Ξημέρωνε Πρωτομαγιά του 1976 και στο σπίτι της οικογένειας Παναγούλη, στη Γλυφάδα χτυπάει δαιμονισμένα το τηλέφωνο.
Η Αθηνά Παναγούλη σηκώνει το ακουστικό και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται μία ανδρική φωνή να της λέει ότι ο γιος της Αλέκος είχε τροχαίο με το αυτοκίνητό του. Αμέσως σπεύδει στο νοσοκομείο, όπου και έρχεται αντιμέτωπη με τη θλιβερή πραγματικότητα. Ο Αλέκος Παναγούλης, ο μεγαλύτερος αγωνιστής της Δημοκρατίας, ήταν νεκρός.
Με το πρώτο φως της ημέρας η τραγική είδηση του θανάτου του εξαπλώνεται με ταχύτητα φωτός πάνω από την αθηναϊκό ουρανό.
Μια καθαρίστρια μουρμουρά: «Παναγιά μου, τι έχει να γίνει αύριο που φάγανε το παιδί». Ξημερώνει. Στο μεταξύ από άκρη σε άκρη η Αθήνα βοά με συνθήματα όπως «Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται, νικά», «Ζει, ζει ο Παναγούλης ζει».
Στο μεταξύ λίγες ώρες μετά φτάνει στην Ελλάδα από την Ιταλία ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, η Οριάνα Φαλάτσι. «Τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ» είναι οι πρώτες της λέξεις, όταν έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Αμέσως μετά κατευθύνεται στο νεκροτομείο, όπου και θα παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος. Όταν αντικρίζει το άψυχο σώμα του καταρρέει. Στην πραγματικότητα, δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον χαμό του…
Ο Αλέκος Παναγούλης, ο άνθρωπος που λίγο έλειψε να γίνει τυραννοκτόνος καθώς είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Αύγουστο του 1968 τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης μέσα στο Fiat Mirrafiorri, δώρο της Οριάννα Φαλάτσι. Ο θάνατος του ακόμα και τώρα που έχουν περάσει 44 χρόνια παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.
Από τη μία αυτοί που υποστηρίζουν ότι ήταν ένα απλό τροχαίο δυστύχημα και από την άλλη εκείνοι που θεωρούν ότι επρόκειτο για μία προμελετημένη δολοφονία. Μάλιστα στηρίζουν αυτή τη θεωρία στο γεγονός ότι ο Αλέκος Παναγούλης είχε στα χέρια του μέρος του αρχείου του ΕΑΤ – ΕΣΑ, ενώ και η Φαλάτσι είχε πει ότι ο Παναγούλης, επρόκειτο να προβεί σε σοβαρές αποκαλύψεις για τις σχέσεις κορυφαίων πολιτικών με τη χούντα. Την επόμενη του θανάτου οι εφημερίδες κυκλοφορούν με πρωτοσέλιδα χτυπήματα που δείχνουν την πιθανή δολοφονία του.
Ενδεικτικά είναι τα όσα είχε πει τότε ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς (σ.σ είχε αναλάβει την έρευνα του θανάτου του). «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».
Το επόμενο διάστημα η Χωροφυλακή θα αναζητήσει τα τρία άγνωστα αυτοκίνητα τα οποία εικάζεται ότι έβγαλαν από την πορεία του του Fiat που οδηγούσε ο Παναγούλης. Οι φήμες όμως και οι θεωρίες δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ ενώ καταγγελίες της οικογένειάς του έμειναν αναπάντητες.
Η κηδεία του
Τέσσερις μετά οι δρόμοι της πρωτεύουσας παραλύουν και εν είδει συλλαλητηρίου ο Αλέκος Παναγούλης κηδεύεται. Το βασικό σύνθημα που επικρατεί είναι «Ζει, Ζει ο Παναγούλης ζει», και παρίσταται σύσσωμη η πολιτική ηγεσία.
Η φράση «ΖΗ» γράφεται σε πολλούς δρόμους της Αθήνας. Αυτό που προκάλεσε τρομερή εντύπωση είναι ότι στην κηδεία του δεν παρέστησαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν έστειλαν εκπρόσωπό τους.
Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του Παναγούλη, ο Μιχάλης Στέφας, ένας 31χρονος βιοτέχνης εμφανίζεται στη Χωροφυλακή και δηλώνει ότι ο Παναγούλης έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του μετά από πρόσκρουση στο πίσω δεξιό φτερό του δικού του αυτοκινήτου, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή του δυστυχήματος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, εγκατέλειψε αβοήθητο τον Παναγούλη, επειδή το αυτοκίνητό του έφερε ξένη πινακίδα που δεν ίσχυε στην Ελλάδα και φοβόταν ότι θα έμπλεκε. Μάλιστα εμφανίστηκε και ως μέλος του Ρήγα Φεραίου. Οι Ρηγάδες με ανακοίνωσή τους ξεκαθαρίζουν ότι δεν τον γνωρίζουν.
Ένα χρόνο αργότερα, πραγματοποιείται η δίκη. Κατά τη διάρκειά της η Αθήνα Παναγούλη δηλώνει: «Υποτιμώ τη νοημοσύνη ολόκληρης της υφηλίου, αν καταθέσω σε αυτή τη δίκη ότι ο γιος μου υπήρξε θύμα τροχαίου. Ήταν δολοφονία. Διέπραξαν ένα καθ’ όλα τέλειο έγκλημα».
Ένας αυτόπτης μάρτυρας επέμενε για την εμπλοκή στο συμβάν τριών αυτοκινήτων. Το δικαστήριο επέβαλε ποινή 3,5 χρόνων στον Στέφα. Μετά από έφεσή του, η ποινή μειώθηκε σε 11 μήνες φυλάκισης, που εξαγοράσθηκε προς 150 δραχμές την ημέρα και σε πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η οικογένεια Παναγούλη μίλησε για παρωδία και αποχώρησε από το δικαστήριο.
Ποιος ήταν ο Αλέκος Παναγούλης
Γεννήθηκε στη Γλυφάδα. Δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού του Στρατού Ξηράς. Από μικρός ήταν ελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, και από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και συγκεκριμένα στην Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.) του Γεωργίου Παπανδρέου.
Παράλληλα, εντάχθηκε στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος – Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.) και στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974 ανέλαβε την προεδρία της.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 τον βρήκε να υπηρετεί στο 85ο Σύνταγμα Πεζικού, στη Βέροια. Βαθιά δημοκράτης, αποφάσισε να λιποτακτήσει. Οργάνωσε την «Εθνική Αντίσταση» και στη συνέχεια αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης.
Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, με σκοπό να του ζητήσει να συνδράμειστην αντίσταση. Επανήλθε στην Ελλάδα και μαζί με στενούς του συνεργάτες σχεδίασε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968 κοντά στη Βάρκιζα.
Η αποτυχημένη απόπειρα
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι Αττικής. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου.
Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινούνταν κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.
Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή.
Έπειτα από συστηματική έρευνα, ο Παναγούλης εντοπίστηκε ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Μάλιστα παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του.
Μία λεπτομέρεια: Τα εκρηκτικά έφτασαν στην Ελλάδα μέσα στους διπλωματικούς σάκους του υπουργείου Εξωτερικών.
Στο κολαστήριο της ΕΣΑ
Αμέσως οδηγήθηκε στο άντρο των βασανιστηρίων του ΕΑΤ – ΕΣΑ. Την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφτασε επειγόντως από τη Δράμα, όπου βρισκόταν, ο διοικητής της ΕΣΑ Δημήτριος Ιωαννίδης.
Κατά τη Μεταπολίτευση, ο Παναγούλης είχε μιλήσει για τον Ιωαννίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Η περιγραφή του, ακόμα και σήμερα αντηχεί συγκλονιστική.
«Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: “Μίλα. μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο”.
Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά. Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα κι από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: “Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του”. Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: «Θα σε τουφεκίσω».
Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1968 και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 20 Οκτωβρίου. Σε αυτό γινόταν λόγος για τις λεπτομέρειες της απόπειρας που οργάνωσε ο Παναγούλης μαζί με τον Ζαμπέλη και τον Λεκανίδη, αλλά και για το ρόλο του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη, για τον οποίον το πόρισμα έγραφε μεταξύ άλλων:
«Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι’ επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον “Ακρίτας”, είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως “Ελληνική Αντίσταση”… Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον…».
