Σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, η ικανοποίηση από την κυβέρνηση υποχωρεί κατά 4 μονάδες, η δημοτικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά 6, ο δείκτης του καταλληλότερου πρωθυπουργού κατά 2 και η πρόθεση ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.
Της Δανάης Κολτσίδα
Παρακολουθώντας κανείς τις τάσεις της κοινής γνώμης, όπως καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν το τελευταίο διάστημα, παρατηρεί ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού ένα στοιχείο. Ο πρώτος (πολιτικός) κύκλος της πανδημίας, που πυροδότησε την εύλογη συσπείρωση της ελληνικής κοινωνίας γύρω από την κυβέρνηση, έκλεισε.
Αυτό αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε όλους τους δείκτες, στους οποίους τόσο το κυβερνών κόμμα, όσο και ο Κ. Μητσοτάκης προσωπικά, καταγράφουν μικρότερες ή μεγαλύτερες απώλειες. Απώλειες σημαντικές, με όποια περίοδο και αν κανείς επιλέξει να συγκρίνει τη σημερινή δημοσκοπική εικόνα. Σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, η ικανοποίηση από την κυβέρνηση υποχωρεί κατά 4 μονάδες, η δημοτικότητα του Κ. Μητσοτάκη κατά 6, ο δείκτης του καταλληλότερου πρωθυπουργού κατά 2 και η πρόθεση ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Πολύ περισσότερο, με αναφορά στο πρώτο δίμηνο της πανδημίας ακριβώς πριν ένα χρόνο, καταγράφονται απώλειες 20 μονάδων στην ικανοποίηση από την κυβέρνηση, επίσης 20 μονάδων στη δημοτικότητα του Κ. Μητσοτάκη, 6 μονάδων στην καταλληλότητά του ως πρωθυπουργού και 9 μονάδων στην πρόθεση ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία.
Την εικόνα αυτή φαίνεται ότι ερμηνεύει, για ακόμη μια φορά, λάθος το κυβερνών κόμμα. Με αποτέλεσμα, όχι μόνο να πολιτεύεται με βάση τις δημοσκοπήσεις, αλλά και με βάση τη λάθος ανάγνωσή τους. Στοιχείο που μάλλον κακό θα κάνει τόσο στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία όσο και, κυρίως, στη χώρα.
Γιατί αναφέρουμε «για ακόμη μια φορά»; Η πρώτη φορά που η κυβέρνηση διάβασε λάθος τις δημοσκοπήσεις – οδηγώντας εμμέσως και στη σημερινή κατάσταση – ήταν ακριβώς ένα χρόνο πριν. Τότε, που η πανδημία αποδεικνυόταν και για τον Κ. Μητσοτάκη, όπως και για το σύνολο των ηγετών του κόσμου, ανεξάρτητα μάλιστα από τις υγειονομικές συνθήκες που επικράτησαν στις χώρες τους κατά το πρώτο κύμα, ένας ανέλπιστος (πολιτικά πάντοτε) σύμμαχος.
Τότε, η Νέα Δημοκρατία παρέβλεψε ή εργαλειοποίησε ορισμένα βασικά στοιχεία: Πρώτον, την κυριαρχία του φόβου και της ανασφάλειας, ως κεντρικών συναισθημάτων, και μάλιστα για το πρωταρχικό αγαθό της ζωής και της υγείας, που πάντοτε ευνοούν τη διατήρηση του status quo. Δεύτερον, την αποπολιτικοποίηση των ζητημάτων, αφού η πανδημία αποτελούσε ένα φαινόμενο που αιφνιδίασε όλο τον πλανήτη και, επομένως, οι πολίτες δεν διέβλεπαν πολιτική ευθύνη στη διαχείρισή της κατά την πρώτη αυτή περίοδο. Τρίτον, το γεγονός ότι κατά το ίδιο διάστημα η αντιπολίτευση και στη χώρα μας «έβαλε πλάτη», κατά το κοινώς λεγόμενο, συμβάλλοντας εποικοδομητικά στην κοινή προσπάθεια ανάσχεσης της πανδημίας.
