Η ελληνική κοινωνία μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεο-ελληνικού κράτους χρειαζόταν μια ταυτότητα. Τη βρήκε μέσα από την πνευματική και ιστορική σύνδεση του παρόντος με την αρχαία ελληνική ιστορία και με τη θεωρία της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού, μέσω του Βυζαντίου (Ζαμπέλιος – Παπαρρηγόπουλος) και -αναπόφευκτα- της Ορθοδοξίας. Έτσι μπόρεσε να δημιουργήσει τον πρώτο συνεκτικό νεοελληνικό μύθο, τη Μεγάλη Ιδέα. Η Μεγάλη Ιδέα νοηματοδότησε την ύπαρξη του νέου κράτους, είχε σημαντικές επιτυχίες ως προς την επέκτασή του, παρά το φοβερό στραπάτσο του 1897, και ιδιαίτερα μετά απ’ αυτό, αλλά κατέρρευσε οριστικά στα 1922.
Αλλά, γιατί ήταν μύθος; Διότι βασίστηκε σε μια λανθασμένη αξιωματική παραδοχή, ότι τάχα ολόκληρη η ελληνική ιστορία υπήρξε “ηρωική” και ότι η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν παρά η “ηρωική” συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Ο Γιάννης Γεράσης παρατηρεί ότι το πρόβλημα δεν ήταν τόσο στη “συνέχεια” όσο στο “ηρωική” που τη συνόδευε και την καθόριζε. Έτσι χάθηκε οποιαδήποτε δυνατότητα για μια νέα ερμηνεία και ένα καινούριο νόημα. Ακύρωσε όλα τα επαναστατικά (τα νέα) στοιχεία που διέθετε η απελευθερωμένη Ελλάδα και κάθε δυνατότητα για την καλλιέργεια μιας ταυτότητας με βάση ό,τι αντιπροσώπευε η Επανάσταση. Ως αποτέλεσμα υπήρξε μια βασική διάσταση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι της ελληνικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, εδραιώθηκε ο εθνικός διχασμός, καθώς κυριάρχησε πολιτικά και ιδεολογικά η βυζαντινή οπτική των πραγμάτων, η οποία καμία ή ελάχιστη σχέση είχε με την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα. Η αρχαιοελληνική πολιτισμική παράδοση γινόταν “δεκτή” έτσι όπως την ερμήνευσε ο χριστιανισμός (δηλαδή η βυζαντινή Ορθοδοξία) ενώ αγνοείτο περιφρονητικά ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Ο οποίος, ωστόσο, ήταν ο κύριος πυλώνας που στήριξε το ίδιο το Βυζάντιο στις εποχές της ανόδου και της αυτοκρατορικής κυριαρχίας του.
Έτσι η νεοελληνική κοινωνία έμεινε για πολύ μετέωρη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια νέα πρόταση που θα της επέτρεπε να εκμεταλλευτεί δημιουργικά τη γεωστρατηγική θέση της νέας Ελλάδας, την πολιτιστική της κληρονομιά και το 1821. Και με την Καταστροφή του 1922 και την κατάρρευση του μύθου της Μεγάλης Ιδέας, βρέθηκε στην ανάγκη να δημιουργήσει έναν καινούριο ζωτικό μύθο, ο οποίος θα της επέτρεπε να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Αυτήν ακριβώς την προσπάθεια επανα-νοηματοδότησης έκανε η λεγόμενη γενιά του ‘30, εμπνεόμενη και από την τάση για ανανέωση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο, καθώς η περίοδος της Μεγάλης Ιδέας άφησε πίσω της κολοσσιαία θέματα, όπως το θέμα της γλώσσας, ακολουθώντας πιστά τη βυζαντινή πρακτική: αγνοούμε τη γλωσσική εξέλιξη (ορατή ήδη από τον 5ο αιώνα – Ρωμανός ο Μελωδός – ολοκληρωμένη τον 12ο αιώνα με τον Πτωχοπρόδρομο) και επιμένουμε στη στείρα μίμηση του αττικισμού. Αυτά από τη μία πλευρά. Από την άλλη, η δημοτική του Ψυχάρη (και του Παλαμά και του Καζαντζάκη) ήταν επίσης μια επινοημένη (μη πραγματική) γλώσσα, η οποία έπρεπε να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες (ουσιαστικά: τη στειρότητα) και να προταθεί εξαρχής.