Ύστερα από τη δημοσιοποίηση του πορίσματος του Θεοφιλογιαννάκου, ο Γεωρκάτζης υπέβαλε την παραίτηση του, αλλά τον κάλυψε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Η χούντα έστειλε τελεσίγραφο στον Κύπριο πρόεδρο, απειλώντας τον με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Κύπρου.
Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου ο Γεωρκάτζης έφυγε στο Λονδίνο και την 1η Νοεμβρίου έστειλε από εκεί νέα επιστολή παραίτησης, την οποία ο Μακάριος αυτή τη φορά αποδέχτηκε. Στις 4 Νοεμβρίου άρχισε η δίκη του Παναγούλη και των άλλων συλληφθέντων μελών της οργάνωσής του.
Ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκεται διαρκώς εν μέσω δύο ασφαλιτών. Η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου, και σύμφωνα με αυτή θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπαμα. Ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και συνεργάτης του Λευτέρης Βερυβάκης, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Έξι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα υπουργός Στάθης Γιώτας, καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 10 ετών.
Η ίδια απόφαση που πάρθηκε για τον Στάθη Γιώτα αφορούσε και τον Ι. Κλωνιζάκη, Ν. Λεκανίδη, Ν. Ζαμπέλη, Γ. Ελευθεριάδη, Γ. Αβραάμ. Οι Αρ. Κλωνιζάκης, Ι. Βαλασέλης και Α. Πρίντεζης καταδικάστηκαν σε ποινές 1-4 ετών με αναστολή, ενώ οι Μ. Παπούλιας, Α. Σιγάλας και Δ. Τιμογιαννάκης αθωώθηκαν.
«Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμίας ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού» δήλωσε για την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου ο Γάλλος Ντενί Λανγκλουά, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος παρακολούθησε τη δίκη ως παρατηρητής.
Η εκτέλεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί το αργότερο μέσα σε τρία 24ωρα. Ωστόσο όλα θα άλλαζαν εάν ζητούσε να του απονεμηθεί χάρη. Όμως ο Παναγούλης αρνήθηκε κατηγορηματικά. Στη συνέχεια ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή και ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις για να αποτραπεί η εκτέλεση του. Η χούντα υπέκυψε και έτσι σιωπηρά η ποινή παρέμεινε ανεκτέλεστη. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν στις φυλακές Μπογιατίου, χωρίς να θεωρείται πια μελλοθάνατος.
Η πρώτη απόδραση
Mήνες αργότερα, ο Παναγούλης γνωρίστηκε με τον νεοφερμένο στρατιώτη Γιώργο Μωράκη. Τον έπεισε να τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Το βράδυ της 5ης προς 6ης Ιουνίου του 1969, ο Μωράκης άνοιξε το κελί του Παναγούλη και του έδωσε μια στολή εξόδου. Προχώρησαν μαζί και πήδηξαν τη μάντρα. Πήραν το λεωφορείο και κατευθύνθηκαν στην Αθήνα.
«Κρίμα που μας πιάσανε τέσσερις ημέρες αργότερα. Εμένα με συλλάβανε στο σπίτι: ενός προδότη, του Τάκη Πατίτσα. Αυτός ο Πατίτσας είχε επαφές με την Ελληνική Αντίσταση από το 1967. Δούλευε σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και μας είχε εφοδιάσει με μερικά κλεμμένα διαβατήρια», είχε πει περιγράφοντας την απόδρασή του.
Όταν συνελήφθη έπειτα από την απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου, δεν αποκάλυψε τίποτα για τον Πατίτσα. Έτσι έφτασε, στο σπίτι του γεμάτος εμπιστοσύνη για εκείνον. Όμως ο Πατίτσας λίγο αργότερα θα παρέδιδε τα κλειδιά του σπιτιού του στη χωροφυλακή, η οποία ακολούθως έκανε έφοδο στο σπίτι.
