Μετά το 1832, που η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε την ελληνική ανεξαρτησία, η αντιπαλότητα δεν ήταν συνεχής ούτε δεδομένη
Οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι από τις κλασικές «αντίπαλες δυάδες», με πολύχρονη ιστορία αντιπαράθεσης και εχθρότητας, όπως οι περιπτώσεις Γάλλων – Γερμανών (1803-1945), Πολωνών – Ρώσων, Ισραηλινών – Αράβων, Ινδών – Πακιστανών ή Κινέζων – Ιαπώνων. Η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα είναι από τις παλιότερες, ακόμη και αν η έναρξή της τοποθετηθεί το 1912 αντί του 1821. Μάλιστα οι δύο λαοί με διαφορά 100 χρόνων απέκτησαν την ελευθερία τους και κρατική υπόσταση ως έθνη – κράτη πολεμώντας τον Άλλο. Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς άλλο τέτοιο ιστορικό παράδειγμα, η μόνη άλλη τέτοια περίπτωση ίσως είναι οι Ρώσοι και οι Πολωνοί. Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει και την ένταση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας και τη μη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ακόμη και σε περιόδους ύφεσης, όπως το 1999-2011.
Ωστόσο τα 200 χρόνια ελληνοοθωμανικών και μετά ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν ήταν πάντοτε τρικυμιώδη. Υπήρχαν πολλές περίοδοι ομαλών, ακόμη και αγαστών σχέσεων, όπως το 1930-1940, το 1999-2011, αλλά και από το 1832 μέχρι το 1912, όταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν δύο με τρία εκατομμύρια Έλληνες που ευημερούσαν. Σχεδόν οι μισοί πρέσβεις ήταν Οθωμανοί Έλληνες και στον ύστερο 19ο αιώνα, επί Σουλτάνου Αμντουλχαμίντ, οι Έλληνες τραπεζίτες και άλλοι επιχειρηματίες είχαν οικονομικά το πάνω χέρι σε σχέση με τους Οθωμανούς Τούρκους. Το γεγονός αυτό, που ήταν και συνέπεια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839-1877), είχε οδηγήσει σε μεγάλη μετανάστευση Ελλήνων όλων των κοινωνικών τάξεων στη Μικρά Ασία και στην Κωνσταντινούπολη («πίσω στη σκλαβιά και φυλακή»!), με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός της οθωμανικής επικράτειας να διπλασιαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ευημερία των Ελλήνων είχε οδηγήσει αρκετούς στην Ελλάδα, στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα και μέχρι το 1912, στην ιδέα της δημιουργίας ενός κοινού ελληνοοθωμανικού κράτους (Συγγρός, Καρολίδης, Ίων Δραγούμης, Σουλιώτης – Νικολαΐδης, ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν γίνει πρωθυπουργός), ιδέα με την οποία φλέρταραν προς στιγμή και ορισμένοι επιφανείς Οθωμανοί, όπως ο πρίγκηπας Σαμπαχαντίν, ο ηγέτης των φιλελεύθερων Νεότουρκων, που είχε στενές σχέσεις με Οθωμανούς Έλληνες Νεότουρκους.
Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ μεσουρανούσε ο αλυτρωτισμός της Μεγάλης Ιδέας, που στην πιο ρεαλιστική του εκδοχή θα «απελευθέρωνε» οθωμανικές περιοχές στα νότια Βαλκάνια και την Κρήτη (σύνθημα «απελευθέρωση ή θάνατος») και στην πιο μεγαλεπήβολη και ακραία εκδοχή του θα δημιουργούσε μια «Ελληνική Αυτοκρατορία» στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σύνθημα «αυτοκρατορία ή θάνατος»). Παρά λοιπόν την αντιπαλότητα που πήγαζε από τον ελληνικό αλυτρωτισμό – επεκτατισμό και την παρουσίαση των Τούρκων ως «βάρβαρων», από το 1878 μέχρι τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, οι δύο λαοί και τα δύο κράτη τους δεν ήταν αδυσώπητοι εχθροί. Είχαν άλλους εχθρούς, για τους Οθωμανούς ήταν κυρίως η Ρωσική Αυτοκρατορία, για τους Έλληνες της Ελλάδας ήταν οι Βούλγαροι και ο «μπαμπούλας» του Πανσλαβισμού εκ Ρωσίας. Και ενώ η Ελλάδα έστελνε στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, την Ήπειρο και τη Μακεδονία εκπαιδευτικούς και διπλωμάτες για να εμφυσήσουν το ελληνικό εθνικό φρόνημα, τη Μεγάλη Ιδέα και τη μελλοντική ένωση με τη «μητέρα Ελλάδα», οι οθωμανικές αρχές δεν έκαναν τίποτε για να σταματήσουν τη διάδοση αυτών των ιδεών που θα οδηγούσαν σε ακρωτηριασμό, συρρίκνωση ή ακόμη και διάλυση του οθωμανικού κράτους.
Κοντολογίς, πριν από ακριβώς 200 χρόνια ξεκίνησε η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα, με την Ελληνική Επανάσταση, και πάντως όχι πριν 1.000 χρόνια, με τη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, όπως το παρουσιάζει μια από τις πιο γνωστές ελληνικές -αλλά και τουρκικές- εθνικές αφηγήσεις. Ας σημειωθεί ότι, στις εκατέρωθεν εθνικές αφηγήσεις και διάμεσου της εθνικής κοινωνικοποίησης στα σχολεία, οι δύο λαοί γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τις σφαγές και τις άλλες βαρβαρότητες και παρασπονδίες κάθε μια της άλλης πλευράς, από το 1821 μέχρι το 1829, αλλά γνωρίζουν ελάχιστα τις δικές τους ή τις μειώνουν και τις δικαιολογούν. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει και για τις τρεις επόμενες βίαιες συγκρούσεις τους, το 1912, κυρίως το 1919-1922 και σε σχέση με το Κυπριακό (το 1964, το 1947 και το 1974).
Ένα άλλο βασικό σημείο στο οποίο διαφωνούν ριζικά οι Έλληνες και οι Τούρκοι και είναι αναπόσπαστο σημείο του εθνικού τους αφηγήματος είναι το τι ίσχυε μεταξύ τους, μεταξύ κυρίαρχων Οθωμανών και Ρωμιών, από το 1453 μέχρι το 1821. Ίσχυε το «σκλαβιά και φυλακή», το «κρυφό σχολείο» κ.λπ. ή η πολιτισμική ανεκτικότητα στο πλαίσιο των μιλλέτ (θρησκευτικών κοινοτήτων) με εκτεταμένη αυτονομία, αλλά ακόμη και συμμετοχή των μορφωμένων Ορθόδοξων Ρωμιών σε υψηλές θέσεις στο οθωμανικό κράτος; Εδώ η τουρκική εθνική αφήγηση είναι πιο ακριβής. Οι Ρωμιοί, ειδικά από το 1700 μέχρι το 1821, είχαν εντυπωσιακή κοινωνική άνοδο, τόσο μορφωτική όσο και οικονομική, ώστε στην πράξη, λόγω πανίσχυρου Πατριαρχείου, Φαναριωτών, μεγάλων δραγουμάνων (σχεδόν υπουργών Εξωτερικών), δραγουμάνων του στόλου και πριγκήπων στη Βλαχία και Μολδαβία, ήταν σχεδόν συνέταιροι στο οθωμανικό κράτος, για την ακρίβεια ο ντε φάκτο «κατώτερος εταίρος» (junior partner) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.i
Μετά το 1832, που η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε την ελληνική ανεξαρτησία, η αντιπαλότητα δεν ήταν συνεχής ούτε δεδομένη. Ο πρώτος Οθωμανός πρέσβης στην Αθήνα, ο Κωστάκης Μουσούρος Πασάς, ήταν Ρωμιός. Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά όχι με τον ατυχή Πόλεμο του 1897, αλλά με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στους οποίους οι Οθωμανοί απώλεσαν σχεδόν όλο το ευρωπαϊκό τους τμήμα, στο οποίο βρίσκονταν από τα μέσα του 14ου αιώνα, με χιλιάδες πρόσφυγες να έρχονται στη Κωνσταντινούπολη (και εκεί να βλέπουν τους Ρωμιούς να ευημερούν). Το 1912-1914 είναι που αρχίζει και ο «διωγμός» των Ρωμιών (η έκφραση ήταν του Πατριαρχείου) και ο λεγόμενος «οικονομικός εθνικισμός» των Τούρκων σε βάρος των Ρωμιών, όταν στα ηνία της αυτοκρατορίας βρέθηκαν οι εθνικιστές Νεότουρκοι υπό την τριανδρία των παντουρκιστών τριών πασάδων, του Ενβέρ, του Ταλάτ και του Τζεμάλ.
Στη σύγχρονη εποχή, η περίοδος των καλύτερων σχέσεων μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους φιλικών σχέσεων και προσέγγισης, το 1930-1940 και το 1945-1954 (με τον Βενιζέλο να προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης, τον Κεμάλ Ατατούρκ να δηλώνει ότι η ελληνοτουρκική φιλία είναι «αιώνια» και να κυκλοφορούν ακόμη και ιδέες για συνομοσπονδία). Το κλειδί και στις δύο περιόδους ήταν ο εκατέρωθεν σεβασμός του μεταξύ τους εδαφικού στάτους κβο και ο φόβος ενώπιον κοινών αντιπάλων, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας στον Μεσοπόλεμο και της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ στη πρώιμη μεταπολεμική εποχή. Το Κυπριακό υπήρξε η ταφόπλακα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και όσο δεν επιλύεται είναι δύσκολη -αν και όχι αδύνατη- η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο, στα μειονοτικά θέματα και αλλού.