Πέρα από το στρατηγικό θέμα της γλώσσας, το οποίο ήταν θεωρητικά, όχι όμως και πρακτικά, λυμένο, η γενιά του ‘30 έπρεπε να ανασκευάσει (καλύτερα: να φωτίσει) ένα πλήθος από παλιές και νέες παρεξηγήσεις, συμπεριλαμβανομένων των παρερμηνειών της Επανάστασης, πριν και μετά το 1821. Για παράδειγμα, το ήθος της νεο-ελληνικής αντίληψης αυτής καθαυτής και σε σχέση με την Ορθοδοξία. Γιατί από τη μια κυριαρχούσε μια γραφική αντίληψη ταπεινότητας (ουσιαστικά: αφέλειας), από την άλλη υπήρχε προεπαναστατικά, ιδίως στη χέρσα Ελλάδα, μια καθόλου ταπεινή ταύτιση της Ανάστασης του Χριστού με την ανάσταση του Γένους, όπως μαρτυρούν πλήθος εικαστικά (αγιογραφικά) και μουσικά (του δημοτικού τραγουδιού) τεκμήρια, πολύ πριν τον Ρήγα και τη Φιλική Εταιρεία.
Αυτές οι παρεξηγήσεις δεν λύθηκαν ποτέ. Αντίθετα, εξακολουθούν να υφίστανται, καθώς ακόμα υπάρχει πρόβλημα με τη διαχείριση και τη νομοθετική μεταχείριση της ελληνικής γλώσσας. Γιατί οι θεσμικοί φορείς του παρελθόντος είναι πάντοτε δυναμικά παρόντες και γιατί οι αντίποδές τους, οι οποίοι υποτίθεται ότι εκφράζουν την πρόοδο και την εξέλιξη είναι το ίδιο αρτηριοσκληρωτικοί και ημι-αγράμματοι, με την έννοια ότι πρώτα βάζουν το όποιο δόγμα και μετά τα υπόλοιπα, μιμούμενοι τους άλλους: κάτι καθόλου παράξενο, καθώς και οι μεν και οι δε είναι γεννήματα της ίδιας μήτρας, παιδιά της ίδιας κοινωνίας, η οποία βρίσκεται μονίμως σε σύγχυση και πλάνη.
Σε αυτές τις συνθήκες προσπάθησε να παρέμβει η λεγόμενη γενιά του ’30. Καθένας, ουσιαστικά, από μόνος του, καθώς δεν υπήρξε κάποια σταθερή και καταξιωμένη μορφή συλλογικότητας, η οποία να εκφράζει μια κοινή πρόταση – συνισταμένη. Εξάλλου, καθένας από τους κορυφαίους αυτής της κίνησης είχε τις δικές του απόψεις, πολλές φορές ασύμβατες με εκείνες των υπολοίπων. Μπορεί να υπήρχε μια αμφίβολη συμφωνία για την αξία του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου και του Καραγκιόζη, οι οποίοι υποτίθεται ότι εξέφραζαν την αυθεντική ελληνικότητα, αλλά από κει και πέρα κάθε ένας λειτουργούσε ανεξάρτητα από τους άλλους, ακόμα και ανταγωνιστικά με τους άλλους. Ο κορυφαίος της λεγόμενης γενιάς του ’30 Γιώργος Σεφέρης το είχε εκφράσει πολύ χαρακτηριστικά, αρνούμενος κατηγορηματικά ότι ανήκει σε μια κίνηση και όχι αποκλειστικά στον εαυτό του.