Ελεύθερο πνεύμα όπως ήταν επιστρέφει στο Μπογιάτι, όπου αναλαμβάνει νέος διευθυντής ο Νικόλαος Ζαχαράκης. Ξεκινά απεργία πείνας. Ο νέος διευθυντής δεν θέλει να χρεωθεί τον θάνατό του. Έτσι δέχεται το αίτημά του και τοποθετεί μία τουαλέτα με καζανάκι στο κελί του. Ο Παναγούλης ονειρεύεται ξανά την απόδραση. Τι έκανε;
Ξύνει με ένα κουτάλι τον διαβρωμένο τοίχο και εξαφανίζει το χώμα στην τουαλέτα, τραβώντας το καζανάκι. Στις 18 Νοεμβρίου του 1969, καταφέρνει να ανοίξει τον τοίχο και να βγει. Ο Ζαχαράκης όμως τον περιμένει απ’ έξω. Τον χλευάζει. Τον οδηγούν πίσω στο κελί και τον σπάνε στο ξύλο.
Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο
Η απόπειρα δολοφονίας μέσα στη φυλακή
Στις 9 Απριλίου του 1970, σημειώθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Συγκεκριμένα το αχυρένιο του στρώμα έπιασε φωτιά. Πνίγηκε από τους καπνούς. Στην αρχή δεν τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Ωστόσο όταν έπεσε σε κώμα, οι γιατροί ζήτησαν την κατεπείγουσα μεταφορά του. Στο αίμα του βρέθηκε 92% διοξείδιο του άνθρακα. Κατάφερε να επιβιώσει μόνο από θαύμα.
Η δεύτερη απόδραση, η νέα σύλληψη και η συγγραφή των ποιημάτων
Ο Παναγούλης δραπέτευσε από τη φυλακή και στις 5 Ιουνίου συνελήφθη ξανά. Προσωρινά οδηγήθηκε στο στρατόπεδο στου Γουδή και ένα μήνα μετά πήρε το δρόμο για τις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περίμενε η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για αυτόν και ήταν σαν αντίγραφο τάφου.
Όσο έμεινε εκεί επιχείρησε να δραπετεύσει, χωρίς επιτυχία. Η μόνη του διέξοδος ήταν η συγγραφή ποιημάτων. Συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν του κατέσχεσαν κάθε γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Η αμνηστία και η αυτοεξορία στην Ιταλία
Τον Αύγουστο του 1973 –μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης– πέρασε το κατώφλι της φυλακής με βάση τη γενική αμνηστία που απένειμε η χούντα στους πολιτικούς κρατούμενους. Στη συνέχεια ακολούθησε το δρόμο της αυτοεξορίας. Αυτή τη φορά βρέθηκε στη Φλωρεντία όπου και επαναδραστηριοποιήθηκε στην αντίσταση κατά των Απριλιανών.
Η συγκλονιστική περιγραφή των βασανιστηρίων
Όταν έγινε η δίκη των βασανιστών της χούντας, το 1975 ο Παναγούλης ήταν ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας. Στάθηκε ενώπιον των βασανιστών του και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια όσα είχε ζήσει στο ΕΑΤ – ΕΣΑ και τις φυλακές.
«Αυτός που μου κρατάει το κεφάλι αρχίζει να το χτυπάει στον τοίχο. Χτυπάνε σαν μανιακοί. Είναι μανιακοί. Με βρίζουν με τις χειρότερες λέξεις. Με τη γλώσσα στεγνωμένη, προσπαθώ να πετάξω καμιά βρισιά να εξαγριώσω τον Θεοφιλογιαννάκο. Αρπάζει το κλομπ από τον Μπάμπαλη και αρχίζει να με χτυπάει παντού, μέχρις ότου το σώμα μου δεν αντιδράει στα χτυπήματα. Το αίμα δεν κυκλοφορεί πια. Τα σίδερα του κρεβατιού έχουν μπει στο σώμα και ο πόνος φαίνεται σαν βελονιές. Αισθάνομαι να παραλύω. Πότε θα τελειώσει; Ένα χέρι μου φράζει το στόμα. Μου κλείνουν τη μύτη και το στόμα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Είναι το πιο οδυνηρό μαρτύριο. Χτυπήστε με όσο θέλετε, αλλά μην με πνίγετε, σκέφτομαι και συγκεντρώνω κάθε υπόλοιπο δύναμης. Πάλι το χέρι που μου φράζει το στόμα. Πνίγομαι. Πνίγομαι… Μια κραυγή. Ένα χέρι που είναι κοντά μου το δαγκώνω. Είναι ο Θεοφιλογιαννάκος. Μετά ένας λήθαργος», είχε πει μεταξύ άλλων.
