Μπορεί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να εξαντλούν με επιταχυνόμενους ρυθμούς το πολιτικό τους κεφάλαιο με τη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω των χειρισμών της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, τον αυξανόμενο αυταρχισμό αλλά και τα σκάνδαλα Λιγνάδη και Φουρθιώτη να εντείνεται, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να επωφελείται ιδιαίτερα από αυτό όπως δείχνουν οι τάσεις.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Αντίθετα, παρά το ότι το τελευταίο διάστημα έχει ανεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους και έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει το πρόγραμμά του για την επόμενη ημέρα, μοιάζει να είναι ακόμη μουδιασμένος από την εκλογική ήττα του 2019 ανακυκλώνοντας μία εσωτερική συζήτηση για την περίφημη διεύρυνση και την οργανωτική ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης. Πράγμα, που με ποδοσφαιρικούς όρους, τον περιορίζει στην άμυνα χωρίς να φτάνει στο χώρο της σέντρας…
Στην πραγματικότητα αυτό που έχει πάθει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θυμίζει ένα παλιό νούμερο του Λάκη Λαζόπουλου από την επιθεώρηση “Ηταν ένα μικρό Καράβι” (1990) με μία μάνα που προσπαθούσε να ξυπνήσει τον κανακάρη της να πάει σχολείο:
– Ξύπνα αγόρι μου… θα αργήσεις πάλι στο σχολείο
– Ασε με ρε μάνα να κοιμηθώ λίγο ακόμη, Νυστάζω…
– Σήκω παιδί μου πήγε 8 η ώρα…
– Πάρε ρε μάνα στο σχολείο να πεις ότι είμαι άρρωστος… δεν μπορώ να σηκωθώ σου λέω…
– Ξύπνα παιδάκι μου! Δεν είσαι μαθητής πια! Ο δάσκαλος είσαι!
Αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ενας “δάσκαλος” που νομίζει ακόμη ότι είναι “παιδί”. Ισως γιατί η Ιστορία τον έσπρωξε βίαια στο προσκήνιο και δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί φυσιολογικά. Ισως γιατί κάποια ιστορικά στελέχη του θα ήθελαν πολύ να παραμείνουν “άτακτα παιδιά” που πετροβολούν τα τζάμια. Ίσως γιατί κάποια άλλα στελέχη να θεωρούν ότι η γραβάτα κάνει τον δάσκαλο όπως το ράσο κάνει τον παπά.
Κάποιοι μάλιστα λένε ότι το παρασκήνιο της επιλογής του νεαρού, τότε, Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία αυτό ακριβώς, ήθελαν κάποιοι να σηματοδοτήσει: “να μείνουμε πάντα παιδιά!” ή ένα μικρό, πλην τίμιο “μαγαζί γωνία”.
“Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ” όπως λέει και ο στίχος του Γκάτσου αφού ο “μικρός Κεμάλ” κατάφερε να αλλάξει την ιστορία της Αριστεράς και να τη φέρει στην εξουσία. Οχι φυσικά μόνος του, αλλά με τη στήριξη δεκάδων νέων και παλιών στελεχών, εκατοντάδων μελών του κόμματος και 2.247.000 ψηφοφόρων, τον Ιανουάριο του 2015.
Αυτή η βίαιη, εν κινήσει, και σε καθεστώς μνημονίων, ενηλικίωση δεν μπορούσε παρά να έχει συνέπειες: λάθη, αυταπάτες, υπερεκτίμηση δυνάμεων, υποεκτίμηση αντιπάλων (ξένων και ντόπιων), έλλειψη διαχειριστικής εμπειρίας, ελλειμματική “χαρτογράφηση” του συσχετισμού δυνάμεων. Και όλα αυτά σε ένα ρευστό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, με την οικονομική κατάρρευση ευρύτατων στρωμάτων της κοινωνίας, την κατάρρευση του δικομματισμού αλλά και της ενημέρωσης/επικοινωνίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ “εκτοξεύτηκε” στις εκλογές του 2012 και έγινε κυβέρνηση το 2015 χωρίς να έχει ούτε ένα από τα πλεονεκτήματα που είχε το ΠΑΣΟΚ το 1981: Ισχυρές δυνάμεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και στα συνδικαλιστικά σωματεία των δημοσίων υπαλλήλων, των αγροτών, των εκπαιδευτικών, των τραπεζικών υπαλλήλων, έμπειρο στελεχιακό δυναμικό από την Ενωση Κέντρου, αγωνιστές από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και βέβαια έναν χαρισματικό ηγέτη από ισχυρή πολιτική φαμίλια, με εμπειρία και ο ίδιος -έστω και σύντομη- σε κυβερνητική θέση. Η νίκη του 1981 απλώς επισφράγισε και τυπικά την κατάληψη της εξουσίας.
