Η παραίτηση του Pablo Iglesias από την ηγεσία Podemos είναι μια σημαντική στιγμή στην ισπανική πολιτική. Ηλθε ως αποτέλεσμα μιας πενιχρής ανόδου στο 7 % του κόμματος στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης τηςν περασμένη εβδομάδα, ταυτόχρονα όμως δίνει την ευκαιρία μία ανασκόπησης της πορείας του κινήματος των Podemos αλλά και συνολικά της σύγχρονης Αριστεράς, πέρα ακόμη κι από τα σύνορα της Ισπανίας.
Ο κοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου “The Great Recoil: Politics after Populism and Pandemic“, Paolo Gerbaudo, μέσα από μία ανασκόπηση της πορείας του κόμματος-φαινόμενο, επιχειρεί να ανιχνεύσει και το μέλλον του:
Οι Podemos ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο τολμηρές πολιτικές καινοτομίες που προέκυψαν μέσα από τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις που εξαπλώθηκαν σαν πυρκαγιά σε όλη τη Δύση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010.
Το κόμμα παρουσιάστηκε ως ένα πολιτικό μέσο ικανό να εκπροσωπήσει τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που συγκεντρώνονταν στις πλατείες πολλών πόλεων σε όλη την Ισπανία για να καταγγείλουν την παλιά πολιτική τάξη πραγμάτων με την κραυγή «δεν μας εκπροσωπούν».
Παίρνοντας στα χέρια τουτο πηδάλιο του κόμματος που ιδρύθηκε το 2014, ο Iglesias φάνηκε ότι εκπροσωπεί μια νέα πάστα αριστερού ηγέτη, που έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και της pop κουλτούρας στη σύγχρονη μάχη για συναίνεση στο κεντρικό αίτημα αλλαγής του Παλαιού Κόσμου. Ήταν ένα φρέσκο, χαμογελαστό πρόσωπο που προσαρμόστηκε «σαν στο σπίτι του» στα τηλεοπτικά, ικανό να μεταδώσει το ριζοσπαστικό του μήνυμα πολύ πέρα από το παραδοσιακό εκλογικό σώμα του σκληρού αριστερού πυρήνα. Ωστόσο, επτά χρόνια από την ίδρυση των Podemos, ο ενθουσιασμός για αυτούς φαίνεται να έχει ξεθωριάσει.
Έχοντας υποσχεθεί να μιλήσουν σε διευρυμένες κοινωνικές πλειοψηφίες, οι Podemos φαίνεται να μοιάζουν όλο και περισσότερο με ένα παραδοσιακό ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα – με τον συνηθισμένο σεχταρισμό, τον δογματισμό, την ξύλινη γλώσσα και το καταγγελτικό ύφος- ενώ το χάρισμα να μαγνητίζουν τα πλήθη και η μεταδοτικ αισιοδοξία του Iglesias φαίνεται να έχουν ξεχαστεί. Το γιατί συνέβη αυτό ίσως να προσφέρει χρήσιμα μαθήματα σχετικά με τη φύση αλλά και τα τελικά όρια του κύματος της αναζωογόνησης της Αριστεράς κατά τη δεκαετία του 2010 ενώ ταυτόχρονα αποκρυπτογραφεί τα στοιχήματα και τις προκλήσεις που θα ακολουθήσουν στην παρούσα δεκαετία.
Η «Μέθοδος Podemos»
Η κατανόηση της μέχρι σήμερα πορείας των Podemos είναι τόσο σημαντική γιατί είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί από τα νέα αριστερά κόμματα και τους ηγέτες τους που προέκυψαν μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Παράλληλα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, τη La France Insoumise του Jean-Luc Mélenchon, στη Γαλλία, την ηγεσία του Jeremy Corbyn του Εργατικού Κόμματος και τις εκστρατείες του Bernie Sanders, ήταν ουσιαστικά αυτοί που ξεκίνησαν τη μεγάλη «μωβ παλίρροια» (το χρώμα των Podemos) σε ολόκληρη σχεδόν τη Δύση.
