Μόλις 100 ημέρες μετά το Brexit, που συμπληρώθηκαν στις 10 Απριλίου, η νέα σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με την ΕΕ μοιάζει περισσότερο με αντιπαλότητα παρά με αγαστή συνεργασία.
Οι μέρες που ακολούθησαν μετά την επίσημη αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ κάθε άλλο παρά αρμονικές ήταν. Με κάθε ευκαιρία η βρετανική κυβέρνηση γιορτάζει έκτοτε την έξοδο από την ΕΕ και υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα της απομάκρυνσης από τις Βρυξέλλες.
Ψυχρολουσία μετά την εμπορική συμφωνία
Μετά την επίσημη αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση, μόλις λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, Λονδίνο και Βρυξέλλες κατέληξαν σε συμφωνία για την μελλοντική εμπορική σχέση των δύο πλευρών στην μετά-Brexit εποχή. Η ανακούφιση για την αποφυγή του χάους ήταν μεγάλη, ωστόσο λίγες μέρες αργότερα ήρθε η πρώτη ψυχρολουσία: τελωνειακοί έλεγχοι, αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες, συμπλήρωση εντύπων, φόροι επί των εισαγωγών, ένας πραγματικός πόλεμος νεύρων για εμπόρους και καταναλωτές. Η συμφωνία στην πράξη κάθε άλλο παρά εξάλειψε τα εμπόδια στον τομέα του εμπορίου. Σύμφωνα με τη Βρετανική Στατιστική Υπηρεσία τον Ιανουάριο καταγράφηκε μάλιστα πτώση στις βρετανικές εξαγωγές άνω του 40%. Επίσης οι εισαγωγές από την ΕΕ μειώθηκαν κατά 28,8%.
Οι ειδικοί πάντως δεν εκπλήσσονται. «Η εμπορική συμφωνία είναι προφανώς πιο ισχνή σε σχέση με την πλήρη συμμετοχή μιας χώρας στην ΕΕ ή με άλλα φιλόδοξα μοντέλα συμμετοχής στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση» αναφέρει ανάλυση του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής των Βρυξελλών. Σύμφωνα με προβλέψεις τα επόμενα δέκα χρόνια οι εξαγωγές της Μ. Βρετανίας αναμένεται να μειωθούν κατά 36% ως απόρροια της εξόδου από την ΕΕ.
Πόσο πραγματικός είναι o εμβολιαστικός θρίαμβος;
Πέρα όμως από τα οικονομικά και εμπορικά μειονεκτήματα της αποχώρησης από την ΕΕ, η κυβέρνηση Μπόρις Τζόνσον το 2021 είχε να επιδείξει έναν άλλον, κατά την ίδια, θρίαμβο, αυτή τη φορά στο πεδίο της διαχείρισης της πανδημίας και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο των εμβολιασμών. Μετά από τα τραγικά δεδομένα του 2020 σχετικά με τον κορωνοϊό, τα καλά νέα για τα 31 εκατομμύρια εμβολιασθέντων με την πρώτη δόση του εμβολίου και τους χαμηλούς αριθμούς νέων κρουσμάτων ήρθαν για να αναπτερώσουν το ηθικό των Βρετανών. Από την άλλη πλευρά στην ΕΕ οι εμβολιασμοί κινούνταν αργά, οι δόσεις ήταν λίγες και η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε αδυναμίες και λάθη του ευρωπαϊκού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά όμως ο βρετανικός «θρίαμβος» δεν θα ήταν νοητός χωρίς ευρωπαϊκά εμβόλια. Από την 1η Δεκεμβρίου 2020 πάνω από 21 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων έφτασαν στη Μεγάλη Βρετανία από την ΕΕ, αλλά σχεδόν τίποτα αντίστροφα. Για τον λόγο αυτό η ΕΕ αυστηροποίησε τις εξαγωγές εμβολίων. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε η βρετανική-σουηδική φαρμακευτική ΑstraZeneca. Για το πρώτο εξάμηνο του 2021 είχαν συμφωνηθεί αρχικά να παραδοθούν στην ΕΕ 300 εκατομ. δόσεις, ωστόσο αυτές περικόπηκαν στα 100 εκατομμύρια.Την ίδια ώρα η εταιρεία συνέχιζε κανονικά τη διανομή εμβολίων στη Μ. Βρετανία, προκαλώντας την άμεση αντίδραση των Βρυξελλών, που ζήτησαν την απρόσκοπτη τήρηση των συμφωνηθέντων.
To «αγκάθι» της Βόρειας Ιρλανδίας
Η νέα κρίση όμως αναφορικά με τα εμβόλια έφερε και πάλι στο προσκήνιο και ένα παλιό, καυτό ζήτημα: Το κεφάλαιο της Βόρειας Ιρλανδίας και των συνόρων με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, κράτους-μέλους της ΕΕ. Στις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για το καθεστώς των συνόρων μετά τη συμφωνία αποχώρησης από την ΕΕ στο επίκεντρο βρισκόταν η απρόσκοπτη διατήρηση των συνόρων ως είχαν, προκειμένου να αποφευχθούν εντάσεις και να διασφαλισθεί η ειρήνη στην περιοχή. Η Μεγάλη Βρετανία προσπάθησε ωστόσο να εργαλειοποιήσει το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, υποστηρίζοντας ότι η Βόρεια Ιρλανδία de facto αποχώρησε επίσης από την ενιαία αγορά. Τελευταία οι νέες εντάσεις που ξέσπασαν στη Βόρεια Ιρλανδία έφεραν στη μνήμη εικόνες από το αιματηρό παρελθόν.