Στα πέντε χρόνια της φυλάκισης του τα φριχτότερα βασανιστήρια ήταν τα ακόλουθα: μαστίγωμα με καλώδια και συρματόσχοινα, φάλαγγα, καψίματα με τσιγάρο σε όλο του το κορμί, σεξουαλικά βασανιστήρια με πέρασμα στην ουρήθρα του μιας λεπτής βελόνας από ευάγωγο μέταλλο το οποίο θέρμαιναν, απόφραξη αναπνευστικών οδών, ξυλοδαρμούς, στέρηση ύπνου, βίαιη χορήγηση τροφής μετά από απεργία πείνας, ενώ ήταν μόνιμα χειροδέσμιος.
Ο έρωτάς του με την Οριάνα Φαλάτσι
Πολλοί λένε ότι αρκεί μόνο μία στιγμή για να ερωτευτείς τον άλλον με την πρώτη ματιά. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση του Αλέκου Παναγούλη και της Οριάνα Φαλάτσι. Ήταν Σεπτέμβριος του 1973 και η Ιταλίδα δημοσιογράφος έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για μία συνέντευξη με τον άνθρωπο που δεν λύγισε.
Όπερ και εγένετο. Είχε επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και αφού έχει δημοσιεύσει συνεντεύξεις με τον Νόμαν Μέιλερ, τη δούκισσα της Αλμπα, τον Φεντερίκο Φελίνι και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, αναζήτησε τον Παναγούλη για τον οποίο είχε ακούσει τόσα. Όμως δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου.
Απευθύνθηκε στον Θανάση Πετρίδη, στο Νίκο Σηφουνάκη, στον Μίκη Νικολακάκη και στον Νίκο Ζαρμπέλη, που ήταν συγκρατούμενος του Παναγούλη και είχε αποδράσει από τις φυλακές της Αίγινας, για να τη φέρουν σε επαφή μαζί του είχε πει στο «Βήμα» άνθρωπος που τους συναναστράφηκε εκείνη την εποχή. Τελικά κατάφερε το σκοπό της και έφτασε στην Αθήνα.
Η περίφημη φράση «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο», ήταν αυτή που άναψε το φυτίλι του έρωτα ανάμεσά τους.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη – σταθμό
«Ολες εκείνες οι απεργίες πείνας, λόγου χάρη, εξασθένησαν τον οργανισμό μου. Θα μου πεις για ποιον λόγο επέβαλες τον εαυτό σου και στις απεργίες πείνας; Γιατί στη διάρκεια των ανακρίσεων, η απεργία πείνας είναι ένα μέσο για να αντισταθείς. Τους αποδείχνεις δηλαδή ότι δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τ’ απαρνιέσαι όλα.
Θα εξηγηθώ καλύτερα. Αν δεν δέχεσαι να φας και τους κάνεις επίθεση, αυτοί εκνευρίζονται και ο εκνευρισμός τους εμποδίζει να εφαρμόσουν συστηματικό τρόπο ανάκρισης (…) Θέλω να πω ότι με την απεργία πείνας το σώμα εξασθενίζει και αυτό δεν επιτρέπει την συνέχιση της ανάκρισης, γιατί είναι ανώφελο να ανακρίνεις και να βασανίζεις κάποιον που χάνει τις αισθήσεις του. Αυτές τις συνθήκες μπορείς να τις πετύχεις ύστερα από τρεις ή τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό. Ιδιαίτερα αν χάνεις και αίμα από τις πληγές που σου προκαλούν τα βασανιστήρια. Ετσι αναγκάζονται να σε μεταφέρουν στο νοσοκομείο και…
Μα και οι αναμνήσεις μου από το νοσοκομείο είναι οδυνηρές. Προσπαθούσανε να με θρέψουνε με έναν πλαστικό σωλήνα, από τη μύτη. Υπέφερα πολύ, έστω κι αν ένιωθα πως με όλα αυτά κέρδιζα χρόνο. Κι έπειτα..
