Ομάδα ιστορικών διερεύνησε τη δράση των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών της Δυτικής Γερμανίας μέχρι το 1968. Πόσο αποτελεσματικές ήταν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη;
Υπάρχει επ’ αυτού μια νέα μελέτη της Ανεξάρτητης Επιτροπής Ιστορικών των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών (BND) που για πρώτη φορά δίνει καθαρές απαντήσεις για την εποχή μέχρι το 1968. Και είναι συναρπαστικές αλλά και μαζί νηφάλιες. «Η BND ενδιαφερόταν πρωτίστως για την στρατιωτική ισχύ των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ» συνοψίζει ο Αντρέας Χίλγκερ, υπεύθυνος συνεργάτης της Επιτροπής. Η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία ήταν ζώνες ανάπτυξης του Σοβιετικού Στρατού κι αυτό εξηγεί το ξεχωριστό ενδιαφέρον. Για να διακρίνει κανείς εγκαίρως μια εχθρική επίθεση, η στρατιωτική ισχύς της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και την Βουλγαρίας θεωρούνταν από τους Γερμανούς κατασκόπους δείκτης έγκαιρης προειδοποίησης.
Υπερβολικές αξιώσεις
Οι φιλοδοξίες των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών, που ιδρύθηκαν το 1946 από τους Αμερικανούς ως «οργάνωση Γκέλεν» και το 1956 πέρασαν στον έλεγχο της γερμανικής κυβέρνησης, δεν ήταν ταπεινές, αλλά τα αποτελέσματα δράσης τους σε κάθε περίπτωση ήταν περιορισμένα. «Για την BND θεωρούνταν τεράστια επιτυχία, όταν διέθετε ενεργή “πηγή” σε μια από τις χώρες στόχου. Ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός. Στη δεκαετία του 60 κυμαίνονταν ανάμεσα στις 9 και 22 χώρες και σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Πράκτορες σε υψηλά πόστα δεν υπήρχαν» σημειώνει ο Χίλγκερ, ο οποίος τώρα είναι υποδιευθυντής στο Ινστιτούτο Γερμανικής Ιστορίας στη Μόσχα. Η πολυπλοκότητα του έργου ενός κατασκόπου φαίνεται από την «Επιχείρηση Κασσιόπη».
Mε αυτήν την κωδική ονομασία η BND διατηρούσε μια Γερμανίδα ως «πηγή» στην βουλγαρική πόλη Βιντίν. Αλλά οι περίπλοκες διασυνδέσεις επαφών και η επιθετική στάση των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες στρατολόγησαν με τη βία ως δικό τους κατάσκοπο τον Βούλγαρο σύζυγο της Γερμανίδας, περιόρισαν πολύ τις δυνατότητες της «πηγής» τους. Παρατηρήσεις στρατιωτικών εγκαταστάσεων ήταν η πολυτιμότερη πληροφορία της «Κασσιόπης». Μέχρι που κάποια στιγμή κινδύνευσε και έτσι το BND την απενεργοποίησε. «Τέτοιου είδους προβλήματα προσπαθούσε το BND να καλύψει με ταξιδιώτες επιχειρηματίες, δημοσιογράφους ή τουρίστες, αλλά οι πληροφορίες που μπορούσαν να δίνουν παρέμεναν στιγμιαίες γιατί δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν στο παρασκήνιο» υπογραμμίζει ο Χίλγκερ.
Έτσι από το 1958 μέχρι το 1964 στρατολόγησαν αυστριακό δημοσιογράφο που ταξίδευε τακτικά σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο πράκτορας «Γκρέντλερ» κατέγραφε παρατηρήσεις και συζητήσεις, αλλά στην ουσία χωρίς ιδιαίτερη αξία. Οι συνεργάτες της BND αποδείχθηκαν ευρηματικοί στην αντικατασκοπεία. Μεταξύ άλλων έραβαν χαρτάκια με οδηγίες σε εσώρουχα γυναικών κατασκόπων για να τις περάσουν λαθραία από τα σύνορα. «Αλλά τα αποτελέσματα και οι επιτυχίες της BND ήταν το ίδιο περιορισμένες» προσθέτει ο Χίλγκερ.
