Οι ξένοι περιηγητές έκαναν πολλά για την προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό τόσο στα χρόνια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία όσο και κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου, όταν οι ελληνικοί τόποι αποτελούσαν για τους ανθρώπους της Εσπερίας κάτι σαν εξωτικό και λαμπερό φρούτο, το οποίο και έσπευδαν να καταναλώσουν από τη μια πλευρά με μεγάλη ευχαρίστηση και από την άλλη με άφθονη περιέργεια.
Ο Αντουάν Λωράν Καστελλάν (Antoine-Laurent Castellan, 1772-1838), που ήταν γάλλος ζωγράφος και χαράκτης και ταξίδεψε στην Τουρκία, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στην Ελλάδα, λάτρεψε το ελληνικό τοπίο, αλλά δεν του άρεσαν οι εξιδανικεύσεις. Ήρθε στην Ελλάδα με τον τρόπο που ήρθαν και οι άλλοι ξένοι περιηγητές, για να θαυμάσει τα αρχαία ερείπια (η Ελλάδα και η Ιταλία διεκδικούσαν το μερίδιο του λέοντος στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα ως προς τη δόξα της αρχαιότητας), αλλά επέμενε πως εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν να παρουσιάσει τους Έλληνες χωρίς υπερβολικά και εξωτικά χρώματα πλην μόνο με τον ρεαλισμό ο οποίος άξιζε τόσο στον φυλετικό χαρακτήρα όσο και στο φυσικό περιβάλλον τους.
Ο Καστελλάν έφτασε στην Ελλάδα το 1797 ως μέλος μιας γαλλικής αποστολής εκτέλεσης λιμενικών έργων η οποία επέστρεφε στη Γαλλία από την Κωνσταντινούπολη. Είμαστε 25 σχεδόν χρόνια προτού ξεσπάσει η Επανάσταση και ο Γάλλος μοιάζει από την πρώτη στιγμή σαν ένα είδος φιλέλληνα πριν από τους φιλέλληνες. Όπως τονίζει ο Καστελλάν στο βιβλίο του «Μελίκα», που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα, σκοπός του είναι να μιλήσει για τις συνήθειες, τις φορεσιές και τη ζωή των Ελλήνων χωρίς δικές του επινοήσεις, δίχως το φανταστικό στοιχείο το οποίο κατά κανόνα καθοδηγούσε τους ξένους περιηγητές στην προεπαναστατική Ελλάδα (στα γαλλικά το κείμενο, το οποίο μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά και οφείλει χάριτες στην εύχυμη και ολοζώντανη γλώσσα της Ιφιγένειας Μπουτουροπούλου, είδε το φως της δημοσιότητας το 1820).
Και να αμέσως ο ρεαλισμός του Καστελλάν: αντί να φιλοτεχνήσει παράξενες ανθρώπινες μορφές, οι οποίες να σκανδαλίζουν με την εξωφρενική ή εν πάση περιπτώσει με την ανοίκεια όψη τους τον ξένο αναγνώστη (ο Καστελλάν έφτιαξε και πολλά χαρακτικά ελληνικών τοπίων), προτιμά να κάνει λόγο για τους γρανίτες, τους σχιστόλιθους και τα μάρμαρα της Ελλάδας, αλλά και να αναστήσει με υποβλητικό και συνάμα ενθουσιαστικό τρόπο την ελληνική φύση.
Ο Καστελλάν έχει και πρώιμα εθνογραφικά ενδιαφέροντα γιατί ενσωματώνει στο βιβλίο του ένα πειρατικό παραμύθι, αντλημένο από την προφορική αφήγηση ενός τοπικού βάρδου, τον οποίο ο γάλλος καλλιτέχνης άκουσε με συνοδεία μαντολίνου στην τοποθεσία μιας αρχαίας λακωνικής πόλης κοντά στη Μονεμβασιά. «Μια μοραΐτικη ιστορία» χαρακτηρίζει το βιβλίο του ο Καστελλάν κι εδώ υπάρχουν τα πάντα. Μεταφέροντας τον προφορικό λόγο στη διήγησή του με τον βάρδο να λειτουργεί σαν μάρτυρας και πληροφορητής του, ο Καστελλάν ξετυλίγει σε μια χορταστική περιπέτεια πολεμικών συγκρούσεων, προδοσίας, συγκλονιστικών ματαιώσεων και τελικού θριάμβου τον ρομαντικό έρωτα ενός βενετσιάνου πειρατή και μιας ντόπιας με σλαβική καταγωγή.
Η εθνογραφία σε όλο το πρόωρο μεγαλείο της: καταγραφή προφορικής αφήγησης από έναν Γάλλο και συνύπαρξη σλαβικών στοιχείων, που επιβίωναν τότε στη Μονεμβασιά, με τους Έλληνες και τους Βενετούς σε μιαν επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για να μη μιλήσουμε για τους στίχους των αναγεννησιακών ιταλών ποιητών Τορκουάτο Τάσσο και Λουντοβίκο Αριόστο, καθώς και του ιρανού ποιητή Χαφιέ, τους οποίους σπεύδουν να ανταλλάξουν στην παραφορά τους οι δυο ερωτευμένοι. Ένα «δυτικό ρομάντζο, που είναι ταυτοχρόνως ειδύλλιο και ιστορικό αφήγημα», όπως προσφυώς παρατηρεί στην εισαγωγή της η Ιφ. Μπουτουροπούλου. Και να σκεφτεί κανείς πως βρισκόμαστε ακόμη μόνο στη δύση του 18ου αιώνα και σε μιαν Ελλάδα η οποία μόλις αρχίζει να συνειδητοποιεί τις εθνικές της φιλοδοξίες.