Η δημιουργία τους είναι η ιστορία ενός πολιτικού θαύματος, το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο υπό το φως της τότε ζωντανής κοινωνικής εξέγερσης που πυροδοτήθηκε από το κίνημα των αγανακτισμένων, το οποίο ξεκίνησε στις 15 Μαΐου 2011, και την επίδρασή του στη δημιουργία μιας αίσθησης ότι η ως τότε απούσα Αριστερά μπορούσε να ξαναέλθει στο προσκήνιο της ιστορίας διεκδικώντας την εξουσία.
Πολλά από τα ιδρυτικά στελέχη ήταν νέοι επιστήμονες, επισφαλώς εργαζομένοι πτυχιούχοι, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτη που είχαν διαχωρίσει τη δράση αλλά και το δρόμο τους από την παραδοσιακή ισπανική αριστερά και, συγκεκριμένα, από την κομμουνιστική Izquierda Unida.
Την εποχή των μεγάλων διαμαρτυριών κατά της λιτότητας, οι Podemos άσκησαν έντονη κριτική στον νεοφιλελευθερισμό και κατάφεραν να την περάσουν σε ένα ευρύτερο κοινό από εκείνο της Αριστεράς. Και μάλιστα έτσι κέρδισαν μαζική και ιδιαίτερα μαχητική υποστήριξη όταν επί χρόνια τα αριστερά κόμματα κατάφερναν να κερδίσουν, με τις ίδιες θέσεις πολύ χαμηλά ποσοστά ψήφων.
Αυτή την επιτυχία τη χρωστούν σε μεγάλο βαθμό στο έμπειρο στέλεχός τους Íñigo Errejón, ο οποίος εμπνεύστηκε τη νέα μέθοδο δράσης και επικοινωνίας από τα κείμενα του σπουδαίου πολιτικού θεωρητικού Ernesto Laclau ο οποίος πρότεινε την ανάγκη απόρριψης όλων των παραδοσιακών αρχών και συμβόλων, αλλά και της δύσκαμπτης γλώσσας που επί δεκαετίες χαρακτήριζε την αριστερή ταυτότητα και της υιοθέτησης μιας πιο απλής, λαϊκής γλώσσας που θα μπορούσε να φτάσει σε ένα λιγότερο πολιτικοποιημένο εκλογικό σώμα.
Οι Podemos κατάλαβαν πολύ νωρίς- και αυτό το χρωστούν στην έμπνευση του Iglesias από την Ιταλία του Silvio Berlusconi – ότι η μάχη για συναίνεση κερδίζεται ή χάνεται στα τηλεοπτικά στούντιο περισσότερο από ό,τι στο πεζοδρόμιο.
Ο Pablo, ο οποίος είχε δείξει την επικοινωνιακή του υπεροχή στην ανεξάρτητη τηλεοπτική εκπομπή La Tuerka και στη συνέχεια ως τακτικός καλεσμένος σε πολλά πολιτικά πάνελ, έγινε το πρόσωπο-σύμβολο κατά της λιτότητας και του κατεστημένου γενικότερα. Η αλογοουρά του –αυτή που πριν λίγες ημέρες έκοψε- έγινε μάλιστα για λίγο καιρό και λογότυπο του κόμματος.
Με αυτά τα όπλα, οι Podemos είχε μετασχημάτισαν τις διαμαρτυρίες των αγανακτισμένων, στις πλατείες, σε πολιτική πλατφόρμα οργανώνοντας αυτό που οι ακτιβιστές αποκαλούσαν «επίθεση στα θεσμικά όργανα».
