Διαδικτυακή εκδήλωση με τίτλο «Εναλλακτικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας Covid-19. Τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;» διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ την Παρασκευή 23 Απριλίου.
Η εκδήλωση επιχείρησε, με αφετηρία τις ευρύτερες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνιστώσες της πανδημίας, αλλά και μέσω της κριτικής αποτίμησης των στρατηγικών αντιμετώπισής της σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο με βάση τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, να φωτίσει εναλλακτικές πτυχές διαχείρισης της στη χώρα μας.
Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Καθηγητής Ογκολογίας & Γενετικής του Harvard Medical School και Μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ Όθων Ηλιόπουλος.
Ομιλητές ήταν ο Μανόλης Κογεβίνας, MD, PhD, Καθηγητής, ISGlobal (Κέντρο Παγκόσμιας Υγείας, Βαρκελώνη), η Αγορίτσα Μπάκα, Principal Expert, Emergency Preparedness and Support, Ευρωπαϊκό Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της πρώην Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, ο Κώστας Ντάνης, Ιατρός – Επιδημιολόγος του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας Γαλλίας και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Nοσηλευτής – Eπιδημιολόγος, PhD, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Στην εισαγωγή του ο Όθων Ηλιόπουλος σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «τα εμβόλια έχουν δείξει ήδη στους τόπους εφαρμογής τους, όπως το Ισραήλ, ότι ο εμβολιασμός πληθυσμού πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσοστό κάμπτει την επιδημία και περιμένουμε να μας επαναφέρει στην ομαλότητα». Θέτοντας το πλαίσιο της συζήτησης τόνισε ότι «μεγάλο ερώτημα είναι τι θα μας μείνει όταν εξέλθουμε από την πανδημία· και εξερχόμαστε, όπως είπε, σε σχέση με τις θεσμικές πολιτικές και κοινωνικές ρυθμίσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί μία ενδεχόμενη πανδημία ή επιδημία» στο μέλλον.
«Κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες καθοριστικοί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο»
Αναλύοντας τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνιστώσες της πανδημίας, ο Μανόλης Κογεβίνας είπε ότι «δεν μπορούμε να πούμε ότι θα μπορούσαμε να προβλέψουμε τον Covid-19, αλλά φυσικά θα μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι θα είχαμε κάποια επιδημία, ωστόσο το πότε θα εμφανιζόταν και ποιο στέλεχος θα την προκαλούσε δεν θα ήταν δυνατόν να το ξέρουμε».
«Χωρίς καμία αμφιβολία υπάρχουν σοβαρές κοινωνικές ανισότητες σε κάθε χώρα. Ωστόσο σε μία παγκόσμια προοπτική, οι πιο σημαντικές ανισότητες είναι μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών και αυτές διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ικανότητα αντιμετώπισης της πανδημίας. Είναι ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα και ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας» υπογράμμισε. Η αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 (και των επομένων κρίσεων) είναι σύνθετη, σύμφωνα με τον κ. Κογεβίνα, ο οποίος πρόσθεσε ότι στην τωρινή φάση κρίσης οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στα εμβόλια και τα άλλα μέτρα περιορισμού νέων κρουσμάτων. «Οι περισσότερες νέες λοιμώδεις ασθένειες είναι ζωονόσοι, 40% από άγρια ζώα, και σχετίζονται με αλλαγές στη βιοποικιλότητα, στο κλίμα, στη χρήση του εδάφους, στην καταστροφή φυσικών χώρων» συμπλήρωσε. «Οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι καθοριστικοί για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Το να αντιμετωπίσουμε τον Covid-19 τώρα, πρέπει να μας βοηθήσει για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις επόμενες παγκόσμιες κρίσεις» κατέληξε.
«Τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν έλαβαν κοινές αποφάσεις για τη δημόσια υγεία»
Σε ό,τι αφορά τα επιδημιολογικά δεδομένα και την πολυπλοκότητα της απόκρισης στην πανδημία σε επίπεδο δημόσιας υγείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Αγορίτσα Μπάκα έκανε μία παρουσίαση της λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. Απαντώντας σε κριτική που δέχεται το ECDC για την ανταπόκρισή του στην πανδημία, παρέθεσε τους περιορισμούς του Κέντρου επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για συμβουλευτικό όργανο, με αρμοδιότητες την εκτίμηση κινδύνου και την επιστημονική συμβουλή. «Μία ευρωπαϊκή υπηρεσία αντιμετωπίζει τους περιορισμούς που του δίνουν τα κράτη-μέλη» ανέφερε, εξηγώντας ότι το μόνο εκτελεστικό όργανο στην ΕΕ είναι η Επιτροπή Ασφάλειας για την Υγεία, που αποτελείται από υψηλόβαθμα στελέχη των Υπουργείων Υγείας των κρατών-μελών, όμως, όπως υπογράμμισε, δυστυχώς και σε αυτήν την κρίση φάνηκε ότι τα κράτη-μέλη στο κομμάτι της υγείας και της δημόσιας υγείας δεν έλαβαν μία απόφαση για όλους, αφού «η επιλογή του μοντέλου για τη διαχείριση είναι τοπική, εθνική αλλά όχι ενιαία ευρωπαϊκή».