Αυτή τη συνθήκη εξέλαβε εσφαλμένα η κυβέρνηση ως «λευκή επιταγή». Στο πεδίο της πανδημίας, οι πανηγυρισμοί και ο αυτοθαυμασμός πέρυσι το καλοκαίρι περίσσεψαν, με αποτέλεσμα ως άλλος τζίτζικας του αισώπειου μύθου, η κυβέρνηση να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, όταν το δεύτερο και το τρίτο πλέον κύμα της πανδημίας εμφανίστηκαν με σφοδρότητα. Αλλά και στο σύνολο της πολιτικής της, η κυβέρνηση επέλεξε εν μέσω πανδημίας να προωθήσει μια τουλάχιστον αμφιλεγόμενη ατζέντα – από τον πτωχευτικό νόμο και το νέο αυταρχικότερο θεσμικό πλαίσιο για τις διαδηλώσεις, μέχρι τις αλλαγές στο χώρο της εκπαίδευσης ή τις πρόσφατες εξαγγελίες για το εργασιακό νομοσχέδιο.
Το τίμημα της αλαζονείας και του αυταρχισμού της προηγούμενης περιόδου «πληρώνει» όχι μόνο η κυβέρνηση δημοσκοπικά, αλλά πρώτα απ’ όλα η ίδια η κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι το κυβερνών κόμμα ετοιμάζεται να κάνει το ίδιο ακριβώς λάθος και τώρα, από την ανάποδη πλευρά. Αφού υπερτίμησε τη δημοσκοπική πλημμυρίδα της προηγούμενης περιόδου, τείνει να υποτιμήσει την άμπωτη που διαφαίνεται τώρα.
Πρώτα, διάβασε τις κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, αλλά και το κλίμα καταγγελίας ή/και θυμηδίας σε βάρος της στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα των social media, ως «υποκινούμενα» από την αντιπολίτευση ή εκπορευόμενα από «μπουτς» (bots προφανώς) του διαδικτύου. Έτσι, υποβάθμισε υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια και τα οριζόντια σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστικά της. Δεν άκουσε ακόμα και τους δικούς της ψηφοφόρους, είτε επαγγελματίες σε απόγνωση, είτε ανήσυχους γονείς, είτε αποκαμωμένους υγειονομικούς και ούτω καθεξής.
Έπειτα, απέδωσε τη δημοσκοπική της φθορά σε μία «κόπωση» γενικώς των πολιτών από το μακροχρόνιο lockdown. Αυτό που δεν είδε είναι ότι η κόπωση, υπαρκτή ασφαλώς, δεν είναι μόνο ψυχολογική. Σχετίζεται με πολύ συγκεκριμένα και απτά προβλήματα που πλέον έχει συσσωρεύσει η κοινωνία, στο πεδίο της οικονομίας, της υγείας, της εκπαίδευσης, της καθημερινότητας και αλλού. Έτσι, η απάντηση που επιχείρησε η κυβέρνηση με το άρον-άρον άνοιγμα της αγοράς, των σχολείων ή με τα «στραβά μάτια» που εμφανώς πια κάνει στην μη τήρηση των μέτρων, δεν πρόκειται να αντιστρέψει το κλίμα. Οι βαλβίδες ψυχολογικής «εκτόνωσης», οσοδήποτε χρήσιμες, δεν αρκούν, χωρίς απάντηση στα ουσιαστικά προβλήματα. Την ίδια στιγμή, η χάραξη υγειονομικής πολιτικής με μόνο γνώμονα τις δημοσκοπήσεις (και μάλιστα τη λάθος ανάγνωσή τους), θέτει σε κίνδυνο την πορεία της ίδιας της πανδημίας, που δείχνει να προχωρά ακάθεκτη.
Φαίνεται λοιπόν πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πανδημία ως παρένθεση, που σύντομα θα κλείσει αίσια και για την ίδια και για την κοινωνία. Μια τέτοια ανάγνωση πολύ λίγη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Τόσο στο μακροεπίπεδο, όπου η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης που πυροδοτεί ή έστω επιταχύνει μετασχηματισμούς στην οικονομία, στην παραγωγή, στην εργασία, αλλά και στους τρόπους κοινωνικοποίησης, επικοινωνίας και ούτω καθεξής. Όσο και στην άμεση ελληνική πραγματικότητα, όπου η θεραπεία των πληγών που άνοιξαν οι ανεπάρκειες στη διαχείριση της πανδημίας, θα χρειαστεί χρόνο και, κυρίως, μια πολύ διαφορετική πολιτική από αυτή που ακολουθείται τώρα. Πρόκειται για κάτι που, έστω διαισθητικά, με βάση την καθημερινότητά τους, αντιλαμβάνονται όλο και περισσότεροι πολίτες.
