει τελειώσει.
Συνέβησαν πολλά τότε που δεν πρέπει να ξεχνούμε. Συρρικνώθηκαν κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες, δεν προχώρησε ποτέ ο εκσυγχρονισμός και η ψηφιοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, ακόμα και η Αστυνομία που πολλοί έχουν αγαπήσει εσχάτως βρέθηκε να κινεί τα παμπάλαια περιπολικά της με δανεικά καύσιμα και με δωρεές κατασκευαστικών εταιρειών.
Αλλά και το δημόσιο σύστημα υγείας, που χρησιμοποιείται τώρα ως το “καλό παράδειγμα”, αφέθηκε στην τύχη του να παρακμάζει, και χιλιάδες Έλληνες γιατροί και νοσηλευτές που χρειαζόμασταν αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό.
Εν κατακλείδι, το στερεότυπο που επικαλείται ο πρωθυπουργός περί “τεμπελιάς” δεν προέκυψε τυχαία. Καλλιεργήθηκε ως αντίδραση εκείνων που λιγότερο ή περισσότερο προκάλεσαν την οικονομική χρεοκοπία για να χρεώσουν τις ευθύνες τους σε μια σχεδόν μεταφυσική σύγκρουση μεταξύ του “καλού” και του “κακού”. Ο δεύτερος ρόλος ανατέθηκε σκοπίμως στους δημόσιους λειτουργούς, αν και ήταν εκείνοι (μαζί με τους συνταξιούχους) που διέσωσαν κατάτι την κατανάλωση στους οικονομικούς δείκτες και στήριξαν ολόκληρες οικογένειες και στρατιές ανέργων.
Είναι καλό το Δημόσιο;–θα αναρωτηθούν πολλοί. Θα μπορούσε να είναι καλύτερο, πιο λειτουργικό και πιο αποτελεσματικό. Χρειαζόταν και χρειάζεται ριζική αναδιάταξη. Και αξιολόγηση, ναι- αλλά από ποιους και πώς. Περισσότεροι λειτουργοί εκεί όπου υπάρχουν μεγαλύτερες ανάγκες και λιγότεροι εκεί που μπορεί όντως να συνδράμει ο ιδιωτικός τομέας. Περισσότεροι στην Υγεία, την Παιδεία. Ηλικιακή ανανέωση σε υπηρεσίες που ασφυκτιούν και χρειάζονται φρεσκάδα και προσαρμογή στις τεχνολογίες. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξαν, όμως, από την άλλη συκοφαντίες και ιδεολογικά πογκρόμ.
Τώρα που μιλούν αρκετοί για τους “ήρωες” της πρώτης γραμμής στην μάχη κατά της πανδημίας, τώρα που ομνύουν στην οργανωτικότητα των γραμμών εμβολιασμού, τώρα που χειροκροτούν (εαυτούς) για την τηλεκπαίδευση, μήπως πρέπει να αναρωτηθούν εάν αυτά έγιναν επειδή κατέφθασαν κάποιοι εξωγήϊνοι ή εάν είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις; Δίχως, μάλιστα, να έχουν τις βοήθειες που θα έπρεπε.
Και που είναι αυτοί που τώρα γκρεμίζουν το στερεότυπο περί”τεμπέληδων” της εύφορης κοιλάδας του ελληνικού Δημοσίου, όταν κυβερνητικά στελέχη και μίντια εκείνης της εποχής αναπαρήγαγαν αβίαστα και χαιρέκακα αυτές τις αντιλήψεις;