Αλλά, έστω καθένας μόνος του, οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες εκείνης της εποχής έπρεπε να απαντήσουν στην κατάρρευση του μύθου της Μεγάλης Ιδέας, με μια νέα πρόταση. Πιο σωστά, με ένα νέο μύθο. Ένα μύθο ο οποίος όφειλε να τοποθετηθεί σε συνάρτηση με τις δύο αντιμαχόμενες παραδόσεις: την Ορθοδοξία, η οποία είχε κυριαρχήσει επί σχεδόν έναν αιώνα, αλλά είχε υποστεί μια δεινή ήττα με τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας και τον ελληνικό Διαφωτισμό, ο οποίος παρέμενε περιθωριακός, αλλά εξίσου δυναμικός (βλ. την περίπτωση του Εμμανουήλ Ροΐδη, με την Πάπισσα Ιωάννα).
Δεν υπήρχε περίπτωση συνδιαλλαγής και συμβιβασμού; Όχι. Γιατί ο ελληνικός Διαφωτισμός είχε διαμορφώσει έναν σαφή προσανατολισμό προς τη Δύση, ενώ η Ορθοδοξία απέρριπτε κατηγορηματικά μια τέτοια προοπτική, καθώς εξακολουθούσε να μένει προσηλωμένη στο Βυζάντιο και στη Μεγάλη Ιδέα. Όχι γιατί την πίστευε, τουλάχιστον μετά το 1922, αλλά γιατί αυτή η εμμονή ήταν απολύτως απαραίτητη για την ίδια την ύπαρξή της, έστω με την επίκληση φαντασμάτων. Το αποτέλεσμα δείχνει ότι αυτή η στάση υπήρξε πολιτικά επιτυχής. Ταυτόχρονα δείχνει την αποτελεσματικότητα (ουσιαστικά: την αποτυχία στο πολιτικό και το ιδεολογικό πεδίο) της λεγόμενης γενιάς του ’30, η οποία με τη σειρά της δεν κατάφερε να τα βγάλει πέρα με την πολύπειρη ελληνόφωνη Ορθοδοξία. Αυτό όμως δεν αφορά όλους. Αφορά τον «ευρωπαίο» Γιώργο Θεοτοκά, όχι όμως τον ορθόδοξο – βυζαντινό Νίκο Γκάτσο.
Ο Γιώργος Σεφέρης, κυρίως λόγω της διπλωματικής μυστικοπάθειας του, παραμένει αίνιγμα, αν και στην πραγματικότητα δεν διέφερε ουσιαστικά από τον Γκάτσο, απλά δεν είχε τη δική του τόλμη. Ήταν επόμενο να έχει προδιαγραφεί το αποτέλεσμα της μάχης. Η οποία υπήρξε μονάχα θεωρητική, καθώς στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο η Μεγάλη Ιδέα, μεταμφιεσμένη, εξακολουθούσε να κυριαρχεί σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου: είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί μια κοινωνία από τη λατρεία των μύθων της, έστω κι αν αυτοί έχουν χρεοκοπήσει.
Εκεί που ο Σεφέρης ξεδιπλώνει για πρώτη φορά τη δική του συνεισφορά είναι στη Στέρνα (1932). Ο Σεφέρης “κρατάει” το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα να δίνει μια παραλλαγμένη Μεγάλη Ιδέα, αν αφαιρέσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορική ισχύ, την οποία η Μεγάλη Ιδέα θεωρούσε ως προαπαιτούμενο (Γεράσης, σ. 63-84). Αντ’ αυτής εμφανίζεται ένα υποκατάστατο: η ελληνική λαϊκή ψυχή, η οποία υποτίθεται ότι περιέχει, κληρονομικώ δικαίω, το DNA ενός μυστικού ορθόδοξου λόγου και τα βιώματα που τον συνοδεύουν. Η λαϊκή ψυχή και η ελληνική γλώσσα μαζί είναι η Στέρνα. Η οποία αρδεύει τον ελληνισμό σε όλη του τη διαδρομή, πριν και μετά το Βυζάντιο, όποια κι αν είναι η πολιτική του κατάσταση. Έτσι η νέα σύνθεση είναι ακόμα ισχυρότερη και από την (προσωρινή) αυτοκρατορική βυζαντινή ισχύ. Η ενότητα της ελληνικής γλώσσας και της λαϊκής ψυχής είναι ο νέος μύθος, που αντικαθιστά τη χρεοκοπημένη Μεγάλη Ιδέα. Και έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να εξακολουθεί να ισχύει ακόμα και σε περιόδους ήττας και πολιτικής υποβάθμισης, καταστάσεις κατά τις οποίες έχει την εγγεγραμμένη δυνατότητα να υπερβεί και να βαδίσει σ’ ένα νέο, λαμπρό μέλλον, όπως έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Η λέξη “ηρωικό” μπροστά από το παρελθόν δεν είναι πλέον απαραίτητη.