Να το πούμε όμως και αυτό: πλεονεκτήματα που μετά τη δεύτερη τετραετία έγιναν βαρίδια και οδήγησαν στη λεγόμενη “πασοκοποίηση” η οποία κορυφώθηκε μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, την περίοδο του καταστροφικού “εκσυγχρονισμού”.
Αντίθετα από το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω ακριβώς της έλλειψης αυτών των πλεονεκτημάτων και της απότομης ενηλικίωσης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας με το ούτως ή άλλως προβληματικό στήριγμα των ΑΝΕΛ, για την περίοδο 2015-2019, χωρίς όμως να καταφέρει να καταλάβει πλήρως την εξουσία. Γι’ αυτό και “κατάφερε” να σκοντάψει σε όλες σχεδόν τις τρικλοποδιές που του έκανε το βαθύ κράτος και η γραφειοκρατία του, τα ΜΜΕ και οι διαπλεκόμενες ελίτ, οι “νόμιμοι ιδιοκτήτες του κράτους”.
Παρ’ όλα αυτά αλλά και παρά τις εγγενείς αδυναμίες του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε ως κυβέρνηση να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και ταυτόχρονα να λύσει, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, το γόρδιο δεσμό του “Μακεδονικού”. Και τα δύο είχαν κόστος καθώς για να επιτευχθεί ο πρώτος στόχος, για να στηριχθούν οι πιο αδύναμοι και υπάρξει και το περίφημο “μαξιλάρι” ασφαλείας, υπήρξε μία άγρια φορολόγηση της μεσαίας τάξης ενώ ο δεύτερος στόχος βρήκε απέναντί του ένα ετερόκλητο κύμα αντιδράσεων τις οποίες υποδαύλισε και εκμεταλλεύτηκε η Νέα Δημοκρατία.
Για το μεν πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, στις εκλογές του 2019, 145.000 ψήφους και 3,95%, σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Ενώ τη Συμφωνία των Πρεσπών την “πλήρωσε” σχεδόν εξ ολοκλήρου το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων το οποίο δεν κατέβηκε καν στις εκλογές του 2019 με τις 200.000 ψήφους που είχε πάρει το 2015 να κατευθύνονται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στη Νέα Δημοκρατία.
“And the rest is history” όπως λένε οι Βρετανοί! Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει τις εκλογές, χωρίς να συντριβεί, μένοντας το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στην Ευρώπη αλλά με ένα βασανιστικό απ’ ό,τι φαίνεται υπαρξιακό πρόβλημα. Το οποίο έχει ένα τριπλό όνομα: Διεύρυνση – Ανασυγκρότηση – Μετασχηματισμός.
Οπως όλα τα υπαρξιακά προβλήματα σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, έτσι και αυτό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ένα εκρηκτικό μείγμα από εμμονές, απωθημένα, διαψεύσεις, αοριστολογίες, αφηρημένες ανησυχίες και λάθος εκτιμήσεις που συνήθως πυροδοτείται από μία πραγματική διαπίστωση. Οπως αυτή που έκανε λίγες ημέρες μετά την εκλογική ήττα, μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, ο Α. Τσίπρας: “Η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιστοιχείται με τον αριθμό των μελών του”.
Τι είπε, ουσιαστικά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Οτι η διεύρυνση, στο επίπεδο της κοινωνίας, έχει ήδη συμβεί. Μένει να γίνει και εντός του κόμματος τα γραφεία του οποίου είχαν ερημώσει κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας αλλά και από την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας το καλοκαίρι του 2015.
Κι όμως! Το αυτονόητο, αυτό που δείχνουν όλοι οι αριθμοί και όλα τα εκλογικά αποτελέσματα από το 2012 μέχρι το 2019, τα τρία δηλαδή επάλληλα κύματα διεύρυνσης στην κοινωνία, ξεσήκωσαν κουρνιαχτό τόσο από την πλευρά των υποστηρικτών της που την έκαναν “σημαία” όσο και των ανησυχούντων για την “στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία” και την “πασοκοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ. Και εσχίσθη το καταπέτασμα…
Και χάθηκε η ουσία. Πολλές φορές και η λογική η οποία λέει ότι όταν ένας πολιτικός σχηματισμός διευρύνεται είναι αυτονόητο ότι οι κοινοί παρονομαστές μειώνονται σε σύγκριση με ένα μικρότερο σχήμα. Ή για να το πούμε και διαφορετικά, δεν είναι δυνατόν οι απόψεις 1.780.000 πολιτών να ταυτίζονται στον ίδιο βαθμό με τις απόψεις 240.000, όσοι δηλαδή ήταν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, το 2004.
