Πέρα από τις “φωτογραφίες της στιγμής” των δημοσκοπήσεων, σε ποια κατάσταση βρίσκεται το πολιτικό σύστημα δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019; Είναι αντιστρέψιμος ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων των μεγάλων κομμάτων; Πόσο πιθανό είναι να έχουμε ξανά μία εναλλαγή στην εξουσία ή να γυρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα ποσοστά που είχε πριν το 2012;
Το Anatropinews ρώτησε σχετικά τον Νίκο Μαραντζίδη, πολιτικό επιστήμονα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ο οποίος πριν λίγες εβδομάδες, με άρθρο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, εισήγαγε τον όρο «καχεκτικός δικομματισμός» και εκείνος μας είπε:
“Οι εκλογές του 2019 επανατοποθέτησαν τον από το 2012 εκτροχιασμένο δικομματισμό ξανά στις ράγες του. Βεβαίως, το άθροισμα της δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων (71,38%) υπολείπεται του δικομματισμού της εποχής του ’80 ή ’90, όμως πλησιάζει αυτό των εκλογών του 2009 (77,39%). Παρόλα αυτά, δεν χωρά αμφιβολία πως δεν θα ξαναδούμε εύκολα στο μέλλον τον ισχυρό δικομματισμό της προηγούμενης περιόδου. Όχι επειδή αποκλείεται να ξαναδούμε το άθροισμα των δύο μεγάλων να φτάνει το 80% (και αυτό πάντως δεν είναι τόσο εύκολο) αλλά κυρίως επειδή είναι πολύ δύσκολο να δούμε μια τέτοια δικομματική ισχύ να διατηρηθεί στο χρόνο όπως συνέβη με τον δικομματισμό της περιόδου 1977-2009, που κράτησε περισσότερο από τριάντα χρόνια. Σήμερα πια δεν συντρέχουν οι όροι κομματικής ταύτισης προηγούμενων εποχών. Το 2012 ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων χειραφετήθηκε από τα κόμματα τους και τώρα με μεγαλύτερη ευκολία μπορεί να ψηφίσει κάτι άλλο σε προσεχείς εκλογές”.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν παγίωση της κυριαρχίας της ΝΔ. Για πόσο καιρό θα διατηρηθεί έτσι; Είναι αυτή η εικόνα αντιστρέψιμη;
“Οι δημοσκοπήσεις, ως γνωστόν, κατά τη γνωστή ρήση των δημοσκόπων, αποτελούν μια φωτογραφία της στιγμής και μάλιστα όχι πάντοτε μεγάλης ευκρίνειας αν λάβουμε υπόψη το γεγονός πως συχνά δεν γνωρίζουμε πως σκέφτεται ένα τμήμα των ψηφοφόρων που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αδιευκρίνιστη ψήφος». Υπό αυτή την οπτική, βεβαίως και τα πάντα είναι αντιστρέψιμα.
Εντούτοις, υπό ορισμένες συνθήκες, δεν θα απέκλεια να ζήσουμε μια κυριαρχία της ΝΔ τύπου CDU στη Γερμανία, ή ακόμη και Χριστιανοδημοκρατίας στη μεταπολεμική Ιταλία, όπου η ΝΔ θα επιχειρήσει να απομονώσει το ΣΥΡΙΖΑ στο σφαίρα του 25-35%. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ, όπως το παλιό PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), θα είναι μεν ένας μεγάλος πόλος μεν αλλά θα αντιμετωπίζει δυσκολίες να κυβερνήσει.
Βεβαίως, το ισχυρό αντεπιχείρημα εδώ είναι πως δεν είμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο ώστε να απομονώσεις ένα κόμμα για καιρό αφενός, και αφετέρου το αντι-Σύριζα ρεύμα και η αντι-Σύριζα στρατηγική δεν μπορούν να εγγυώνται ισόβια επιτυχία. Επιπλέον, ούτε αποκλείεται στο μέλλον να έρθει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε αποκλείεται να βελτιώσει το δίκτυο των συμμαχιών του με άλλα κόμματα, ώστε αυτά να είναι έτοιμα να κυβερνήσουν μαζί του.
Εντέλει, το τι θα συμβεί στο μέλλον εξαρτάται από παράγοντες μη-στενά πολιτικούς, όπως είναι για παράδειγμα η οικονομία. Αν η χώρα δεν βγει σύντομα από την ύφεση η κυβέρνηση θα έχει μεγάλο πολιτικό πρόβλημα. Αν πάλι η οικονομία κάνει ένα ξεπέταγμα μέσα στους επόμενους μήνες αυτό θα πιστωθεί στην κυβέρνηση.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξαναγίνει μικρό κόμμα και να γυρίσει στα ποσοστά του 5%. Εσείς το βλέπετε αυτό;
Στην πολιτική ισχύει ότι και στη ζωή. Δεν μπορείς να αποκλείσεις τίποτε. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πούμε πως αυτό το σενάριο δεν είναι το βασικό σενάριο. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει ούτε μεγάλο παρελθόν ούτε βαθιές ρίζες ως μεγάλο κόμμα, να είναι εξαιρετικά αδύναμο οργανωτικά και με πολύ περιορισμένες δυνάμεις στην Αυτοδιοίκηση και στον Συνδικαλισμό αλλά εντούτοις κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα του ανταγωνισμού δεν δείχνει ικανό να του αφαιρέσει δραματικά μεγάλους όγκους ψηφοφόρων.
Μετά τις εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να κάνει μικρές αλλαγές στη φυσιογνωμία του, κυρίως ύφους, θα τις έλεγα. Επίσης, η ηγεσία του παρέμεινε η ίδια. Τα παραπάνω δυσκολεύουν σε αυτή τη φάση τη διεύρυνση της απήχησης του αλλά από την άλλη σταθεροποιούν τη σχέση του με τους ψηφοφόρους του Ιουλίου του 2019.
Με απλά λόγια, μπορεί κάποιος που δεν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ το 2019 να μην έχει ιδιαίτερους λόγους να τον ψηφίσει τώρα αλλά αυτό λειτουργεί και αντίστροφα: κάποιος ή κάποια που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2019 (δηλαδή κάποιος από το 31.5%) δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να μην το ξαναψηφίσει.
Για να υπάρξουν ποιοτικές αλλαγές στην απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνουν τεκτονικής σημασίας αλλαγές στο κομματικό σύστημα. Σε αυτή τη φάση δεν μπορώ να τις δω.