Σε αντίθεση με την «πορεία προς τα θεσμικά όργανα» που πρότεινε ο Rudi Dutschke το 1967, και είχε ως προϋπόθεση την διάχυση του κινήματος στις πλατιές μάζες με χαλαρή οργάνωση, για τους Podemos η ιδέα ήταν ότι, στην παρούσα ιστορική περίοδο, η ταχύτητα, η συγκέντρωση και η αποφασιστικότητα ήταν καθοριστικής σημασίας.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις νεοφιλελεύθερες ελίτ, που εκφράστηκε στις πλατείες, έπρεπε να μετατραπεί γρήγορα σε έλεγχο και αλλαγή των πολιτικών θεσμών. Το απαιτούσαν οι καιροί και ο κίνδυνος να κλείσει γρήγορα το παράθυρο της πολιτικής ευκαιρίας ήταν μεγάλο.
Ως εκ τούτου, οι Podemos έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο ευέλικτοι, αποφεύγοντας τη συνήθη τάση των αριστερών κομμάτων να ξοδεύουν τεράστια ποσότητα ενέργειας σε εσωτερικές συζητήσεις και οργανωτική εσωστρέφεια. Η χαρισματική-δημοκρατική ηγεσία του Iglesias θα εξασφάλιζε την αποφυγή κάθε εσωτερικής σύγκρουσης.
Η άνοδος και η πτώση
Αυτό το πολιτικό πείραμα αποδείχθηκε αρχικά απίστευτα επιτυχημένο επιφέροντας καίρια πλήγματα στη σπονδυλική στήλη της άρχουσας τάξης της Ισπανίας. Στις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου 2014, λίγους μήνες μετά την ίδρυσή ους από μια μικρή ομάδα καθηγητών και ακτιβιστών, οι Podemos λαμβάνουν το 8% των εθνικών ψήφων.
Στις τοπικές εκλογές του Μαΐου 2015, υποψήφιοι από τη λαϊκή βάση που υποστηρίχθηκαν από τους Podemos κέρδισαν το Δήμο στη Βαρκελώνη με την Ada Colau και στη Μαδρίτη με τη Manuela Carmena. Στις 20 Δεκεμβρίου 2015, στις γενικές εκλογές, οι Podemos εκτινάχθηκαν στο 20,7 %, κλέβοντας τη δεύτερη θέση από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE). Πολλοί σχολιαστές δήλωσαν ότι η ΠΑΣΟΚοποίηση – η παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων- και η άνοδος της Αριστεράς στην εξουσία ερχόταν στην Ισπανία.
Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, πραγματοποιήθηκαν νέες εκλογές τον Μάιο του 2016. Σε αυτές οι Podemos δημιούργησαν έναν συνασπισμό με τους Izquierda Unida, Equo και μερικούς περιφερειακούς αριστερούς σχηματισμούς κάτω από το πανό του Unidas Podemos (Ενωμένοι Μπορούμε). Αυτό όμως δεν αύξησε σημαντικά τα ποσοστά τους και το συντηρητικό Partido Popular κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με επικεφαλής τον Mariano Rajoy, κλείνοντας μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Από εκείνο το σημείο και μετά οι Podemos άρχισαν να χάνουν την ορμή τους και να μπαίνουν σε μία φάση εσωστρέφειας που τόσο καιρό είχαν αποφύγει. Μερικοί, συμπεριλαμβανομένου τους Iglesias, είδαν ως μοναδικό δρόμο προς τα εμπρός την ενότητα της Αριστεράς, ενισχύοντας τη συμμαχία με την Izquierda Unida.
Άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του «στρατηγού» του κόμματος, Errejón, επέμειναν αντίθετα ότι οι Podemos έπρεπε να συνεχίσουν να ακολουθούν την αρχική, λαϊκιστική στρατηγική που θα ήταν ικανή να προσελκύσει ψηφοφόρους που δεν είναι παραδοσιακά ευθυγραμμισμένοι με την Αριστερά.
Αυτή η σύγκρουση ξεκίνησε στο δεύτερο συνέδριο του κόμματος, που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2017 στην πρώην αρένα ταυρομαχιών του Βιστάλεγκρε.