Οπως εξίσου αυτονόητο είναι ότι σε ένα μεγάλο κόμμα με ποσοστά άνω του 30% θα συνυπάρχουν άλλοτε συντροφικά και άλλοτε με συγκρούσεις ετερόκλητα στελέχη με διαφορετικές καταβολές και πολιτικές πορείες χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι έτσι αποχρωματίζεται ιδεολογικά και πολιτικά. Στο κάτω-κάτω δεν πρόκειται για ένα επαναστατικό κόμμα αλλά για ένα κόμμα που “παίζει” εντός του αστικού, κοινοβουλευτικού πλαισίου επιδιώκοντας, σύμφωνα με τις διακηρυγμένες αρχές του, λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της κοινωνίας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Λιγότερο αυτονόητο, ίσως, για κάποιους εντός του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ότι η αντιπαράθεση για την κατεύθυνση της όποιας (νέας) διεύρυνσης γίνεται περί όνου σκιάς και με όρους ξεπερασμένους πολιτικά (π.χ. “Κέντρο”, “Κεντροαριστερά) ή εντελώς γενικούς και αφηρημένους (π.χ. “Μεσαία τάξη”) ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές. Οροι που διατηρούσαν κάποια ισχύ και κάποιο περιεχόμενο πριν την κρίση και τα μνημόνια του 2010, όχι όμως και σήμερα, ιδιαίτερα μετά και την πανδημία. Μιλώντας δε με όρους πολιτικών δυνάμεων, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τίποτα να κερδίσει ούτε από μία διεύρυνση προς τα δεξιά του καθώς ο,τι ήταν να πάρει από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ ούτε και από τα αριστερά του.
Φυσικά δεν έχει και τίποτα να κερδίσει από την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας “επαναπατρίζοντας” ψηφοφόρους που την ψήφισαν το 2019 ενώ είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2015 καθώς αυτή η διαρροή είναι αμελητέα.
Το να είσαι με το “αριστερόμετρο” και το υποδεκάμετρο στο χέρι και να μετράς τον ριζοσπαστισμό ή την “πασοκίλα” οποιουδήποτε κάποτε ψήφιζε κάτι άλλο εκτός από ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. του 96,5% των ψηφοφόρων του 2004) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό όταν δεν θέλεις να χάσεις (μικρο)θέσεις και (μικρο)προνόμια εντός του αφυδατωμένου κομματικού μηχανισμού.
Από την άλλη πλευρά, το να θες να αντιστοιχίσεις την εκλογική σου δύναμη με τον αριθμό των μελών σου βάζοντας και έναν υπερβολικά μεγάλο στόχο, θα βρει τοίχο εάν το κόμμα δεν είναι ελκυστικό ή αν θυμίζει οργάνωση της ΚΝΕ της δεκαετίας του ‘70.
Και οι δύο (μη)λογικές δεν οδηγούν στην Ανασυγκρότηση αλλά στην αέναη εσωστρέφεια που δεν προοιωνίζει μελλοντικές νίκες. Οδηγεί σε έναν πολιτικό παλιμπαιδισμό που έχει τον “ανθρωποδιώχτη”. Και σε μία αντιπολιτευτική υπνηλία… Σαν του “δασκάλου” που ξεχνάει ότι δεν είναι πια μαθητής…
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα δει τα ποσοστά του να αβγαταίνουν αν απορρίψει τη θεωρία του “ώριμου φρούτου” για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και να προετοιμαστεί για την επόμενη κυβερνητική του θητεία αφού συνειδητοποιήσει ότι η Διεύρυνση έχει ήδη συντελεστεί και ότι η Ανασυγκρότησή του έχει ως προϋπόθεση τον Μετασχηματισμό του σε ένα σύγχρονο κόμμα που δεν θα στηρίζεται σε παλαιού τύπου ιεραρχικές δομές αλλά σε δίκτυα ενεργών πολιτών. Εναν μετασχηματισμό που θα είναι ανάλογος με τον μετασχηματισμό της ίδιας της κοινωνίας και θα εναρμονίζεται με τις ανάγκες της. Και για να ξεκινήσει από κάπου, ας δει, ακούγοντας τους πολίτες (λέγεται και “γείωση με την κοινωνία”):
- Για ποιούς λόγους τον εγκατέλειψαν 178.000 ψηφοφόροι στις βουλευτικές εκλογές του 2019. Τι “στραβό” θεωρούν ότι έκανε και τι περιμένουν να ακούσουν για να επιστρέψουν…
- Για ποιούς λόγους του “γύρισαν την πλάτη” 440.000 ψηφοφόροι στις ευρωεκλογές του 2019 αλλά τον στήριξαν, λίγες ημέρες μετά, στις βουλευτικές εκλογές ανεβάζοντας το 23,7% των πρώτων στο 31,5% των δεύτερων (+8%).