«Κάποιες περιοχές δέχθηκαν πάρα πολλές εισαγωγές του ιού» ανέφερε για το ξέσπασμα της πανδημίας, οι οποίες στην αρχή τουλάχιστον δεν έγιναν αντιληπτές, «τα νοσοκομεία έπαιξαν το ρόλο του μεγάλου πολλαπλασιαστή της επιδημίας εκείνη την εποχή και μετά, πλέον ο πιο αδύναμος κρίκος, όπως ζούμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ήταν η διαθεσιμότητα των κρεβατιών ΜΕΘ». Τέλος, έδωσε έμφαση στη σημασία της σταθερότητας των μηνυμάτων και στην εμπιστοσύνη που έχουν χτίσει με την κοινωνία τους οι αρχές της εκάστοτε χώρας.
«Δεν ενισχύθηκε το σύστημα δημόσιας υγείας στην Ελλάδα – Αναγκαίο ένα σχέδιο μεγάλης εμβέλειας για την αναδιοργάνωσή της»
Ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, ο οποίος είναι μέλος της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων για τον Covid-19, μιλώντας για την εξέλιξη και την αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα, έδωσε έμφαση στα μεγάλα θεσμικά προβλήματα που ήρθαν στο προσκήνιο, που, όπως τόνισε, «δημιούργησαν εμπόδια στην αντιμετώπιση της πανδημίας», αναδεικνύοντας την έλλειψη ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας υγείας της χώρας. Ως προς τα περιοριστικά μέτρα επισήμανε ότι για πολύ καιρό δεν επιχειρήθηκε να βρεθεί μείγμα μέτρων που θα μπορούσαν να συνδυάσουν τόσο τη λειτουργία, σε ένα βαθμό, της κοινωνίας όσο και τη συγκράτηση της μεγάλης διασποράς του ιού. Κρίσιμα προβλήματα στα οποία αναφέρθηκε:
α) Επιδημιολογική επιτήρηση. Δεν υπάρχει δημόσια διαθεσιμότητα δεδομένων, έτσι δεν υποστηρίζεται/τεκμηριώνεται η λογική των μέτρων που λαμβάνονται και δεν ευνοείται η εμπλοκή τοπικών φορέων και πολιτών στον καθορισμό και την εφαρμογή τους. Επίσης, υπάρχουν σοβαρές ανεπάρκειες (π.χ. απουσία δομημένων πληροφοριών από ιχνηλάτηση και συρροές κρουσμάτων), ενώ έχει εξασθενίσει ο ρόλος του κεντρικού Οργανισμού δημόσιας υγείας της χώρας στον σχεδιασμό στρατηγικών και έχουν συρρικνωθεί τα επιστημονικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του.
β) Περιφερειακές και τοπικές υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Δεν τους έχει αποδοθεί ρόλος, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεντρικά και χάνεται η δυνατότητα οι υπηρεσίες αυτές να αποτελέσουν πυρήνα περιφερειακού (και τοπικού) οργάνου για το συντονισμό της διαχείρισης της πανδημίας.
γ) Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Όχι μόνο δεν ενισχύθηκε αλλά συρρικνώθηκε, ενώ 80-85% των ασθενών με Covid-19 δεν χρειάζονται νοσοκομείο αλλά χρειάζονται πρωτοβάθμια ιατρική παρακολούθηση.
δ) Ευρύτερες συνεννοήσεις και συναινέσεις. Παρότι αποτελούν θεμελιώδη αρχή της δημόσιας υγείας και υπήρχαν σοβαρές δυνατότητες μετά την πρώτη φάση της πανδημίας, αυτές υπονομεύθηκαν από διάφορες πλευρές (με εμβληματική τη νομοθέτηση αύξησης του μέγιστου αριθμού μαθητών στις σχολικές αίθουσες εν μέσω πανδημίας).
ε) Γνωμοδοτικές επιτροπές και ιδιαίτερα Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Τόνισε ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ευρεία αναγνώριση της ανάγκης λήψης αποφάσεων βάσει επιστημονικών δεδομένων, αλλά «στη χώρα μας δεν υπάρχει εμπειρία εμπεδωμένων κανόνων λειτουργίας τους». Έκανε λόγο για συχνή σύγχυση του ρόλου της Επιτροπής, ενώ είναι σαφές ότι «η Επιτροπή γνωμοδοτεί και η Κυβέρνηση αποφασίζει», και ανέφερε ότι ορισμένες φορές η Επιτροπή έχει χρησιμοποιηθεί για προκάλυμμα ευθυνών (με καταχρηστική επίκλησή της) ή για μετάθεση ευθυνών».