Αν και δεν ήταν υποψήφιος για γραμματέα του κόμματος, ο Errejón στήριξε μία εναλλακτική πολιτική πλατφόρμα χάνοντας από την Iglesias με 50 έναντι 33%.
Τους επόμενους μήνες, η εσωκομματική ρήξη έγινε και επίσημα διάσπαση, με τον Errejón να κατεβαίνει με το ψηφοδέλτιο Más Madrid στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης το 2019 και στις εθνικές εκλογές, αργότερα, τον ίδιο χρόνο.
Το 2020, η τροτσκιστική παράταξη Anticapitalistas, με σημαντικές προσωπικότητες όπως η Teresa Rodríguez – μία ευρωβουλευτής που εκλέχτηκε το 2014- επίσης εγκατέλειψε τους Podemos.
Παρά τα εσωτερικά προβλήματα, οι Podemos κατάφεραν να μπουν στην κυβέρνηση, κάτι που από καιρό στόχευαν. Παρά το ότι η εκλογική τους δύναμη συρρικνώθηκε τον Απρίλιο του 2019 (14,3%) αλλά και στις επόμενες εκλογές το Νοέμβριο του 2019 (12,9%). Το με μετριοπαθές PSOE του Pedro Sánchez αναγκάστηκε να συνάψει συμφωνία με τους Podemos, σχηματίζοντας την πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού μετά την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ισπανία, τη δεκαετία του 1970.
Παρά το ότι οι Podemos αξιοποίησαν τη θέση τους στην κυβέρνηση για να προωθήσουν ορισμένες προοδευτικές πολιτικές που βελτίωσαν ουσιαστικά την κατάσταση πολλών αδύναμων και χαμηλόμισθων εργαζομένων Ισπανών, το κόμμα του Iglesias δεν κατάφερε αυτό να το εξαργυρώσει εκλογικά.
Οταν η κυβέρνηση των Σοσιαλιστών-Podemos κέρδισε την ψήφο εμπιστοσύνης τον Ιανουάριο του 2020, ο Iglesias ξέσπασε σε δάκρυα μέσα στο κοινοβούλιο. Ένιωσε, πως παρά τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει μέχρι εκεί, τη δικαίωση μιας γενιάς αριστερών ακτιβιστών, που πολιτικοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους αγώνες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και ατσαλώθηκε μέσα στις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας του 2010. Όμως, η κρίση ταυτότητας των Podemos θα χειροτερεύσει.
Μια κυβερνητική θητεία γεμάτη αγκάθια
Το να σχηματίσουν κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ μια εύκολη εμπειρία για πολλά αριστερά κόμματα στην Ευρώπη. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, με τη συνθηκολόγησή της κυβέρνησης στις απαιτήσεις της τρόικας το 2015, ίσως να είναι η πιο χαρακτηριστική. Και παρά ένα πλήθος μέτρων και πολιτικών κατάφεραν, ως ένα βαθμό να εξισορροπήσουν τα μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές και να κρατήσουν την κοινωνία όρθια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να κερδίσει μία δεύτερη τετραετία.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους Podemos παρά το ότι πολλές από τις κοινωνικές πολιτικές που κατάφεραν να περάσου είχαν μεγάλη λαϊκή έγκριση. Οπως για παράδειγμα με το νόμο του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος που όπως ανακοινώθηκε τον Απρίλιο του 2020, θα καλύψει τελικά 850.000 νοικοκυριά. Ακόμα και το ακροδεξιό κόμμα Vox που είχε αρχικά δεσμευτεί να το καταψηφίσει, αναγκάστηκε να το υποστηρίξει και το υπερψήφισε. Το ίδιο και με την απαγόρευση διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου για οικογένειες που αγωνίζονται να πληρώσουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και η αύξηση φόρου για τα υψηλά εισοδήματα. Ωστόσο, οι Podemos πήγαν άσχημα στις τοπικές εκλογές το 2020 στη Γαλικία και στη χώρα των Βάσκων.