Ναζί βετεράνοι
Αλλά το μεγαλύτερο μέρος πληροφοριών για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη λαμβάνονταν όχι από κατασκόπους, αλλά από συνομιλίες με πρόσφυγες και μετανάστες στην Αυστρία και Γερμανία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο πίσω στους στόχους της ήταν, αποτελεί η εξέγερση του 1956 στην Ουγγαρία, που προκάλεσε τον απόλυτο αιφνιδιασμό. Εκείνη τη χρονιά μόλις 20 πληροφορίες για την Ουγγαρία εστάλησαν στο παράρτημα της BND Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Και όταν οι ουγγρικές μυστικές υπηρεσίες απήγαγαν τον Γερμανό κατάσκοπο Σάντορ Βίσνεϊ στις 9.12.1956, σε συνάντηση «πηγών» στα σύνορα Αυστρίας-Ουγγαρίας, η κατάσταση χειροτέρεψε. Ακολούθησαν αποκαλύψεις για την ταυτότητα «πηγών», υπηρεσιών και συνεργατών, μεταξύ αυτών και του Γκέοργκ Κολένι, επικεφαλής Αντικατασκοπείας στην BND.
Το ότι διατήρησαν στο πόστο του τον ουγγρικής καταγωγής Κολένι, και μάλιστα το 1965 τον αναβάθμισαν σε επικεφαλής στρατιωτικής αντικατασκοπείας εναντίον της χώρας του, ήταν ένα από τα πολλά λάθη, που έκαναν τη ζωή της BND δύσκολη. Επιπλέον πρώην μέλη του ναζιστικού μηχανισμού ασφάλειας έστησαν δίκτυα για να εξασφαλίσουν σίγουρες θέσεις εργασίας στο BND. «Σημασία δεν είχαν τόσο οι ικανότητές τους, αλλά περισσότερο οι παλαιές τους πεποιθήσεις» σημειώνει ο Αντρέας Χίλγκερ. Στο τμήμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχει ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Από την ίδρυσή του το1946 μέχρι το 1968 επικεφαλής της λεγόμενης «Υπηρεσίας 71», όπως ονομαζόταν τότε, ήταν πρώην αξιωματικοί της Βέρμαχτ, όπως ο πρώτος επικεφαλής της Ρούπερτ Μάντελ, και πρώην εργαζόμενοι της εθνικοσοσιαλιστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Ασφάλειας του Ράιχ που ίδρυσε ο Χάινριχ Χίμλερ.
Μόλις όμως αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του 60 ότι ο ναζί Χάιντς Φέλφε ήταν διπλός πράκτορας της KGB, η κατάσταση με όλους τους πρώην ναζί στους κόλπους της BND μετατράπηκε σε βαρίδι. Ο εντοπισμός τέτοιων φαινομένων ήταν ο κύριος στόχος για την ίδρυση το 2011 της Ανεξάρτητης Επιτροπής Ιστορικών. Στους ερευνητές δόθηκε πλήρης πρόσβαση σε όλα τα μυστικά αρχεία μιας εν ενεργεία μυστικής υπηρεσίας. Οι καθυστερήσεις στο να δοθεί το τελικό πράσινο φως και το μαύρισμα σε ορισμένα σημεία των κειμένων, δείχνουν την σκοτεινή πλευρά ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η έρευνα κυκλοφορεί σε βιβλίο με τον τίτλο «Die Auslandsaufklärung des BND» από τις εκδόσεις Links του Βερολίνο. Τιμάται 80 ευρώ και έχει 986 σελίδες.
Πηγή: DW – Κρίστοφερ Νέρινγκ
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου