Το μολυσμένο φτερούγισμα μίας νυχτερίδας στη Γιουχάν, στα τέλη του 2019 και η στραβοτιμονιά ενός καπετάνιου στο Σουέζ, προχθές, ήταν ικανά να μας δείξουν τα όρια της πραγματικότητας. Μίας πραγματικότητας που έμοιαζε απεριόριστη με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης στα τέλη του 20ου αιώνα.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Η παγκόσμια οικονομία, πριν καταφέρει να ορθοποδήσει από την πανδημία του κοροναϊού, έπαθε και… θρόμβωση, με μία από τις βασικές της αρτηρίες να “βουλώνει” από ένα θηριώδες τάνκερ-σύμβολο του παγκόσμιου εμπορίου προκαλώντας καθημερινή αιμορραγία 10 δισ. ευρώ.
«Αυτό που θα δείτε πολύ σύντομα στην Ευρώπη είναι η αύξηση του κόστους των καυσίμων. Βλέπετε ήδη τάνκερ γεμάτα με αργό πετρέλαιο να έχουν ακινητοποιηθεί. Το ηλεκτρονικό εμπόριο θα γίνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό. Η Amazon θα σας επισημάνει ότι η παράδοση του πακέτου σας δεν θα μπορέσει να γίνει τις επόμενες ημέρες. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το έχουν οι βιομηχανίες. Εάν είστε για παράδειγμα η BMW, και περιμένετε εξαρτήματα από την Ασία, θα τα παραλάβετε πολύ αργότερα. Άρα ενδέχεται να δούμε βιομηχανίες να σταματούν την παραγωγή» δηλώνει ο αμερικανός ιστορικός ναυτιλίας, Σαλ Μερκογλιάνο.
Για τη Γερμανία το ποσοστό εισαγωγών-εξαγωγών που διακινούνται μέσω της διώρυγας αντιστοιχεί στο 8 με 9% σύμφωνα με οικονομολόγους του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας IfW του Κιέλου. Ιδιαίτερα για την Κίνα, τον σημαντικό εταίρο της Γερμανίας, το πλήγμα είναι πολύ μεγάλο, καθώς τα 2/3 των εμπορικών συναλλαγών των δύο χωρών μεταφέρεται μέσω του Σουέζ. «Αν δεν βρεθεί λύση τις επόμενες ημέρες, ίσως εμφανιστούν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα της Γερμανίας», υποστηρίζει ο Βίνσεντ Στάμερ στη DW.
Οσο για την πανδημία, δεν χρειάζεται να αναφερθούν και πάλι λεπτομερώς οι συνέπειες και οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κοροναϊός ήταν αρκετός να προκαλέσει χάος στις αγορές, πανικό στο εμπόριο, στον τουρισμό και γενικά σε όλη την καθημερινή μας ζωή καταδεικνύοντας το πόσο εύθραυστη είναι η παγκοσμιοποίηση.
Το πρώτο ερώτημα είναι εάν αυτό το οικονομικό σοκ θα προκαλέσει μία αντίρροπη τάση, αυτής της αποπαγκοσμιοποίησης και μία γενικευμένη απορρύθμιση, επαναπροσδιορίζοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και κατανάλωσης.
Το δεύτερο ερώτημα είναι ποια κατεύθυνση θα πάρει, σε κοινωνικό και (άρα) σε πολιτικό αυτή η απορρύθμιση και οι νέες ισορροπίες που αυτή θα επιφέρει.
Η αρχική αισιοδοξία πως το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο θα υποχωρήσει λόγω της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει την υγειονομική και οικονομική κρίση, φαίνεται να εξασθενεί καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επιλέγουν το δρόμο του αυταρχισμού, της καταστολής αλλά και ενός λυσσώδους ανταγωνισμού στο πεδίο των εμβολίων και των φαρμάκων ενώ ταυτόχρονα βλέπουν αυτές τις κρίσεις ως μοναδική ευκαιρία για να περάσουν τους πλέον αντικοινωνικούς νόμους και ρυθμίσεις για περιορισμό των δημοκρατικών και εργασιακών δικαιωμάτων, περικοπή των δημοσίων δαπανών, δραστική μείωση μισθών και συντάξεων, περιορισμό της ίδιας της Δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Απέναντι σε αυτή την τάση που καθημερινά γίνεται όλο και πιο οφθαλμοφανής, δεν φαίνεται να ορθώνεται ένα αντίρροπο ρεύμα με μία συγκροτημένη πρόταση εξόδου από την κρίση (και αντιμετώπισης αυτών που έπονται) με πολιτικές που θα είναι προς όφελος των κοινωνιών, που θα αντιμετωπίζουν τις όλο και βαθύτερες κοινωνικές ανισότητες, το δημογραφικό πρόβλημα, τα προβλήματα στην υγεία και την παιδεία. Πιο πειστική εμφανίζεται η τάση επιστροφής στο έθνος-κράτος, του εγκλεισμού εντός εθνικών συνόρων, ως απάντηση -υποτίθεται- στην αδυναμία των παγκόσμιων οργανισμών, των ενώσεων και ομοσπονδιών. Τάση που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο ίδιο σημείο με τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό: σε φασιστικού τύπου νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, όπως ήταν η Χιλή του Πινοσέτ. Δηλαδή στο τέλος του νεοφιλελευθερισμού με κοινοβουλευτισμό, όπως εξαιρετικά επισήμανε σε άρθρο του ο καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κύρκος Δοξιάδης.
Οπως και να έχει, η νυχτερίδα της Γιουχάν και το τάνκερ του Σουέζ, πυροδοτούν εξελίξεις τέτοιες που θυμίζουν την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτά που θα ακολουθούσαν.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν ο 21ος αιώνας που ξεκίνησε με την πτώση των Δίδυμων Πύργων, θα είναι ο συγκλονιστικότερος και τραγικότερος της ανθρώπινης Ιστορίας. Ένα ωστόσο είναι βέβαιο: πως «η Ιστορία δεν έχει τελειώσει». Με αυτή την ιστορία καλούνται τώρα να αναμετρηθούν για μία ακόμη φορά οι δημοκρατικές δυνάμεις, οι δυνάμεις της προόδου, οι δυνάμεις της Αριστεράς σε την ευρύτερη δυνατή εκδοχή της.