Όλα αυτά δεν τα επινόησε ο Σεφέρης, αλλά τα επεξεργάστηκε αισθητικά και τα έδωσε σε μια ολοκληρωμένη πρόταση, χωρίς τις υπερβολές όσων είχαν προηγηθεί, όπως ο Ψυχάρης, ο Κόντογλου ή ο Καζαντζάκης.
Ο Μπογιατζής γράφει για τον σκληρό πυρήνα της γενιάς (Ελύτης, Θεοτοκάς, Σεφέρης, Τερζάκης) ότι είχαν κοινή πολιτισμική δημιουργία και τρία κοινά γνωρίσματα: φιλελευθερισμός, κοινές προτιμήσεις, αντίσταση σε δογματισμό, επιδίωξη πολιτισμικής κυριαρχίας. Και για τους Κωνσταντίνο Τσάτσο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο ότι επιχείρησαν να συγκροτήσουν γλωσσικά / επιτελεστικά και ερμηνευτικά την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους. Κατά τον Μπογιατζή, οι γενικές αρχές της γενιάς συνοψίζονται στον κοινό παρανομαστή μιας νέας έννοιας / σύλληψης της Ελλάδας. Εκεί οδηγούν η αίσθηση της αιώνιας Ελλάδας του Ελύτη, η ελληνική ιδέα του Τσάτσου, ο καημός της ρωμιοσύνης του Σεφέρη, το μεράκι του ελληνισμού του Θεοτοκά, αλλά και η πίστη στην αξία και των μάλλον αθορύβων μικρών βημάτων του λαϊκού Πνεύματος, βημάτων, τα όποια αφήνουν τα ίχνη των και εις τα βουνά ακόμη και εις τους κάμπους της καλλιεργουμένης υπό της προσωπικότητας του λαού χώρας του Π. Κανελλοπούλου, μαζί με τις όποιες παραλλαγές τους, αποτελούν την ελάχιστη κοινή βάση των όποιων αναζητήσεων, χωρίς βέβαια να αποκλείονται οι συγκρούσεις.
Ο Τζιόβας (σ. 47 – 48)σημειώνει:
Τη γενιά του ’30 την απασχόλησε το πώς η Ελλάδα θα εισέλθει στη νεωτερικότητα αξιοποιώντας αφενός τα υλικά του παρελθόντος και αφετέρου τα δυναμικά στοιχεία του παρόντος. Δεν την ενδιέφερε τόσο η διαχείριση του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος ή η απροβλημάτιστη εισαγωγή δυτικών νεωτερικών τρόπων, όσο η παραγωγή πολιτισμού που όχι μόνο θα συνδύαζε και τα δύο, αλλά και θα τα υπερέβαινε. Νέος ο ευσεβής πόθος εκφράστηκε περισσότερο λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά παρά θεωρητικά ή φιλοσοφικά, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γενιά του ’30 υπήρξε μοναδική στην προσπάθειά νέος να μετατρέψει ένα λογοτεχνικό εγχείρημα σε πολιτικό όραμα.
Και σε άλλο σημείο (σ.156-7):
…Μπορεί λοιπόν να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι η νέα Μεγάλη Ιδέα του Θεοτοκά και νέος γενιάς του είναι η ισότιμη πολιτισμική ανταλλαγή με την Ευρώπη, η οποία υπερβαίνει πολιτισμικά συμπλέγματα μιμητισμού, κατωτερότητας, περιχαράκωσης ή ξενηλασίας. Ο νέος στόχος θα πρέπει να είναι η προβολή του “ελληνικού Ελληνισμού” κατά τη φράση του Σεφέρη, ώστε να μπορεί να συνεισφέρει ισότιμα σε ένα διεθνές πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Υπήρξαν μεγάλες διαφορές, αντιπαλότητες και ατομικισμοί μέσα στη γενιά του ’30, αλλά, σε γενικές γραμμές συνολικά υπηρέτησε την αναζήτηση του νέου, τη ρήξη με το παρελθόν και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία μιας σύγχρονης αισθητικής, ιδεολογικής και, αναπόφευκτα, πολιτικής πρότασης, η οποία ναι μεν παρέμεινε ουσιαστικά περιθωριακή, λόγω και των ιστορικών εξελίξεων (Κατοχή, Εμφύλιος), ωστόσο επηρέασε, αφανώς, το νεοελληνικό βίο.
Η γενιά του ’30 καλλιέργησε τον δεύτερο νεοελληνικό μύθο, ο οποίος είναι μια παραλλαγή του πρώτου, εξίσου εσχατολογική και, αναπόφευκτα, εξίσου αδιέξοδη, εξαιτίας της ελληνολατρίας, της κατασκευασμένης «νεοελληνικής ελληνικότητας» και της άτοπης εξιδανίκευσης του «λαού» μέσω του ευρήματος της μυστικιστικής «λαϊκής ψυχής». Ωστόσο έχει να επιδείξει πολλά λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά επιτεύγματα στα πεδία της θεωρίας (Θεοτοκάς, Λορεντζάτος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσάτσος, Π. Κανελλόπουλος), της πεζογραφίας (Κόντογλου, Μυριβήλης, Βενέζης, Πολίτης, Θεοτοκάς, Καραγάτσης, Τερζάκης, Πρεβελάκης κ.ά.), των εικαστικών (Γκίκας, Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος), του θεάτρου (Κουν), της ποίησης (Σεφέρης, Ελύτης, Γκάτσος, Κάλας, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Ρίτσος, Βρεττάκος, Σκαρίμπας, Παπατσώνης, Ν. Βαλαωρίτης κ.α.), της αρχιτεκτονικής (Πικιώνης) και της μουσικής, αν όχι με τον Σκαλκώτα, τουλάχιστον με τον επίγονο Μάνο Χατζιδάκι.
Ο ίδιος ο Χατζιδάκις προσδιορίζει τη σχέση του με τη γενιά του ’30 ως εξής:
Είναι λιγάκι δύσκολο, βέβαια, να μιλάω για μένα όταν με ξεχωρίζουν. Εν πάση περιπτώσει, εγώ είμαι γέννημα μιας εποχής, μάλλον είμαι ένας καθυστερημένος εκπρόσωπος της μουσικής σε μια ομάδα ανθρώπων που ήδη είχαν δώσει ένα σημαντικό έργο και σφραγίσανε τον τόπο μας για μια μεγάλη περίοδο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Μόραλης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκω. Και αν μπορούσα να το πω, είμαι ο βενιαμίν και συγχρόνως ο μαθητής. Και εκπροσωπώ, βέβαια, τη μουσική. Που την εποχή εκείνη είχε μια τεράστια απόσταση από την ελληνική ποίηση, την ελληνική ζωγραφική, την ελληνική αρχιτεκτονική.
