Την πρόταση για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την άρση του πολύμηνου lockdown θα παρουσιάσει ο Αλέξης Τσίπρας το απόγευμα της Τρίτης μέσω τηλεδιάσκεψης, πλαισιωμένος από τους τομεάρχες Οικονομικών Έφη Αχτσιόγλου και Ανάπτυξης Αλέξη Χαρίτση.
Δεδομένου ότι η πρόταση αποτελεί “προϊόν” δεκάδων συζητήσεων που γίνονται εδώ και μήνες με εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων και επιστήμονες, στην παρουσίαση θα μετέχουν κεντρικά πρόσωπα αυτής της προσπάθειας. Όπως, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών Κωνσταντίνος Μίχαλος, ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς και η Λούκα Κατσέλη, η οποία είχε συντάξει το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Επίσης, από πλευράς επιστημόνων, θα μετέχουν ο καθηγητής, κάτοχος της έδρας Διεθνούς Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Αιμίλιος Αυγουλέας (σ.σ. ήταν στενός συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου) και ο Καθηγητής Εμπορικού Δικαίου του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Αυγιτίδης.
Η πρόταση για το οικονομικό restarting εντάσσεται στο πλαίσιο των κεντρικών παρεμβάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία (σ.σ. η αρχή είχε γίνει προ μηνός με την παρουσίαση του “νέου ΕΣΥ”). Κατά τις πληροφορίες, θα ακολουθήσει η πρόταση για τον Τουρισμό, ενώ οι επόμενες κινήσεις θα αφορούν τα πεδία “εργασία” και “κράτος”, καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Κούρεμα “κορονοχρέους”
Η πρόταση της Τρίτης, για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το lockdown θα χωρίζεται, ουσιαστικά, σε τρία μέρη:
- Το πρώτο θα αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης του “πανδημικού χρέους”, ύψους 7 δισ. ευρώ, που έχουν συσσωρεύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο. Κεντρικό στοιχείο θα είναι το κούρεμα μέρους της βασικής οφειλής (κατά 40-60%) και πολλές δόσεις (έως 120) με μικρό ή και μηδενικό επιτόκιο για το υπόλοιπο ποσό. Το μέγεθος των διευκολύνσεων δεν θα είναι οριζόντιο, αλλά θα τεθούν κριτήρια: για τα νοικοκυριά η πτώση του εισοδήματός τους και για τις επιχειρήσεις η μείωση του τζίρου.
- Το δεύτερο θα περιλαμβάνει τα μέτρα ρευστότητας για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, ώστε να καταφέρουν να επαναλειτουργήσουν και να μην λειτουργήσει η επανεκκίνηση αποκλειστικά για τις μεγάλες αλυσίδες. Διαφορετικά, οι ίδιοι οι φορείς έχουν υπολογίσει ότι θα μπει λουκέτο “μέχρι και στο 40%” αυτών των επιχειρήσεων. Το επιπλέον στοιχείο της πρότασης θα είναι η παρουσίαση πολλών, διαφορετικών, εργαλείων παροχής ρευστότητας (7-8 κατά την επεξεργασία που έχει γίνει) και θα προέρχονται από πηγές. Όπως από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, από τις τράπεζες με χαμηλότοκα δάνεια, από την μείωση του ΦΠΑ στον χαμηλότερο συντελεστή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (κυρίως για την εστίαση). Η εξειδίκευση της πρότασης θα περιλαμβάνει και την υποχρέωση του κράτους να αναλάβει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών των μικρών-μεσαίων επιχειρήσεων, επίσης για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
- Το τρίτο μέρος θα αφορά το μόνιμο πλαίσιο για το ιδιωτικό χρέος με επαναφορά της προστασίας της πρώτης κατοικίας. Το εν λόγω πλαίσιο τίθεται προς αντικατάσταση του πτωχευτικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση, ο οποίος προβάλλεται ως “ταφόπλακα για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις” καθώς προβλέπει ακόμα και πτώχευση φυσικών προσώπων, ενώ απελευθερώνει τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.
Η επισήμανση που γίνεται από τα αρμόδια στελέχη είναι πως όλα τα σημεία της πρότασης είναι σύμφωνα με των Κώδικα τραπεζών και δεν αποτελούν μονομερείς ενέργειες. Όσο για την αναγκαιότητα της κεντρικής πρότασης για το restarting, θα γίνει επίκληση των επίσημων στοιχείων που δείχνουν τη δεινή θέση νοικοκυριών και επιχειρήσεων μετά το πολύμηνο lockdown. Αρμόδια στελέχη επικαλούνται την Eurostat, σύμφωνα με την οποία το 2020 οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν την τρίτη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος στην Ευρώπη.
Επίσης, το σύνολο των επιχειρήσεων και των δραστηριοτήτων της οικονομίας υπέστησαν, την ίδια χρονιά, απώλεια 41,6 δισ. Οι μεσαίες επιχειρήσεις είναι αντιμέτωπες με την απειλή λουκέτου καθώς το 23% των επιχειρήσεων αυτών δηλώνουν σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, ως πολύ ή αρκετά πιθανόν να κλείσουν. Το ποσοστό εκτινάσσεται στους κλάδους με ιδιαίτερη συμμετοχή στην απασχόληση, όπως η εστίαση όπου το ποσοστό ανέρχεται στο 41.7% και το εμπόριο με ποσοστό 34%.