Αυτό είναι ένα κείμενο που το αφιερώνω σε τρεις πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους.
Πήρα ένα φίλο μου το πρωί τηλέφωνο, μου λέει μαζεύω τα χαλιά, του λέω χέστα τα χαλιά, έχω να σου πω κάτι σημαντικό.
Τα ‘χεσε τα χαλιά, του λέω, ξέρεις κάτι, είναι πολύ σήμαντικό, κατάλαβα μόλις χτες ότι είμαστε υγιείς…
Είμαστε τέσσερις.
Καλά, στην πραγματικότητα είμαστε άπειρα πολλοί, αλλα εμείς οι συγκεκριμένοι είμαστε τέσσερις.
Σαν μια διαστροφική εκδοχή του σεξ εντ δε σίτι, με πολύ σίτι και βάριους αμάουντς οφ σεξ.
Τρεις γυναίκες κι ένας άντρας.
Αυτός με τα χαλιά.
Μας δένουν πολλά πράγματα, είμαστε φίλοι, αλλά πιο πολύ απ’ όλα μας έδεσε μια κοινή συγκυρία, εμπειρία, κατάσταση, όπως θέλετε πείτε το:
Είμαστε όλοι φοβισμένοι.
Κι επειδή είμαστε φοβισμένοι, είμαστε και μόνοι μας.
Σε διαβάθμιση…
Ο ένας είναι μόνος του, σε σχέση. Άντρας γαρ…
Η άλλη είναι μόνη της, σε σχέση με πάρα πολλά όρια και στεγανά.
Η τρίτη είναι μόνη της, αλλά κατά καιρούς κάνει κάτι απόπειρες καταδικασμένες α πριόρι να αποτύχουν.
Η τέταρτη είναι εντελώς μόνη της, έπιασε γκόμενο τον εαυτό της μέχρι νεωτέρας.
Είμαστε όλοι φοβισμένοι.
Κι επειδή είμαστε φοβισμένοι, είμαστε και μόνοι μας.
Τι μας φόβισε τόσο πολύ;
Είναι μια ιστορία που ξεκινάει από τον πάτο κι ανεβαίνει προς τα πάνω, είναι μια ιστορία που άμα δεν πιάσει πάτο δεν ολοκληρώνεται μέσα σου ώστε να την κατανοήσεις, πολλώ δε μάλλον να τη διηγηθείς.
Στη θεωρία, μας φόβισαν όλοι αυτοί στους οποίους εμπιστευτήκαμε πιο πρόσφατα τους εαυτούς μας, τα παιδιά μας (οι τρεις), τα σπίτια μας, το μέλλον μας, τις ζωές μας, αλλά κυρίως το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαμε: Το συναίσθημά μας.
Βρεθήκαμε συνεκδοχικά και οι τέσσερις στην ίδια θέση:
Αυτοί στους οποίους εμπιστευτήκαμε τους εαυτούς μας, τα παιδιά μας (οι τρεις), τα σπίτια μας, το μέλλον μας, τις ζωές μας, αλλά κυρίως το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαμε, το συναίσθημά μας, αποδείχθηκαν ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας.
Μάς φόβισε αυτό, είμαστε άνθρωποι του πρώτου κόσμου, δεν μας κυνηγάνε οι ρουκέτες στη Γάζα, ούτε η πείνα στο Σουδάν, θέλω να σας πω εδώ ότι το τραύμα είναι πολύ σχετικό πράγμα:
Όλοι έχουμε από ένα, μέχρι που εμφανίζεται ένα πιο επείγον και άμεσο και το καλύπτει.
Μετά είδαμε όλους αυτούς στους οποίους εμπιστευτήκαμε πιο πρόσφατα τους εαυτούς μας, τα παιδιά μας (οι τρεις), τα σπίτια μας, το μέλλον μας, τις ζωές μας, αλλά κυρίως το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαμε, το συναίσθημά μας, να προχωράνε τη ζωή τους κόπι πέιστ σα να μην κουνήθηκε βλέφαρο, ενώ εμείς από την άλλη, όσο εκείνοι πήγαιναν «μπροστά», πήγαμε προς τα πίσω.