-Κι έπειτα;
-Επειτα από το νοσοκομείο με μεταφέρανε και πάλι στην αίθουσα των βασανιστηρίων και ξανάρχιζαν να με βασανίζουν. Τότε κι εγώ έκανα και πάλι απεργία πείνας, τους προκαλούσα και πάλι, κρατούσα και πάλι στάση περιφρονητική , επιθετική. Ετσι το σύστημά τους αποτύχαινε ξανά. Κι αναγκάζονταν να με ξαναπηγαίνουν στο νοσοκομείο και να προσπαθούν να με ταϊζουνε με σωλήνα από τη μύτη. Ω, και η συμπεριφορά μερικών γιατρών ήταν αηδιαστική. Στο νοσοκομείο οι βασανιστές συνεχίζανε την ανάκριση. Αλλά με τρόπο λιγότερο συγκροτημένο, γιατί εκεί δεν είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις μεθόδους τους. Επρεπε λοιπόν να συνεχίζω αυτές τις απεργίες πείνας με κάθε θυσία. Ηταν ένα όπλο κυριολεκτικά απαραίτητο.
– Ναι για την περίοδο των ανακρίσεων το καταλαβαίνω… Μα αργότερα, Αλέκο, στη φυλακή;
-Και στη φυλακή δεν υπήρχε αποτελεσματικότερος τρόπος για να εκφράσω την αηδία μου, την περιφρόνησή μου και για να τους δώσω να καταλάβουν ότι δεν είχαν τη δύναμη να με κάνουν να λυγίσω. Εστω κι αν ήμουν πια φυλακισμένος. Και με τις απεργίες πείνας είχα το συναίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος και πίστευα ότι κάτι προσφερα και εγω στην ελληνική υπόθεση.
(…) Πολλές από τις απεργίες πείνας που έκανα στη φυλακή τις προκαλούσε η συμπεριφορά τους απέναντί μου. Μου στερούσαν ακόμα και μια εφημερίδα, ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο. Και για να μου δώσουν ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο κατέφευγα στην άρνηση τροφής. Για μέρες ατελείωτες. Εκανα μια απεργία πείνας που κράτησε σαράντα τέσσερις μέρες, μια σαράντα, μια τριάντα επτά, δύο τριάντα δύο, μια τριαντα, πέντε ανάμεσα στις εικοσιπέντε και στις τριάντα μέρες…
Εκανα τόσες πολλές. Κι όμως δεν σταμάτησαν ποτέ τους ξυλοδαρμούς. Ποτέ. Εφαγα τόσο ξύλο σε εκείνο το κελί. Τα πλευρά που μου σπάσανε δέρνοντάς με με σιδερένιους λοστούς, μόλις τώρα αρχίζουν να συνέρχονται.
-Πότε σε χτύπησαν τελευταία φορά;
– Αν μιλάς για συστηματικό ξυλοδαρμό, στις 25 Οκτωβρίου 1972, την 35η μέρα μιας απεργίας πείνας».
Η Μεταπολίτευση και το τέλος…
Στις 17 Νοεμβρίου 1974 ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκλέχθηκε βουλευτής της Β΄ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ., σήμερα Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου). Τότε ήταν που επεδίωξε την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας και εξαπέλυσε σωρεία καταγγελιών.
Λίγο μετά την εκλογή του ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος του καθώς είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με τη χούντα, με συνέπεια να αρνηθεί να συνυπάρξει με τον «προδότη» στο ίδιο κόμμα και ακολούθως παραιτήθηκε.
Παρέμεινε όμως στη Βουλή των Ελλήνων ως ανεξάρτητος βουλευτής. Επέμεινε στις καταγγελίες του και ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, όπως διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι κ.λπ.
Εν τέλει, την Πρωτομαγιά του 1976 πέρασε στην αιωνιότητα… Ήταν μόλις 36 ετών. Μπορεί να πέρασαν 44 χρόνια από τον χαμό του, ωστόσο θα θυμόμαστε για πάντα τον «έναν άνδρα», τον ήρωα, τον βαθιά Δημοκράτη, τον άνθρωπο που δεν λύγισε και δεν υπέκυψε από τα φρικτά βασανιστήρια, το σύμβολο της αντίστασης κατά της χούντας…
Πηγή: Ethnos