Η μουσική ήταν εντελώς άσχετη με την ποίηση και με την ελληνική παιδεία. Τον καιρό εκείνο το όνομα του Σεφέρη δεν το ήξερε ουδείς μουσικός εν Ελλάδι! Οι αληθινά πρωτογενείς φυσιογνωμίες, όπως ο Σκαλκώτας, ζούσαν κάτω από μια τέτοια καταδίωξη, μέσα σε μια τέτοια απομόνωση, που δε μπορούσαν να ενεργήσουν σαν προσωπικότητες του τόπου. Ο Σκαλκώτας… Γι’ αυτό πέθανε ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο. Ο δε Μητρόπουλος, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και αρχηγός αυτών που προανέφερα, έλειπε στο εξωτερικό και πέθανε εξόριστος. Λοιπόν, οι ντόπιοι κάθε άλλο παρά ήταν του αναστήματος του Σεφέρη, του Μόραλη ή του Πικιώνη. Οι μουσικοί εννοώ.
Όσο για τον Σεφέρη και τους άλλους, εκπροσωπούσαν τον ελληνικό χώρο μια πολύ κρίσιμη εποχή. Η Ελλάς είχε χάσει τον πόλεμο. Ο τόπος μας είχε ανάγκη να σκύψει στον εαυτό του. Όταν λέω είχε χάσει τον πόλεμο, θέλω να τονίσω ότι η Ελλάς είχε νικήσει κατ’ επιφάνειαν, αλλά είχε χάσει κατ’ ουσίαν. Δηλαδή, ονειρεύτηκε μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα την απογοήτευσε. Την απογοήτευσε ακόμα και στα πρόσωπα που την κυβέρνησαν. Ηχούσε το γκονγκ στο ραδιόφωνο και ακουγόταν μια φωνή που μιλούσε για τους πάνω από 3.000 ετών Έλληνες!
Ήρθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν πάρα πολύ σημαντικοί, και σκύψανε στον κορμό του τόπου και ανακαλύψανε το στοιχείο εκείνο το χαρακτηριστικό που έδινε ταυτότητα στον τόπο, έξω από αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις με το παρελθόν. Η ταυτότητα του τόπου, δηλαδή, δεν ήταν το ότι ήμασταν οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μια εντελώς αφελής και ηλίθια άποψη. Ήταν κάτι άλλο. Και το ‘φεραν στην επιφάνεια αυτοί οι άνθρωποι.
Έτσι ανακαλύψαμε το Αιγαίο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη – ό,τι θα μας έδινε μια ταυτότητα αληθινή. Αγνοώντας τα μεγαλεία, αυτά τα αυθαίρετα και αφελή μεγαλεία του επίσημου κράτους. Και αυτά τα στοιχεία, τα αληθινά, δημιουργούσαν τη νεότερη Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτή την υπόθεση της ανευρέσεως της ταυτότητάς μας, ένας Βενιαμίν, ένας μαθητής υπήρξα και του λόγου μου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι ακριβώς αυτό.
Τώρα είναι γεγονός ότι έγινε μια πολύ σημαντική τομή σ’ αυτόν τον τόπο. Την εποχή που θα μεταφερόμασταν από το γραφικό στο ουσιαστικό και θα παύαμε να ασχολούμεθα με το γραφικό, γιατί ό,τι είχαμε να πάρουμε το είχαμε πάρει. Την εποχή αυτή που θα πηγαίναμε σε ουσιαστικότερες ανακαλύψεις του εαυτού μας, ήρθε η δικτατορία και ανέτρεψε τα πάντα. Η δικτατορία, που εκμεταλλεύτηκε τουριστικώς το γραφικό. Και έτσι, η απαραίτητη μετάβαση πιο πέρα, για να αποκτήσουμε την αληθινή πνευματική μας υπόσταση, δεν έγινε ποτέ.
