Έχοντας μπροστά μας κρίσιμες ελληνο-τουρκικές συναντήσεις και ευρύτερες εξελίξεις εθνικού ενδιαφέροντος, επείγει η νηφάλια ενδοσκόπηση στον εθνικό σχεδιασμό για τα ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό.
Στόχος μας δεν μπορεί να είναι η (τόσο εμφανής μάλιστα) θεοποίηση από μέρους μας της αποκλιμάκωσης ως αποκλειστικού και πάση θυσία στόχου: στέλνει στην άλλη πλευρά επικίνδυνα μηνύματα φόβου και υποχωρητικότητας. Αυτονόητος στόχος μιάς νέας στρατηγικής θα έπρεπε να είναι να βγούμε από τις επόμενες κρίσεις που πιθανότατα θα ακολουθήσουν, με κέρδη μετρήσιμα και ουσιαστικά.
Δεν μπορεί να εφησυχάζουμε πανηγυρίζοντας ως στόχο και επιτυχία το ότι ο Ερντογάν κρατάει (προσωρινά) τα γεωτρύπανα στα τουρκικά λιμάνια.
1. Όπως μας δείχνουν οι εστίες ανάφλεξης τριγύρω μας (Αν.Μεσόγειος, Λιβύη, Μέση Ανατολή, Καύκασος, Ουκρανία κλπ), στο νέο διεθνές σύστημα που αναδύθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και τον Μονοπολικό Κόσμο, οι πιθανότητες ένοπλης σύγκρουσης έχουν δυστυχώς αυξηθεί. Αποτελεί γι αυτό επικίνδυνο εφησυχασμό αν σημαντικοί ιθύνοντες πιστεύουν πραγματικά ότι πολεμική σύγκρουση δεν θα υπάρξει σε καμία περίπτωση και ότι « η αποτρεπτική μας ισχύς είναι ισχυρότατη», όπως έχει λεχθεί. Οι καιροί απαιτούν μεγάλη ευελιξία και κινητικότητα (με απτά αποτελέσματα), ορθή ανάγνωση των φύσει ασταθών συμμαχιών και ρευστών συσχετισμών και άρα αυξημένη ετοιμότητα και στρατηγικό σχεδιασμό με βάση όχι το ευκταίο, αλλά το χειρότερο σενάριο.
2.Ειδικά για τη χώρα μας απαιτείται μιά νέα στρατηγική με στόχο την αποτροπή μιάς σταθερά επιθετικής Τουρκίας χωρίς υποχωρήσεις και διολισθήσεις στο διπλωματικό πεδίο. Δυστυχώς φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς ότι η αξιοπιστία της αποτρεπτικής ικανότητας κρίνεται από τον υποψήφιο εισβολέα κι ότι γι αυτό μιά πολιτική ηγεσία πρέπει πάντα να δείχνει έτοιμη (και να το επικοινωνεί στους ορθούς τόνους) να ακολουθήσει τον αντίπαλο «μέσα στο φρενοκομείο» αν πληγεί η εθνική ακεραιότητα. Άρα, να γνωρίζει ο πιθανός εισβολέας ότι σε περίπτωση αποτυχίας της αποτροπής διαθέτουμε τόσο την πολιτική αποφασιστικότητα, όσο και τη στρατιωτική ικανότητα «ανταπόδωσης» με καίρια πλήγματα εναντίον του ( κι όχι απλής άμυνας επί του πατρίου εδάφους— άρα αρκετά πέραν της «ισοπέδωσης μιάς βραχονησίδας»).
3. Χώρες όπως η Τουρκία δυστυχώς εντάσσουν τη στρατιωτική σύγκρουση, ιδίως την «περιορισμένη» και τις υβριδικές επιθέσεις (Έβρος, Αιγαίο κλπ) στην καθημερινή φαρέτρα τους γιατί έχουν αντιληφθεί την αδυναμία της Δύσης να απαντήσει σε επιθέσεις και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου με στρατιωτική απώθηση των εισβολέων. Γνωρίζουν λοιπόν ότι οι επιθέσεις τους θα μείνουν ουσιαστικά ατιμώρητες, «ανοίγουν θέματα», τολμούν και τελικά κάτι κερδίζουν «επί του πεδίου». Οι χώρες λοιπόν αυτής της κατηγορίας, όπως η Τουρκία, που θεωρούν τη σύγκρουση (και την απειλή χρήσης βίας) αποδεκτό μέσο πολιτικής, δεν αντιμετωπίζονται με αυτόματη προσφυγή στους συνήθεις «πολιτισμένους» διαλόγους μεταξύ Ευρωπαίων γειτόνων.
4. Στην επίλυση των διεθνών διενέξεων η ακολουθητέα διαδικασία έχει ιδιαίτερο βάρος. Τα κράτη συνήθως επιλέγουν τις διαπραγματεύσεις (που βαφτίζονται με διάφορα ονόματα για λόγους επικοινωνιακούς) ή την λίγο-πολύ άτυπη μεσολάβηση τρίτου μέρους (ή ομάδας κρατών), και λιγότερο συχνά τη δικαστική επίλυση γιατί απαιτεί συνήθως πολύ χρόνο αλλά και δεν εγγυάται την αποδοχή της απόφασης από τα δυστροπούντα μέρη. Όμως διάλογοι χωρίς όρους σπανίζουν. Συνήθως διαμορφώνεται παρασκηνιακά ένα πλαίσιο συμφωνίας με εξισορρόπηση των θεμάτων της ατζέντας ώστε να γίνει αμοιβαία αποδεκτό. Το πλαίσιο των διερευνητικών επαφών με την Άγκυρα δυστυχώς απέχει πολύ από μιά εξισορροπημένη και αμοιβαία αποδεκτή ατζέντα θεμάτων.
Κι όμως απτόητοι συνεχίζουμε με μιά διαδικασία που εν τέλει γεννήθηκε από την ήττα στα Ίμια. Το ίδιο και η στρατηγική μας στο Κυπριακό, αποτέλεσμα των ελλαδικών τύψεων για την τραγωδία του 1974.
Εν κατακλείδι, το αν, πώς και πού θα συναντηθούν οι υπουργοί Εξωτερικών ή και οι ηγέτες των δύο χωρών έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Όμως, το εθνικά ενδιαφέρον και κρίσιμο που οφείλουμε να αποτιμήσουμε είναι το με ποιές θέσεις προσέρχεσαι στον «διάλογο» και τι μάχεσαι για να κερδίσεις. Ουδείς υπεύθυνος χειριστής έχει πειστικά εξηγήσει τι θα κερδίσει η Ελλάδα από τη συζήτηση επί μιάς ατζέντας θεμάτων κατά τα 4,5/5 τουρκικών και αν ο εθνικός μας στόχος είναι η ΑΟΖ των 500.000 τετρ.χλμ. που δικαιούμαστε σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας. Σε διάλογο προσέρχεσαι για να κερδίσεις, όχι απλά για να «αποκλιμακώσεις» και να χειροτερεύσεις τη θέση σου.
——————
* Καθηγητής διεθνών σχέσεων, Πρόεδρος του Ευρωπ.Κέντρου Αριστείας και πρ. υφυπουργός Εξωτερικών.
Eικόνα: the Levant / Buyenlarge / Getty Images