Σημαντικά γραφειοκρατικά εμπόδια και τεχνικά προβλήματα κατά την εφαρμογή ορισμένων από αυτές τις πολιτικές, περιόρισαν την ικανότητα των Podemos να τις παρουσιάσει ως νίκες. Σε άλλες περιπτώσεις, η αποδυνάμωση των αρχικών προτάσεων (όπως στην περίπτωση του φόρου για τους πλούσιους), έκαναν τους Podemos να δείχνουν αδύναμοι στις διαπραγματεύσεις του με ένα PSOE που εξακολουθεί να επηρεάζεται από νεοφιλελεύθερα γεράκια όπως η υπουργός οικονομίας Nadia Calviño.
Το πιο ενδεικτικό αυτής της κατάστασης ήταν η αντιπαράθεση σχετικά με το πλαφόν ενοικίων τον Μάρτιο του 2021. Το PSOE ενώ είχε συμφωνήσει με τους Podemos σύντομα υποχώρησε, δείχνοντας πόσο πολύ, παρά το όνομα «σοσιαλιστικό», το κόμμα του Σάντσεζ αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα μιας μεσαίας τάξης που υπερασπίζεται ζηλότυπα την αξία της πενιχρής περιουσίας της ενάντια σε κάθε προσπάθεια προστασίας εκείνων που δεν κατέχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο.
Ενώ οι Podemos απείλησαν αρχικά να ρίξουν την κυβέρνηση γι αυτό το ζήτημα, τελικά υποχώρησαν.
Ο Pablo Iglesias προσπαθούσε πάντοτε να εξηγήσει στους υποστηρικτές του το πόσο δύσκολο ήταν για ένα αριστερό κόμμα να κολυμπήσει στη θεσμική πολιτική και να αντιμετωπίσει την τεράστια πίεση των λόμπι στην κυβέρνηση. Ωστόσο, όπως και με άλλα λαϊκά κόμματα που είχαν δώσει σε μια υπόσχεση για ριζική αναθεώρηση του πολιτικού συστήματος, αυτές οι λογικές εξηγήσεις δεν βρήκαν έδαφος.
Την ίδια στιγμή, τα συντηρητικά, φιλοδεξιά ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν έχουν αφήσει δηλητήριο που να μην έχουν χύσει όλα αυτά τα χρόνια στους Podemos, είχαν ήδη καταφέρει να περάσουν στην κοινή γνώμη την ιδέα ότι, σε αντίθεση με όσα λέει και την εικόνα του, ο Iglesias είχε γίνει πια ένας θεσμικός πολιτικός όπως όλοι και είχε χάσει τον ριζοσπαστισμό του. Είχε δηλαδή σοβαρευτεί και συντηρητικοποιηθεί από την εξουσία.
Έτσι, αντί να αποδείξουν πώς η Αριστερά θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα κατακτώντας την εξουσία, η κυβερνητική εμπειρία των Podemos φάνηκε να προκαλεί απογοήτευση μεταξύ των υποστηρικτών τους και πανικό στην ηγεσία τους. Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε τελικά τον Iglesias να πάρει ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο πριν από τις εκλογές της Μαδρίτης: να εγκαταλείψει τη Βουλή και να ξανακατέβει στο δρόμο ως υποψήφιος για να επαναπροσδιορίσει το ρόλο των Podemos στο κίνημα και να ενώσει τους αριστερούς. Ωστόσο, αντί αυτό να σηματοδοτήσει μια νέα αρχή για το κόμμα, σήμανε το τέλος (ή έστω τη διακοπή) της πολιτικής καριέρας του Iglesias.
