Γίνονται καλοί βουλευτές οι δημοσιογράφοι; Δύσκολα απαντιέται το ερώτημα. Η αλήθεια είναι πως η “παλιά (δημοσιογραφική) φρουρά” έχει συνεισφέρει στον κοινοβουλευτισμό. Πρόχειρα ανακαλώ στην μνήμη μου τον Γιώργο Ρωμαίο, τον Γιάννη Καψή, τον Γιάννη Βούλτεψη (έμμεσα ενεπλάκη με την πολιτική ως διευθυντής γραφείου Τύπου Ν.Δ) -από τα βάθη του πολιτικού χρόνου-, αλλά και τον Θόδωρο Ρουσσόπουλο, τον Γιώργο Βαρεμένο και άλλους που πιθανότατα ξεχνώ και αδικώ. Εκείνη η δημοσιογραφία, βεβαίως, ελάχιστα εφάπτεται με την βιοτεχνία παραγωγής μιντιακών περσόνων, η οποία έφερε, τα τελευταία χρόνια, αρκετά τέτοια πρόσωπα στα έδρανα της Βουλής.
Δεν ήταν “άγιοι” οι παλαιότεροι της δημοσιογραφίας. Και τότε υπήρχε διαπλοκή, κιτρινισμός και άλλα παρόμοια φαινόμενα. Υπήρχε, όμως, και μια αστική κουλτούρα, μια εποικοδομητική συνύπαρξη με σημαντικές μορφές που δημιουργούσε μικρά θετικά πρότυπα. Πολλούς δεν τους πρόλαβα (επαγγελματικά), άλλους τους παρακολουθούσα από την απόσταση που επιβάλλει η νεότητα και η απειρία. Αλλά όταν έβλεπα δίπλα μου έναν Φάτση, έναν Καμβύση, έναν Κομίνη, έναν Φυντανίδη, έναν Νέτα, έναν Κιάο, έναν Μανωλάκο, έναν Καϊση, έναν Ζαφείρη, έναν Τσαουσίδη, έναν Κουζινόπουλο, έναν Καρρά (για εμάς που αναπνεύσαμε δημοσιογραφικά και στην Θεσσαλονίκη), όταν άκουγα ιστορίες για την Βλάχου, τον Καραπαναγιώτη, τον Παρασκευόπουλο, και άλλους, ένοιωθα -όπως και πολλοί της γενιάς μου- την εντολή της συστολής.
Γεράσαμε (δημοσιογραφικά) επιτυχώς -ή ανεπιτυχώς;-, που έλεγε και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και φτάσαμε, τα τελευταία χρόνια, σε μια υπερσυγκέντρωση δημοσιογράφων στην πολιτική. Και, δεν αναφέρομαι, φυσικά, στα δημοσιογραφικά στελέχη των κομματικών μέσων ενημέρωσης του παρελθόντος. Διότι, μπορεί κανείς να διαφωνεί με την αριστερά, οι περισσότεροι, όμως, εκ των δημοσιογράφων του “Ριζοσπάστη”, ή της “Αυγής”, που μεταπήδησαν στην καθημερινότητα της πολιτικής ήταν κύριοι και κυρίες με όλη τη σημασία της λέξης και εκφραστές μια ήπιας και δημιουργικής αντίληψης.
Οι σκέψεις γεννήθηκαν από το ατόπημα του Γιάννη Λοβέρδου. Όχι μόνο γι’ αυτό το χυδαίο και ασυναίσθητο που είπε υπερασπιζόμενος ένα ασθενές και κοινωνικά προβληματικό νομοσχέδιο που επικρίθηκε από τον ΟΗΕ και ένα μεγάλο τμήμα του επιστημονικού κόσμου και απορρίφθηκε από δύο σημαντικές βουλεύτριες με φιλελεύθερο εκτόπισμα. Κυρίως επειδή το προφανές ολίσθημα δεν συνάντησε την αναγκαία ανάκληση, συγγνώμη, σιωπή. Αντιμετωπίστηκε με κραυγές και ύβρεις για εκείνους που “δεν κατάλαβαν”. “Η συγχώρηση είναι αρετή . Και όπως κάθε αρετή για να την κατακτήσεις έχεις να περάσεις από προσωπική διεργασία , πολλές φορές επώδυνη”, λένε οι ειδικοί. Και άλλοι συμπληρώνουν στον αντίποδα: “Ο έξυπνος ζητά συγγνώμη, ο βλάκας δικαιολογείται, ο ηλίθιος επιμένει“.
Οι δημοσιογράφοι στην πολιτική αποτελούν, ωστόσο, μια ειδική κατηγορία. Επειδή ως παρατηρητές, καταγραφείς και σχολιαστές των πολιτικών γεγονότων διαθέτουν εμπειρία, θα ανέμενε κανείς (αφελής), όταν οι ίδιοι ως πολιτικοί υποπέσουν στα λάθη που επέκριναν στους άλλους, να έχουν την ευφυϊα να μην πράττουν όσα κατηγορούσαν. Λογικό; Ναι, αλλά ανεφάρμοστο. Ο Λοβέρδος και κάθε Λοβέρδος έχει από άμβωνος κατηγορήσει πολλές φορές πολιτικούς για την ίδια συμπεριφορά. Αντί, όμως, να κατεβάσει τους τόνους, να αντιληφθεί ακαριαία την ανοησία που εκστόμισε και να την διορθώσει, επιτέθηκε με ύφος χιλίων πιθήκων εναντίον όσων του άσκησαν κριτική.
Είναι αλήθεια πως οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν να θωπεύουν την πλάνη και τα χαμηλότερα ένστικτα των ψηφοφόρων. Γνωρίζουν να μετατρέπουν την αναγνωρισιμότητα που είχαν εξασφαλίσει (κυρίως από την τηλεόραση) σε κομφετί μπαρουφολογίας και να δημιουργούν συγκοινωνούντα δοχεία με τον λαϊκισμό. Υπάρχουν αρκετοί σαν τον Λοβέρδο στη Βουλή και πρωταγωνιστούν στους κοινοβουλευτικούς και τηλεοπτικούς καβγάδες. Γίνονται ανάρπαστοι στους μηχανισμούς τηλεοπτικής ανακύκλωσης του ευτελούς, ως κήνσορες και εισαγγελείς.
Δεν πρόκειται για αυτοάνοσο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Τα συμπτώματα υπάρχουν στην κοινωνία, αυτή τους παράγει. Εμείς τους ψηφίζουμε…
Υ.Γ Τελευταία επιχειρώ έναν μικρό απολογισμό προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα: ήταν καλύτερη ή χειρότερη η μιντιοκρατία του Σταύρου Ψυχάρη, του Χρήστου Τεγόπουλου, του Γιώργου Μπόμπολα κ.ά, από την σημερινή; Καταλήγω, όσο περνάει ο χρόνος, στο συμπέρασμα πως ναι, ήταν καλύτερη. Μετά λύπης το επισημαίνω…