Επίσης υπήρχαν και δύο περίοδοι ύφεσης με προσπάθεια προσέγγισης, το 1959-1963, το 1988 (Νταβός) και κυρίως το 1999-2011. Οι χειρότερες περίοδοι από το 1954 μέχρι σήμερα ήταν (α) το 1955-1958, (β) το 1974 – αρχές 1999 (κυρίως επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Κώστα Σημίτη έγιναν προσπάθειες εκτόνωσης της κατάστασης) και (γ) πιο πρόσφατα, από το 2016 μέχρι σήμερα. Το πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία ήταν αποφασιστική στιγμή.
Εκτός από το μέγα θέμα που λέγεται Κυπριακό, όπου όμως από το 1975 και μετά την κύρια ευθύνη για την επίλυση και την άρση της διχοτόμησης την έχει η ελληνοκυπριακή πλευρά, το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου, τα άλλα ζητήματα που χρήζουν επίλυσης είναι κατά κύριο λόγο οι διαφορές στο Αιγαίο, στις οποίες τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι διαφορές στο ανατολικό Αιγαίο. Επίσης υπάρχουν ορισμένες εκκρεμότητες στα μειονοτικά θέματα (Μουσουλμάνοι / Τούρκοι Θράκης) και σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η διένεξη του Αιγαίου ξεκίνησε στις αρχές του 1974 και έχουν γίνει τρεις προσπάθειες επίλυσής τους με ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Οι συνομιλίες αυτές είχαν αγγίζει την ουσία των διαφορών και το πώς μπορεί να επιλυθούν με λύσεις αποδεκτές, λογικές και αμοιβαία συμφέρουσες: το 1975-1981, το 2002-2003 και το 2010-2011. Γιατί δεν έχει βρεθεί λύση ενώ η επίλυση είναι προφανής και δεν θα οδηγούσε σε υπέρμετρες θυσίες; Μια αιτία είναι το συνεχιζόμενο άλυτο Κυπριακό, που δηλητηριάζει τις σχέσεις τους και δεν επιτρέπει την αποσύνδεση (decoupling) των ελληνοτουρκικών από αυτό. Μια δεύτερη είναι ο φόβος του εσωτερικού πολιτικού κόστους. Μια τρίτη αιτία είναι ότι και οι δύο πλευρές και ειδικά, θα έλεγα, η ελληνική πλευρά (και κυρίως η κοινή γνώμη) έχει περιορισμένη και στρεβλή αντίληψη για τη διένεξη του Αιγαίου και εξωπραγματικές προσδοκίες, στη λογική ότι οι ελληνικές θέσεις είναι αδιάσειστες και οι τουρκικές τρωτές.ii
Από πλευράς ουσίας, η κύρια αιτία για τη μη επίλυση των διαφορών του Αιγαίου είναι η καχυποψία για τις πραγματικές προθέσεις της άλλης πλευράς: νεο-Οθωμανισμός και διχοτόμηση του Αιγαίου από τη μια· Αιγαίο «ελληνική λίμνη» και αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας από την άλλη. Αντίστοιχες είναι, τηρουμένων των αναλογιών, και οι εκατέρωθεν αντιλήψεις σε σχέση με την ανατολική Μεσόγειο. Όμως πρόκειται για την κορυφή μόνο του παγόβουνου. Η καρδιά της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας και ο λόγος που η ελπιδοφόρα ύφεση (1999-2011) δεν έφερε χειροπιαστά αποτελέσματα, παρά το τότε καλό κλίμα και τις συνεχείς διαβουλεύσεις, είναι η αμοιβαία δαιμονοποίηση και τα εκατέρωθεν εθνικά αφηγήματα και για τους Έλληνες και για τους Τούρκους. Ο Καβάφης με τον στίχο του «τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;» είχε εκφράσει με ειρωνεία, αλλά και ακρίβεια, αυτή την ψυχολογική διάθεση που έχει περάσει στις συλλογικές νοοτροπίες.
i L.S. Stavrianos, “The Balkans since 1453” (Λονδίνο: Hurst, 2000) [1958], 292.
ii Βλέπε Αλέξης Ηρακλείδης, “Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων” (Αθήνα: Θεμέλιο, 2020).
* Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πρώτη δημοσίευση: Αυγή