Η καταστροφή της Μαδρίτης
Η εκλογική εκστρατεία της Μαδρίτης έπρεπε λογικά να έχει ως άξονα αυτό που υποστήριζαν πάντοτε οι Podemos και που τους είχε δώσει υψηλά ποσοστά στα πρώτα τους βήματα: τον πόλεμο στην πολιτικο-οικονομικήελίτ: στην «κάστα» ( Casta ), έναν όρο που δανείστηκε από το ιταλικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Αυτή τη φορά όμως είχαν απέναντί τους και το ανερχόμενο ακροδεξιό κόμμα Vox, το οποίο προωθεί τη δική του λαϊκιστική και «αντισυστημική» ατζέντα από την αντίθετη πλευρά του πολιτικού φάσματος.
Ο Iglesias ζήτησε από την Αριστερά να ενώσει τις δυνάμεις της για να μπει ανάχωμα στο Vox και να εξαλείψει τον φασισμό, και αυτό έγινε τελικά το κεντρικό θέμα για ολόκληρη την προεκλογική εκστρατεία.
Στην πρώτη του προεκλογική εμφάνιση, ο Iglesias αντιμετώπισε μια ομάδα φασιστών που τον ονόμασαν «casta». Ένα συλλαλητήριο του Vox στα Vallecas – η γειτονιά της εργατικής τάξης στην οποία ζούσε ο Iglesias μέχρι πρόσφατα και όπου δημιουργήθηκε το στούντιο της τηλεοπτικής εκπομπής La Tuerka – ακολούθησε συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και αριστερών διαδηλωτών, πράγμα που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έσπευσαν να παρουσιάσουν ως μάχη μεταξύ εξτρεμιστών, επιστρατεύοντας τη λογική των δύο άκρων. Μια προεκλογική συζήτηση που διοργανώθηκε από την Cadena SER έκανε έξω φρενών τον Iglesias ο οποίος εγκατέλειψε το στούντιο όταν ο υποψήφιος Vox, Rocío Monasterio, κληρονόμος πλούσιων γαιοκτημόνων στην Κούβα, χαρακτήρισε fake news τις απειλές θανάτου κατά του Iglesias και της οικογένειάς του.
Η μετατροπή της εκλογικής εκστρατείας σχεδόν αποκλειστικά σε αντιφασιστική κινητοποίηση δεν λειτούργησε υπέρ των Podemos. Παρά τις ευνοϊκές δημοσκοπήσεις, το Vox είδε τις ψήφους της να αυξάνονται ελάχιστα έναντι των προηγούμενων εκλογών του 2019 (0,25%) Όμως η νυν πρόεδρος της περιφέρειας της Μαδρίτης, η Isabel Díaz Ayuso που γνώριζε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και που είχε έξυπνα κρατήσει τον εαυτό της έξω από την αντιπαράθεση μεταξύ Podemos και Vox – επωφελήθηκε από την κατάσταση.
Η Partido Popular διπλασίασε το μερίδιο ψήφου της από 22% σε 44% και κατέκτησε περισσότερες έδρες απ ‘ότι όλα μαζί τα κόμματα της Αριστεράς.
Το ότι επικεντρώθηκαν αποκλειστικά και μόνο στον αντιφασισμό κάτι που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο για ένα κόμμα της ευρείας Αριστεράς, ηθικά αδιαμφισβήτητο και ιδιαίτερα δημοφιλές στην βάση τους, δεν ήταν αρκετό για ένα ευρύτερο κοινό που περιμένει πολλά περισσότερα.
Τα μόνα καλά νέα για την Αριστερά ήταν ότι το Más Madrid είχε καλή απόδοση, αυξάνοντας το 17% (+2). Αυτό οφείλεται όχι μόνο στην καλή απόδοση της υποψήφιάς της Mónica García, αλλά και στο γεγονός ότι το Más Madrid επικεντρώθηκε στα θέματα που οι ψηφοφόροι τείνουν να τους νοιάζουν περισσότερο στις τοπικές εκλογές: την υγεία (η García είναι γιατρός), οι δημόσιες υπηρεσίες και το περιβάλλον.
