Υπάρχουν κράτη που οφείλουν την ύπαρξη τους στο γεγονός πως ορισμένοι λαοί και έθνη σε κάποια στιγμή της ιστορίας τους θεώρησαν πως η κατάσταση έπρεπε να αλλάζει ριζικά και ύψωσαν θαρραλέα τη σημαία της επανάστασης. Υπάρχουν όμως και κράτη που γεννήθηκαν με άλλο τρόπο, ώστε οι λαοί και τα έθνη που τα συγκροτούν να μην είχαν ποτέ αυτή την εμπειρία.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο είδη κρατών είναι σημαντική. Η συλλογική μνήμη, η κοινή ιστορία και η εικόνα που ένα έθνος κι ένας λαός διαμορφώνουν για τον εαυτό τους αλλάζει ριζικά. Στην περίπτωση που το κράτος συγκροτήθηκε με επαναστατικό τρόπο, η ιδέα της λαϊκής επανάστασης καθρεφτίζεται στη διαμόρφωση των θεσμών. Μια πρώτη πρόχειρη αναφορά που έρχεται αυτομάτως στο νου είναι το τελευταίο άρθρο όλων σχεδόν των ελληνικών Συνταγμάτων. Εκεί όπου ο λαός αναγνωρίζεται ως θεσμικό εργαλείο, το οποίο όχι μόνον μπορεί αλλά οφείλει, αποτελεί δηλαδή συνταγματικό καθήκον του, να εξεγερθεί, να επαναστατήσει, προκειμένου να υπερασπίσει το ισχύον σύνταγμα.
Μάταια θα προσπαθήστε να εξηγήσετε την ιδέα αυτή σε έναν Γερμανό ή Ιταλό συνταγματολόγο. Από τη δική τους συλλογική μνήμη απουσιάζει η ιδέα της επανάστασης. Στην περίπτωση της Ιταλίας, επί παραδείγματι, η εικόνα που επικρατεί και που γνωρίζουμε καλά μέσω του Γκράμσι, είναι εκείνη της επέκτασης του Βασιλείου του Πεδεμοντίου, μια “χαμένη ευκαιρία” για τους Ιταλούς επαναστάτες. Στη Γερμανία επίσης, ώστε η επανάσταση να παραμείνει μια ιδέα μακρινή, ξένη και σίγουρα επικίνδυνη και προς αποφυγή.
Στη χώρα μας, αντιθέτως, αναπτύξαμε μια πολύ οικεία εικόνα της επανάστασης: όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν πως η ύπαρξη της χώρας, ενδεχομένως κι εκείνη του ίδιου του Ελληνισμού, οφείλεται σε κάποιους φωτισμένους διανοούμενους αστούς αλλά και σε πολλούς άμυαλους τυχοδιώκτες, ληστές, συμμορίτες, αναρχοκομμουνιστές, τρομοκράτες και μπαχαλάκηδες των Εξαρχείων, που σε κάποια φάση της ιστορίας είχαν τα κότσια να συγκρουστούν με τους οθωμανούς δυνάστες. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι αλλόφρονες, ίσως να είχαμε τη μοίρα των χριστιανών της Τουρκίας που σφαγιάστηκαν ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, εκείνη των Κούρδων, που ακόμη μάχονται για τα στοιχειώδη εθνικά δικαιώματα τους.
Συχνά παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελληνική επανάσταση ξέσπασε σε περίοδο που δεν ευνοούσε καθόλου τα επαναστατικά κινήματα: η Ιερά Συμμαχία είχε απλώσει επάνω σε όλη την Ευρώπη το βαρύ πέπλο της παλινόρθωσης και έπνιγε ανήλεα κάθε έκφραση απειθαρχίας ή έστω ζωντάνιας. Κατά τη διετία 1820-21 ξέσπασαν πολλές εξεγέρσεις και επαναστάσεις στην Ευρώπη, όλες όμως πνίγηκαν στο αίμα.
Νεοέλληνες και ευρωπαϊκή ιστορία
Η ελληνική επανάσταση όχι μόνον ήταν η μόνη που άντεξε, αλλά ήταν κι εκείνη που προκάλεσε και τη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό το επαναστατικό προηγούμενο ήταν και το κίνητρο που έσπρωξε χιλιάδες φιλέλληνες να σπεύσουν να πολεμήσουν στο πλάι των εξεγερθέντων: η επανάσταση στη χώρα τους είχε κατασταλεί και η μόνη ζωντανή εστία ήταν η Ελλάδα. Η οποία παράτεινε το επαναστατικό κύμα για μια δεκαετία, μέχρι να του δώσει καινούρια ώθηση στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, που θα φτάσει στην Ευρώπη πέντε χρόνια αργότερα, με τις επαναστάσεις του θρυλικού 1848.