Ο Κανελλόπουλος επισημαίνει ότι ο Χατζιδάκις επιχείρησε να συνδέσει τη μουσική του παραγωγή με το θέατρο (το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, που είχε ιδρυθεί το 1942) και με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Η τρίτη του κίνηση ήταν να μπει στη δημόσια αντιπαράθεση σχετικά με το ρεμπέτικο, με τη διάλεξη του 1949. Και προσθέτει ότι η ανακάλυψη του ρεμπέτικου από τον Χατζιδάκι έχει χαρακτηριστεί ως μία πράξη με βαθιές μοντερνιστικές ρίζες. Ήταν η δική του μουσική απάντηση σε μια από τις κύριες ερωτήσεις των μοντερνιστών, που είχε τεθεί ευθέως από την γενιά του ’30: την ανάπτυξη ενός εθνικού μοντερνισμού, που θα μπορούσε να σταθεί με ίσους όρους απέναντι στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Τέλος, η Ταμπακάκη γράφει σχολιάζοντας τις απόψεις του Τζιόβα:
Στο βιβλίο αυτό βρίσκουμε αναφορές σε άλλες τέχνες, ανάμεσα στις οποίες και τη μουσική, με έμφαση στο ζήτημα της αισθητικοποίησης του λαϊκού από τον Χατζιδάκι. Η “ανακάλυψη του ρεμπέτικου” από τον νεαρό σύνθετη χαρακτηρίζεται εκεί ως η συνέχεια της “αρχετυπικής αντίληψης της παράδοσης που ξεκινά από τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη του Σεφέρη” (σ. 472) … Ο Χατζιδάκις χαρακτηρίζεται ως “κατεξοχήν επίγονος της γενιάς του ’30”, ο οποίος συνεχίζει την αισθητική προσέγγιση του λαϊκού που είχε ως αφετηρία τη γενιά εκείνη (σ. 463). Αυτή η θέση, σε συνδυασμό με τις ρητές αναφορές στον Σεφέρη, παραπέμπουν πιο συγκεκριμένα σε μια “επιγονική” σύνδεση Χατζιδάκι – Σεφέρη. …
Η ανακοίνωση αυτή εξετάζει ακριβώς τις παραμέτρους και τις συνέπειες της προβολής από την κριτική μιας “επιγονικής” σχέσης Χατζιδάκι – Σεφέρη, όπου η μορφή του Σεφέρη παρουσιάζεται ως αφετηρία μιας αντίληψης της παράδοσης που θα βρει τη μουσική – θεωρητική έκφρασή της στην ομιλία του Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο. …
Πηγαίνοντας πίσω στον Γενάρη του 1949 ο Σεφέρης δεν φαίνεται να αποτελεί για τον Χατζιδάκι παρά μόνο ένα από τα πολλά σημαντικά νήματα αυτής της περιόδου και όχι αναγκαστικά το πιο ισχυρό.
Υπάρχει όμως και η προσέγγιση του Μένη Κουμανταρέα:
«Κανείς άλλος τότε στην Ελλάδα- με την εξαίρεση του Θεοδωράκη και αργότερα του Ξαρχάκου – δεν είχε το ταλέντο μα και τα κότσια να ανακατεύει στη μουσική του τις διάφωνες αρμονίες της δυτικής μουσικής με τη βυζαντινή μελουργία του ρεμπέτικου. Κανείς άλλος δεν είχε την ικανότητα να σε πείθει ότι μπορούσες να είσαι Έλληνας και συγχρόνως Ευρωπαίος. Να γράφεις σαν τον Ελύτη ή τον Γκάτσο, και συγχρόνως να λειτουργείς με ποιητές τόσο διαφορετικούς, όσο ο Λόρκα ή ο Τ.Σ. Έλιοτ. Το ψευτοδίλημμα να είσαι μόνο ελληνικός ή μόνο ευρωπαίος έπαιρνε τέλος. Τα ερωτήματα που έθετε ο Κόντογλου και ο Σεφέρης, που ανατολικοθρεμμένος ο μεν και δυτικοθρεμμένος ο δε, απαιτούσαν σώνει και καλά ελληνικότητα έπαιρναν τέλος. Και ο ίδιος ο Χατζιδάκις αποδεικνύει ότι αν με τον Τσιτσάνη ήταν τοπικιστής, μπορούσε θαυμάσια με τον Κουρτ Βάιλ να είναι κοσμοπολίτης»
Η επισήμανση αυτή του Κουμανταρέα ανατρέπει, κατά κάποιον τρόπο, την άποψη ότι ο Χατζιδάκις ήταν κατεξοχήν επίγονος της γενιάς του ’30. Αν, μάλιστα, δούμε ολόκληρη την πορεία του, επιβεβαιώνεται ότι ξεκίνησε ως χαρισματικός μαθητής αυτής της γενιάς (υπό την καθοριστική επιρροή του Νίκου Γκάτσου) αλλά επεξέτεινε πολύ τα όρια που αυτή έθετε για την ελληνικότητα.