Αποδεχόμενος ότι η πολύ χαμηλή απόδοση των Podemos (είχαν μία μικρή άνοδο) ήταν κάτι που ισοδυναμούσε με ήττα, το βράδυ των αποτελεσμάτων, ο Ιγκλέσιας ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την πολιτική, παραδεχόμενος ότι τώρα είχε γίνει περισσότερο βαρύδι παρά πλεονέκτημα.
Πολλοί στην Αριστερά συγχαίρουν την Iglesias, συμπεριλαμβανομένου του Gabriel Rufián της Esquerra Republicana de Catalunya, ο οποίος σημείωσε πώς ήταν ο πρώτος πολιτικός που εμφανίστηκε στην τηλεόραση λέγοντας τα πράγματα όπως ήταν πραγματικά. Ο θαυμασμός για έναν ηγέτη του οποίου η αφοσίωση και το ταλέντο δεν έχουν το όμοιό τους τις τελευταίες δεκαετίες θα πρέπει, ωστόσο, να συνοδεύεται τώρα από κάποια νηφάλια ανάλυση για το τι πήγε στραβά.
Οι Podemos μετά τον Pablo
Όπως το θέτει ο καθηγητής Complutense Jorge Resina , «Ο Iglesias ήταν οι Podemos, αλλά οι Podemos δεν θα είναι πια ο Iglesias».
Η νέα εν αναμονή ηγέτης των Podemos, η Yolanda Díaz, θα μπορούσε να προσφέρει όλα εκείνα που χρειάζεται το κόμμα αυτή τη στιγμή. Είναι δημοφιλής στους ψηφοφόρους. Είναι ικανή Είναι ψύχραιμη και καθησυχαστική και δεν είναι πολύ στραμμένη στην εσωτερικήιδεολογική αντιπαράθεση. Η θητεία και το έργο της στο Υπουργείο Εργασίας έχει ευρύτατη αποδοχή. Θα μπορούσε να είναι ο σωστός άνθρωπος, τη σωστή στιγμή για να καθοδηγήσει τη μετάβαση των Podemos στο επόμενο κεφάλαιο της πολιτικής τους ιστορίας. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά οργανωτικά και στρατηγικά ζητήματα στο κόμμα.
Οργανωτικά, είναι προφανές ότι οι Podemos έχουν πλέον ξεπεράσει το μινιμαλιστικό μοντέλο μίας χαλαρής παρέας ακτιβιστών που είναι μεν δραστήριοι στα κινήματα αλλά δεν συγκροτούν έναν δομημένο πολιτικό φορέα. Να θυμίσουμε ότι αρχικά, οι Podemos είχαν δημιουργήσει τοπικά παραρτήματα που λειτουργούσαν ως ανοιχτές συνελεύσεις οι οποίες έπαιζαν το ρόλο τοπικών οργανώσεων. Όμως ο ρόλος τους αυτός αποδυναμώθηκε σταδιακά καθώς αναλίσκονταν σε ατέρμονες συζητήσεις και σαν αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μίελς αποκαλούσε «συνήθεια των συναντήσεων».
Ωστόσο, αυτό που μάλλον συνέβη, όπως και σε άλλα νέα κόμματα, για παράδειγμα το Κίνημα Πέντε Αστέρων της Ιταλίας, ήταν ότι η περιθωριοποίηση αυτών των τοπικών δικτύων ήλθε ως αποτέλεσμα της έλλειψης οργανωτικής ικανότητας σε τοπικό επίπεδο, κάτι που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απόδοσή του κόμματος στις τοπικές εκλογές.
Οι Podemos θα πρέπει να επανεξετάσουν τις εσωτερικές λειτουργίες κομματικής δημοκρατίας, υιοθετώντας μια πιο πλουραλιστική στάση για τον εσωτερικό διάλογο από τα εσωτερικά δημοψηφίσματα που έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής, η οποία θα λειτουργούσε επίσης ως ασφαλιστική δικλείδα κατά των διασπάσεων.