Αυτή η θεμελιώδης συνεισφορά των νεοελλήνων στην ευρωπαϊκή ιστορία, θεωρούμενη από πολιτική, πολιτιστική, γεωπολιτική και κοινωνική οπτική γωνία, αποτελεί το αντικείμενο του τριπλού επετειακού τεύχους του περιοδικού Τετράδια, εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην επανάσταση του 1821. Είκοσι πέντε εκτενείς μελέτες, άρθρα και αναλύσεις ιστορικών και άλλων σημαντικών μελετητών που αναδεικνύουν όλες τις όψεις της εθνεγερσίας: από την παιδεία των Ελλήνων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας έως τη μουσική, την οικονομία, αλλά και την ιδεολογική κατάρτιση των Φιλικών και των αγωνιστών.
Χωρίς να παραλείψει να υπογραμμίσει τον αντίκτυπο που είχε η εξέγερση του Μοριά και της Ρούμελης σε πιο μακρινές εστίες του ελληνισμού: στη Βόρεια Ήπειρο, στον Πόντο, στην Κύπρο, αλλά και η επιρροή της στους φιλελεύθερους της γειτονικής Ιταλίας. Ο τόμος φιλοδοξεί να δώσει μία σοβαρή απάντηση σε δύο μεγάλους εχθρούς του 1821.
Απαντήσεις
Ο πρώτος είναι η κενή ρητορεία της “εθνικοφροσύνης”. Για σχεδόν ενάμιση αιώνα, από τον Όθωνα έως το ακροδεξιό στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, εκείνο που το 1971 γιόρτασε με το χειρότερο τρόπο τη συμπλήρωση 150 ετών, η “εθνικοφροσύνη” ταύτισε τη μεγάλη αυτή στιγμή της συλλογικής μας ιστορίας με την κακογουστιά, την αμήχανη αρχαιολατρία, την ανούσια εθνικιστική ρητορεία και την παντελή στρέβλωση των περιεχομένων της επανάστασης, ενίοτε αποδίδοντας της ως μόνο κινητρο το θρησκευτικό.
Ο δεύτερος μεγάλος εχθρός είναι η λαϊκίστικη θύελλα με “αλήθειες”, “αποκαλύψεις”, “μυστικά” και “αυθεντικές εκδοχές” της επανάστασης, που η μακροχρόνια κυριαρχία της εθνικοφροσύνης έχει προκαλέσει ως στείρα και λαϊκίστικη αντίδραση. Στους φετινούς εορτασμούς δεκάδες δημοσιεύσεις, τόμοι, αφιερώματα επικεντρώνονται στην “άγνωστη” σφαγή των μη χριστιανών στην άλωση της Τριπολιτσάς, στις “ερωτικές σχέσεις” μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κολοκοτρώνη, στην “προδοτική” στάση του φαναριώτικου κατεστημένου, στο γεγονός ότι πολλοί αγωνιστές δεν ήταν “Έλληνες” αλλά “Αλβανοί”, στην “επινόηση της Αγίας Λαύρας” και άλλα πολλά, πασίγνωστα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Οι πιο ευφάνταστοι προβάλουν μάλιστα το αδιάψευστο επιχείρημα πως η επανάσταση δεν ήταν “ελληνική” αφού οι ίδιοι οι αγωνιστές αυτοπροσδιορίζονταν ως “Γρεκοί” ή “Ρωμιοί” ή απλώς “Χριστιανοί”. Το τριπλό αυτό τεύχος των Τετραδίων προσπαθεί λοιπόν να επαναφέρει την ατέλειωτη αλλά πάντα επίκαιρη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο το έθνος μας κατάκτησε την ανεξαρτησία του, στο επίπεδο της επιστημονικής αλήθειας.
Αξιολογώντας προσεκτικά το στοιχείο της επαναστατικότητας και της βούλησης για ελευθερία και ανεξαρτησία που απέδειξαν ότι διαθέτουν οι αγωνιστές του 1821. Ώστε κάθε ιστορική διαστρέβλωση, φαιδρή ή και πιο επικίνδυνη, να πάρει οριστικά το δρόμο για τα σκουπίδια της εθνικοφροσύνης και του λαϊκισμού.