- Να κατανοήσει γιατί σκληρός πυρήνας τόσο της παραδοσιακής όσο και της νέας μικροαστικής τάξης (μικροεπιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες) στήριξε τη Ν.Δ. σε ποσοστό 37%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στη συγκεκριμένη κατηγορία έφτασε μόλις στο 20%.
- Αλλά και γιατί το υπόλοιπο 43% είτε ψήφισε μικρότερα κόμματα είτε δεν πήγε καν στην κάλπη.
Κι εδώ, σε αυτό το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, στη μεγάλη δεξαμενή της αποχής ή της αδιευκρίνιστης ψήφου, πρέπει να “σκάψει” ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αν θέλει να παραμείνει κόμμα εξουσίας. Οπως και στη νέα γενιά (από τους 18άρηδες έως τους 35άρηδες) που μπορεί να έδωσαν πρωτιές στις τελευταίες εκλογές και που όμως περιμένουν πολλά παραπάνω από τα “μπράβο” και τη στήριξη στους αγώνες που δίνουν για την Παιδεία και για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων απέναντι στον αυταρχισμό του Χρυσοχοΐδη.
Η “δεξαμενή” για ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται στο χώρο της Αριστεράς δεν είναι ούτε στο ανύπαρκτο (πολιτικά) Κέντρο και το συρρικνωμένο ΚΙΝΑΛ, ούτε στο “τσιμεντωμένο” ποσοστό του ΚΚΕ, ούτε στις αμελητέες διαρροές προς την κεντροδεξιά. Ούτε αφηρημένα στους “πολλούς” ή “στους αδύναμους”.
Για όλους αυτούς δεν αρκεί το “Μένουμε Ορθιοι” που είναι μεν ρεαλιστικό και αναγκαίο, ιδιαίτερα την επόμενη ημέρα της πανδημίας όπου όλοι θα βιώσουμε τις οικονομικές της συνέπειες αλλά δεν εμπεριέχει ένα όραμα για το πως θα πορευτούμε στο μέλλον, για το πιο μπορεί να είναι ένα δίκαιο κοινωνικά και ταυτόχρονα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Δηλαδή ένα μοντέλο στον αντίποδα του περίφημου σχεδίου Πισσαρίδη που προτείνει η σημερινή κυβέρνηση.
Οσο για τον ριζοσπαστισμό που κάποιοι φοβούνται ότι θα χαθεί ή έχει ήδη χαθεί λόγω της διεύρυνσης, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για μελέτη και επεξεργασία σχεδίων ριζοσπαστικής πολιτικής στο μεγάλο θέμα της διαγραφής του ιδιωτικού χρέους, σε θέματα νέων μορφών εργασίας και εργασιακών δικαιωμάτων, σε θέματα ρύθμισης και ελέγχου των ψηφιακών εργαλείων, σε εκείνα που αφορούν τη σύγχρονη Παιδεία, την Ενημέρωση, το Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή και όλους τους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας που αυτή επηρεάζει, από την Υγεία μέχρι τη διατροφική επάρκεια και από την Ενέργεια μέχρι και την ασφάλεια της χώρας. Θέματα δηλαδή που δεν απαιτούν απλή διαχείριση και επιμέρους μεταρρυθμίσεις αλλά ολιστικές, ανατρεπτικές προτάσεις και σύγκρουση με τις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες δυνάμεις. Αυτά άλλωστε είναι και τα πεδία μάχης της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Οικολογίας.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να είναι ένας ριζοσπαστισμός του εφικτού, όπως σωστά σημείωσε σε συνέντευξή του ο Αλέξης Τσίπρας. Δηλαδή ένας ριζοσπαστισμός που θα πατάει στις αρχές της Αριστεράς αλλά δεν θα παραπέμπει σε μία επερχόμενη “Δευτέρα Παρουσία”, μετά την κατάρρευση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Προϋπόθεση όλων των παραπάνω είναι να… ξυπνήσει το “παιδί” της Αριστεράς. Οχι μόνο για να αναλάβει τις τεράστιες ευθύνες του αλλά και γιατί αν δεν το κάνει θα δώσει χώρο στο τέρας της Ακροδεξιάς με την προβιά της αντισυστημικότητας που έχει ήδη ξυπνήσει… Και τότε θα είναι πια αργά. Για όλους…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Ο “ριζοσπαστισμός του εφικτού” και πέντε κουβέντες που είπε ο Τσίπρας…