Οι Ισπανοί ακτιβιστές θα πρέπει επίσης να επανεξετάσουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και κομμάτων. Η δύναμη των Podemos ήταν συνάρτηση της δύναμης των κοινωνικών κινημάτων. Τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος αντλήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από τις τάξεις του κύματος διαμαρτυρίας των 15 Μ.
Η μόνη ελπίδα για ανάκτηση της δύναμης του Podemos έγκειται στην αναζωογόνηση των κοινωνικών κινημάτων ευρείας βάσης. Ωστόσο, η υπερβολική ταύτιση μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και κομμάτων μπορεί να καταλήξει να είναι επιζήμια και για τα δύο. Ένα πολιτικό κόμμα πρέπει να είναι ικανό να αντιμετωπίσει τα σκαμπανεβάσματα από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση και θα πρέπει να εκπαιδεύσει τα στελέχη και τα μέλη του αντί να βασίζεται εξ ολοκλήρου στα κοινωνικά κινήματα για να τα διαμορφώσει την πολιτική του. Όμως αυτό απαιτεί μια πολύ σοβαρή οργανωτική δομή και μια πιο αποτελεσματική λειτουργία συγκέντρωσης δυνάμεων από αυτήν που έχουν σήμερα οι Podemos.
Η μεγαλύτερη πρόκληση των Podemos έχει, ωστόσο, να κάνει πρώτα και κύρια με ζητήματα στρατηγικής και οράματος. Η σταδιακή εκλογική τους πτώση συνέπεσε με την αποστασιοποίηση από τις αρχικές ριζοσπαστικές θέσεις τους που όμως δεν αφορούσαν μονάχα ένα αριστερό κοινό αλλά πολύ ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας. Ένα σύνδρομο από τον οποίο διακατέχονται πολλά σύγχρονα κόμματα της Αριστεράς θεωρώντας ότι το άνοιγμα στην κοινωνία «νερώνει» την ιδεολογική τους ταυτότητα, κάτι που οφείλουν να υπερασπιστούν ακόμη κι αν έτσι μειωθεί η δύναμή τους. Κάτι που έπαθαν και τα μέσα ενημέρωσης των Podemos τα οποία ενώ αρχικά συνδύαζαν την αγανάκτηση με την αποφασιστικότητα, την κριτική στο σύστημα με το άνοιγμα στον πολιτισμό και τους νέους, τη σάτιρα, την ειρωνεία αλλά και την ανθρωπιά και τον ενθουσιασμό, σταδιακά πήραν τη συνηθισμένη αριστερή ριζοσπαστική μορφή ενός παλαιοκομμουνιστικού κομματικού οργάνου, χωρίς να είναι καν κομμουνιστές όμως.
Η Yolanda Díaz θα μπορούσε να οδηγήσει το κόμμα έξω από αυτή την εσωστρέφεια. Ωστόσο, οι Podemos κινδυνεύουν να γίνουν μια εκτεταμένη εκδοχή του Izquierda Unida, ενός σχετικά μικρού ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος του οποίου ο μόνος ρόλος είναι να είναι δεκανίκι σε κυβερνήσεις συνασπισμού υπό την ηγεσία και τον έλεγχο ενός ολοένα και πιο συντηρητικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος όπως το PSOE.
Αυτό που χρειάζονται η Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι κάτι διαφορετικό: Δυνάμεις που να μπορούν πραγματικά να σπάσουν το καλούπι της θεσμικής πολιτικής και των παραδοσιακών κομμάτων και να καταρρίψουν το ψεύτικο δίλημμα μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς.
Αυτή ήταν η αρχική υπόσχεση των Podemos η οποία λειτούργησε ως ηλεκτροσόκ, και είτε οι Podemos είτε τα νέα κοινωνικά κινήματα και κόμματα θα πρέπει να ξαναθέσουν στο τραπέζι της ιστορίας.
Πρώτη δημοσίευση: Jacobinmag – Απόδοση στα ελληνικά: NewsroomTeam