Φυσικά το θέμα της σχέσης του Χατζιδάκι με τη γενιά του ’30 και ειδικότερα με τους Σεφέρη και Γκάτσο, και δεν εξαντλείται, κάθε άλλο μάλιστα, σε αυτή τη σύντομη διαπραγμάτευση.
Παραπομπές
Γιάννης Γεράσης, Η νεοελληνική ταυτότητα και οι μυθικοί μετασχηματισμοί της. Ροές, 1989.
Μπογιατζής Βασίλης, Γενιά του ’30: παλιγγενετικός μοντερνισμός στα πλαίσια της οργανωμένης νεωτερικότητας; Σκέψεις και μεθοδολογικές σημειώσεις με αφορμή τον Μύθο της Γενιάς του Τριάντα του Δ. Τζιόβα. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ 1848, 2011.
Τζιόβας Δ, Ο μύθος της Γενιάς του ’30. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία. Πόλις, Αθήνα 2011.
Μάνος Χατζιδάκις, Συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 27 Μαρτίου 1978. Από το βιβλίο Ζω από περιέργεια, εκδ. Καστανιώτης, 2001.
Kanellopoulos Panagiotis, An “Impossible” Place. The Creative Antinomies of Manos Jadjidakis’ Modermism. In Made in Greece. Studies in Popular Music. Editor: Dafni Tragaki. Routledge, Taylor & Francis, 2019, pp. 65-82.
Ταµπακάκη Πολίνα, ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ’30: Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Στο: Ε΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη, 2-5 Οκτωβρίου 2014. Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσµο (1204-2014): οικονοµία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία. Πρακτικά. Τόµος Ε΄, επιµ. Κωνσταντίνος Α. Δηµάδης, 2015.
Μένης Κουμανταρέας, Μια θητεία στο Παγκράτι. Στο: Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι. Συλλογή και φροντίδα Θάνος Φωσκαρίνης. Εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ – ΠΛΕΣΣΑΣ, 1996, σ.70-85.
(Η φωτογραφία είναι από τη θεατρική παράσταση της “Οδού Ονείρων” υπήρχε ένα νούμερο που σατίριζε τις σταρ του κινηματογράφου της εποχής. Σε αυτό η Ρένα Βλαχοπούλου (τυπική λαϊκή γυναίκα της γειτονιάς) μεταμορφωνόταν στην αλαζονική και ιδιότροπη Ρένα Βόλβο. Ο κόσμος παρακολουθούσε επί σκηνής το γύρισμα της ταινίας με σκηνοθέτη τον Γιώργο Κωνσταντίνου και σε λίγο έβλεπε και το ίδιο το φιλμ με τίτλο «Αμάρτησα για το αρνί μου» ή αλλιώς «Η ναυμαχία της Σαλαμίνας»: πρωταγωνιστούσαν εκτός από τη Ρένα, ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις στον ρόλο του λήσταχου Μπαρμπούλα και ο Μίνως Αργυράκης στον ρόλο του πατέρα της ατιμασμένης νέας… Το σουρρεαλιστικό αυτό φιλμάκι (που έχει διασωθεί και τα δικαιώματά του ανήκουν στην ΕΜΙ) το σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός και υπήρχε μια φήμη ότι επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε dvd).