Ένα ακόμη λάθος, με συνέπειες και άμεσες και μακροπρόθεσμες είναι η σύγκρουση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση με τη νεολαία. Και σε επικοινωνιακό επίπεδο και στις δημόσιες πολιτικές που υλοποιεί, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δημοσκοπήσεις της περιόδου αναβιώνει η εκλογική σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τις νεότερες ηλικίες που είχε καταγραφεί και στο παρελθόν, ούτε φυσικά το γεγονός ότι οι νέοι πρωτοστατούν στη φυσική και ψηφιακή κοινωνική διαμαρτυρία. Πρόκειται για ένα έλλειμμα που, ακόμα και αν δεν στοιχίζει εκ πρώτης όψεως ακριβά σήμερα, θα υπονομεύει την εκλογική απήχηση του συντηρητικού κόμματος μεσο- και μακροπρόθεσμα.
Τελευταίο λάθος που φαίνεται να κάνει η κυβέρνηση είναι ότι αντιλαμβάνεται το χρόνο των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων ως γραμμικό. Εκτιμά, λόγου χάρη, ότι αφού μέσα σε ένα αρνητικό από κάθε άποψη τρίμηνο έχασε «μόνο» 3 μονάδες στην πρόθεση ψήφου ή αφού τις απώλειές τις δεν τις καρπώνεται σε πρώτο χρόνο η αντιπολίτευση, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μόνο που ξεχνά ότι πολύ συχνά – και ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που ζούμε τώρα – ο πολιτικός χρόνος λειτουργεί με πυκνώσεις. Η πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων έχει συχνά χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας, αφού όλοι μας συσσωρεύουμε εμπειρίες, συναισθήματα και πολιτικές αξιολογήσεις και κρίσεις, πολύ πριν αποφασίσουμε να διαρρήξουμε τους δεσμούς μας με το κόμμα της προηγούμενης προτίμησής μας, πριν κάνουμε επιλογές στο εκλογικό πεδίο.
Έτσι, παραγνωρίζεται η δυσαρέσκεια που συσσωρεύεται και καταγράφεται με εκκωφαντικό τρόπο στα «ποιοτικά» ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Λόγου χάρη, στο δείκτη της ικανοποίησης από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση αντίστοιχα, το προβάδισμα υπέρ της κυβέρνησης ήταν σχεδόν 23 ποσοστιαίες μονάδες τον περασμένο Μάιο και πλέον έχει πέσει κάτω από τις 6. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άνευ ετέρου η τάση αυτή θα αποτυπωθεί αυτούσια τις επόμενες εβδομάδες στην πρόθεση ψήφου, είναι δεδομένο ότι η εικόνα έχει πλήρως μεταβληθεί.
Σε προηγούμενη φάση γράφαμε ότι η επιφανειακή ακινησία, που επιβάλει το λοκντάουν και η πανδημία, δεν σημαίνει ότι υπογείως δεν υπάρχουν σημαντικές κοινωνικές διεργασίες. Πλέον, οι διεργασίες αυτές ήρθαν στο προσκήνιο. Και μάλιστα, απέκτησαν μεγαλύτερη ένταση, ταχύτητα και βάθος. Έτσι, είναι πολύ πιθανό να έχουν πιο δομικά και μόνιμα χαρακτηριστικά, πέρα από την άμεση συγκυρία. Μια κυβέρνηση – και μια αντιπολίτευση, αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου άρθρου – που θέλει να είναι χρήσιμη για τη χώρα και επιτυχημένη στις εκλογικές της στοχεύσεις, πρέπει αυτό να μπορεί να το διαβάσει σωστά. Με ψυχραιμία και με ειλικρίνεια.
Σημ. : Όλα τα ποσοτικά στοιχεία που αναφέρονται στην ανάλυση προέρχονται από τις Εκλογικές Τάσεις #7 του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Περισσότερα εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/eklogikes-taseis-7-aprilios-2021/
Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός, Πολιτική Επιστήμονας, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
πηγή: ieidiseis