Στον πάτο, η μόνη επιλογή είναι το πίσω. Και η μόνη ελπίδα να μην φτάσεις στον πάτο είναι να το κάνεις πριν απ’ αυτόν.
Μπορείς βέβαια να πας και «μπροστά» κόπι-πέιστ χωρίς να λύσεις τίποτα.
Είναι επιλογή αυτό.
Και κοιτάξαμε, που λέτε, προς τα πίσω και αρχίσαμε να μιλάμε για την πυραμίδα των τραυμάτων που μπροστά της αυτή του Χέοπα είναι λέγκο.
Κι αρχίσαμε να σκαλίζουμε -πάντα πολύ φοβισμένοι- και να ψάχνουμε.
Γιατί εμπιστεύθηκα τον εαυτό μου, τα παιδιά μου (οι τρεις), το σπίτι μου, το μέλλον μου, τη ζωή μου, αλλά κυρίως το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα, το συναίσθημά μου, σ’ έναν άνθρωπο που δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα διαχειριστεί;
Κι αρχίζεις:
Σε έναν;
Γιατί, ο προηγούμενος μπορούσε;
Ή μήπως μπορούσε ο προ-προηγούμενος;
Πόσο πίσω πάει αυτό το γαμημένο;
Και ξετυλίγεται το κουβάρι μπροστά σου.
Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι ιστορίες αναξιοπιστίας και σίριαλ κακοποίησης;
Ελεμένταρι: Εσένα.
Κοπανιέσαι, πετάς βελάκια στον εαυτό σου, λες «μα, δεν είναι δυνατόν, πώς επέτρεψα να μου συμβεί αυτό;», βαράς, αυτοτιμωρείσαι και μετά κάθεσαι και πίνεις μια μπύρα στον ανοιξιάτικο ήλιο και σκέφτεσαι:
Είμαι υγιής.
Στάθηκα.
Χτυπήθηκα.
Έκλαψα, ζορίστηκα, ξέρασα -κυριολεκτικά- το γάλα της μάνας μου, τη μάνα μου μαζί, διακόσια χρόνια από τη μία σας κάνω το σάκο του μποξ κι από την άλλη στέκομαι όρθια/ος και γίνομαι όλο και καλύτερη/ος για να σας αποδείξω και να ρεφάρω…
Τι να ρεφάρω;
Τι να αποδείξω;
Και σε ποιον;
Δεν έχω ν’ αποδείξω σε κανέναν τίποτα.
Στάθηκα.
Σκέφτηκα.
Κόβω τον κύκλο της προβληματικής επανάληψης – ρεπετίσιον κομπάλσιον που λέμε στο χωριό μου.
Τον κόβω ακόμα κι αν μου κοπεί το χέρι…
Καθένας μας έχει κι από έναν τέτοιο κύκλο.
Τεράστια νίκη όταν τον κόβεις.
Στην πράξη, λοιπόν, για ν’ αφήσουμε τη θεωρία και για να επιστρέψω στην αρχή, τι φοβόμαστε εμείς οι τέσσερις;
Τους εαυτούς μας.
Τους έχουμε βάλει κάτω και καθένας με τον τρόπο του, τους κόβουμε φέτες και τους επανασυνθέτουμε όπως εμείς θέλουμε.
Θα πετύχουμε. Επειδή το αποφασίσαμε.
Δεν υπάρχει πιο δύσκολη μάχη να δώσεις.
Απ’ αυτήν με τον εαυτό σου.
Επειδή είναι μια μάχη που δεν τη δίνεις για να κερδίσει κάποιος.
Αλλά για να υπάρξει συμφιλίωση.