Συμπερασματικά, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι χρόνια θεσμικά προβλήματα της δημόσιας υγείας αναδείχθηκαν σε εμπόδιο στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά δεν επιλέχθηκε η αντιμετώπισή τους με τον στοχευμένο τρόπο που θα ήταν εφικτό. Υπογράμμισε την ανάγκη για ένα σχέδιο μεγάλης εμβέλειας για την αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα και την εγκατάσταση μηχανισμών για την εμπέδωση της πρακτικής και της «κουλτούρας» ευρύτερων συνεννοήσεων σε θέματα δημόσιας υγείας.
«Οργανωμένο δημόσιο σύστημα υγείας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο στην Γαλλία – Καθυστερήσεις, αποφάσεις με πολιτικά κριτήρια αντί επιδημιολογικών»
Ο Κώστας Ντάνης, αναφερόμενος στις προκλήσεις ως προς τη διαχείριση της πανδημίας στη Γαλλία τόνισε ότι αν και η χώρα δεν αποτελεί το πλέον επιτυχημένο παράδειγμα, έχει ένα οργανωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με εκπαιδευμένες ομάδες. Έκανε μία αναδρομή στην αντιμετώπιση της πανδημίας στη Γαλλία, καταγράφοντας αρκετά κοινά προβλήματα με την ελληνική περίπτωση.
Αν και η Γαλλία είναι μία χώρα με πολλές υποδομές στη δημόσια υγεία υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις σε όλες τις φάσεις, ακόμη και στους εμβολιασμούς, σύμφωνα με τον κ. Ντάνη, ο οποίος ανέφερε ότι ο εθνικός οργανισμός δημόσιας υγείας δεν είχε καθοριστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων – παρείχε κυρίως στοιχεία· οι όποιες αποφάσεις πάρθηκαν μερικές φορές με πολιτικά κριτήρια και όχι πάντα με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα. «Το σύστημα της έγκαιρης ανίχνευσης κρουσμάτων και επαφών τουλάχιστον στα αρχικά στάδια δε λειτούργησε», σημείωσε, ενώ, πρόσθεσε ότι «ταυτόχρονα καθυστέρησε η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας».
Τέσσερις άξονες για την ενίσχυση της δημόσιας υγεία στην Ελλάδα
Οι παράγοντες και οι στρατηγικές επιτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ήταν το αντικείμενο της εισήγησης του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ο οποίος υπογράμμισε ότι «από τη βιβλιογραφία φαίνεται ότι δεν υπάρχει μία “μαγική στρατηγική” αλλά η πολυπλοκότητα μιας επιδημίας μπορεί να αντιμετωπιστεί πολυπαραγοντικά». Παρέθεσε ενδεικτικές στρατηγικές επιτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας καθώς και εγγενείς παράγοντες που μπορούν να λειτουργήσουν ευνοϊκά:
Γεωγραφία, κλίμα, μέγεθος χώρας και πυκνότητα πληθυσμού.
Ταχύτητα λήψης μέτρων, αλλά κυρίως στην πρώτη φάση. Τα παρατεταμένα αυστηρά μέτρα, ως μόνη στρατηγική, δεν αποδίδουν μακροπρόθεσμα και αν αυτά δεν συνοδεύονται από υποστηρικτικά μέτρα ή στρατηγική σταδιακής άρσης τους, επέρχεται δικαιολογημένη κόπωση του πληθυσμού και ελλιπής συμμόρφωση.
Οικονομικοί πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες, όπως η εμπιστοσύνη των πολιτών στις αρχές και οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Βαθμός ετοιμότητας, όπως η προηγούμενη εμπειρία από διαχείριση σχετικών κρίσεων, έτοιμα σχέδια απόκρισης, επάρκεια μέσων και προσωπικού αλλά και επιδημιολογική επιτήρηση.
Εμβολιασμοί και πιο συγκεκριμένα η επάρκεια εμβολίων, η οργάνωση και ταχύτητα εμβολιασμού και η δίκαιη κατανομή σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Για την επόμενη ημέρα στον τομέα της υγείας στην Ελλάδα έθεσε τέσσερις βασικούς άξονες:
1) Έμφαση στην προετοιμασία, με έτοιμα σχέδια απόκρισης, ασκήσεις και εκπαιδευμένο προσωπικό στην αντιμετώπιση επιδημιών.
2) Επένδυση στη Δημόσια Υγεία, στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, στο δημόσιο σύστημα υγείας, με αποκεντρωμένες δομές, εκπαιδευμένους λειτουργούς δημόσιας υγείας και μόνιμες προσλήψεις στο ΕΣΥ.
3) Ενίσχυση επιδημιολογικής επιτήρησης, με περιφερειακή οργάνωση και εκπαίδευση προσωπικού, αναλυτικότερα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα.
4) Υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, μέριμνα για δίκαιη κατανομή (σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού Ρομά, πρόσφυγες, άστεγοι) αλλά και ενημέρωση με στόχο τη μείωση του ποσοστού άρνησης εμβολιασμού.