Αντίθετα με την στρατηγική επιλογή της ανάκαμψης με εργασιακή αναβάθμιση (κεϊνσιανές πολιτικές) που παρατηρείται στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (2021-2027) στην Ελλάδα, διατυπώνουν την άποψη ότι στην Ελλάδα «ακόμη και μία επιτυχημένη εφαρμογή κεϊνσιανής πολιτικής δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Έτσι, κατά τους ισχυρισμούς τους, «επιβάλλεται μία πολύ διαφορετική κατεύθυνση(σ.σ.-νεοφιλελεύθερη) για την οικονομική πολιτική, η οποία να έχει ως κεντρικό στόχο τη ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας». Όμως, σε τεχνικό-επιστημονικό επίπεδο, η επιλογή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής για να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των οικονομικο-κοινωνικών σχηματισμών, προϋποθέτει την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση και τεκμηρίωση των κινητήριων δυνάμεων της ανάκαμψης (εξαγωγές, ιδιωτικές επενδύσεις, δημόσια κατανάλωση-χρέος, δημόσιες επενδύσεις-ευρωπαϊκοί πόροι, ιδιωτική κατανάλωση).
Κι’ αυτό προκειμένου να αναδειχθεί με αναλυτικό και τεκμηριωμένο τρόπο η επίδραση τους τόσο στο επίπεδο των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων, όσο και στο επίπεδο τηςενεργοποίησης της κινητήριας ή των κινητήριων δυνάμεων της ανάκαμψης.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η επιλογή προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής, εκτός αυτού του μεθοδολογικού και τεχνικο-επιστημονικού πλαισίου, με πολιτικο-ιδεολογικούς όρους εμπεριέχει, μεταξύ των άλλων, τον υψηλό κίνδυνο απομάκρυνσης από την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της οικονομίας και της κοινωνίας. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η ελληνική περίπτωση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (2021-2027), όπου η κεντρική του επιδίωξη είναι η αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας με την ενεργοποίηση, κατά βάση, της επέκτασης σε όλες τις μορφές( απασχόλησης, εισοδήματος, χρόνου εργασίας- κατάργηση οκταώρου-απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, ευελιξία τηλεργασίας, συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμοί συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της κήρυξης της απεργίας, κ.λ.π.) ευελιξίας στην αγορά εργασίας και της συνεπακόλουθης μείωσης των μισθών και της εγχώριας ζήτησης.
Στις συνθήκες αυτές, η προβλεπόμενη επιδίωξη της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων και της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, θα συντελεσθεί με μείωση του μισθολογικού και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Με άλλα λόγια, το πλέγμα των «μεταρρυθμίσεων» που εμπεριέχονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης, π.χ. στην εκπαίδευση, την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση, την υγεία, την συνδικαλιστική δραστηριότητα, κ.λ.π., ουσιαστικά αποτελούν απόπειρα θεσμοθετημένων απορρυθμίσεων συνδεδεμένων οργανικά και αμφίδρομα με τον νεοφιλελεύθερο στρατηγικό προσανατολισμό του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Στην προοπτική αυτή, το συγκεκριμένο Σχέδιο Ανάκαμψης στην Ελλάδα συνιστά μία βίαιη αλλαγή του παραγωγικού-αναπτυξιακού και κοινωνικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, με τον επανακαθορισμό των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας και τεχνολογίας-φυσικών πόρων, επιφέροντας μία ριζική αλλαγή στην διάρθρωση της παραγωγής και την οργάνωση της οικονομίας και της εργασίας (Χ.Τοπαλίδης, 2021).
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πανδημίας και της διεύρυνσης των ανισοτήτων, που έφεραν την ελληνική οικονομία ένδεκα χρόνια πριν και η αγορά εργασίας απειλείται το 2021 με υψηλή ανεργία, η συγκεκριμένη επιλογή (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) της εργασιακής έκπτωσης των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και της θεσμικής παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας (π.χ. συρρίκνωση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ατομική συμφωνία για την ελαστικοποίηση του ωραρίου, αύξηση του αριθμού των υπερωριών, επέκταση της εργασίας τις Κυριακές, παρεμπόδιση της κήρυξης απεργιών, κ.λ.π.), ουσιαστικά σηματοδοτεί την θεσμικά χειραγωγούμενη προσαρμογή της εργασίας στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης.
Δηλαδή, του μοντέλου που αναπαράγεται «με περισσότερες ευέλικτες θέσεις και ευέλικτο χρόνο εργασίας, λιγότερο εισόδημα, μεγαλύτερες ανισότητες και χαμηλότερο επίπεδο συντάξεων», προκειμένου η εργασία να μην επηρεάζει πτωτικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση των επενδύσεων.