Σε μια σκηνή του “Χάλστον”, πάει μια τύπισσα, ειδική αρωμάτων, στο σχεδιαστή και του ζητάει να μυρίσει διάφορες βασικές μυρωδιές, προκειμένου να δημιουργήσουν το δικό του -περίφημο- άρωμα και να της πει τι αισθάνεται.
Τι είναι το συναίσθημα;
Η εμπειρία και η υποκειμενική ερμηνεία της.
Ο Χάλστον μυρίζει.
Και διαλύεται.
Κλαίει.
Δεν το αντέχει
Περπατούσα πριν λίγο και σκεφτόμουν τον Χάλστον.
Μετά, τον Γκάτσμπι.
Και πιο μετά, όλους εμάς.
Τι σχέση μπορεί να έχει ο περίπατός μου, με τον Χάλστον, εκείνος με τον Γκάτσμπι και όλοι οι παραπάνω με όλους εμάς;
Είδα χθες όλη τη σειρά του Νέτφλιξ μονοκοπανιά. Απνευστί, κυριολεκτικά.
Την είδα, όπως την είδαμε πολλοί, και κράτησα από τη σειρά αυτό που εμένα μ’ ενδιέφερε περισσότερο, εκεί που έκανα τη σύνδεση, εκεί που η δική μου εμπειρία συναντησε την υποκειμενική μου ερμηνεία, εκεί που πέταξα απέναντί μου σε ένα χωράφι το συναίσθημα και το κοίταξα κατάμματα.
Γιατί;
Επειδή τον τελευταίο καιρό περπατάω και μυρίζω.
Και με κάθε μυρωδιά επανέρχομαι σε παλιότερες εμπειρίες και τις ερμηνεύω αλλιώς.
Αλλάζοντας την ερμηνεία, αλλάζεις το συναίσθημα.
Τη μια στιγμή είμαι σε ένα χωράφι στην Πάρο, μέσα στο λιοπύρι.
Την άλλη σε ένα δάσος με οξιές στη βόρεια Ευρώπη.
Μια άλλη στιγμή είμαι σε μια αυλή στο Παλιό Ψυχικό και εκεί υπάρχει μια τεράστια λεμονιά.
Μετά είμαι στους μαρμάρινους δρόμους της Ερμούπολης -έχει παίξει πολλή Κυκλάδα στην εμπειρία, όπως καταλάβατε.
Κι όλα αυτά στα ίδια 2-3 οικοδομικά τετράγωνα στο Άνω Χαλάνδρι.
Είμαι πάντα μόνη μου στις επαναφορές αυτές.
Η εμπειρία είναι η ίδια.
Η ερμηνεία της, όμως, διαφορετική.
Μια γέφυρα από το παρελθόν στο παρόν.
Επειδή συνδέομαι ξανά, με έναν διαφορετικό τρόπο, με τον εαυτό μου.
———–
Ο Γκάτσμπι και ο Χάλστον είναι δύο άνθρωποι -φανταστικός ο ένας, πραγματικός ο άλλος- που δεν μπόρεσαν να συνδεθούν με τον εαυτό τους.
Χρειάστηκαν, καθένας για τους δικούς του λόγους, να τον επανεφεύρουν, γι αυτό, όμως, μιλάω στο κομμάτι που θα βρείτε στο πρώτο σχόλιο. Αλλά εδώ είναι φβ και μπορώ να γίνω όσο αυτοαναφορική θέλω.
Η επανεφεύρεση του εαυτού…
Όχι ως θεραπεία, όπως θα μπορούσε να είναι.
Αλλά, ως άμυνα.
Ως φαντασίωση.
Αυτο που λίγο-πολύ κάνουμε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, κι εδώ στα σόσιαλ:
Πλάθουμε έναν εαυτό που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Οι δύο εαυτοί συμπορεύονται, ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, σαν την αληθινή εικόνα μας κι εκείνη που τραβήξαμε με πολύ μακιγιάζ, πολλά φίλτρα και τρία τέταρτα γωνία (το έμαθα πρόσφατα αυτό, σε κολακεύει λέει, θα το κάνω κι εγώ).
Και οι αποδέκτες, πρόθυμοι να μυηθούν στη ρέπλικα που δημιουργούμε, για τους δικούς τους λόγους κι αυτοί, ένας κόσμος ιδανικών απεικονίσεων «κοίτα με, είμαι τέλειος/α – κοίτα με, έχω τον τέλειο/α, κοίτα με, όλα τέλεια…».
Κοιτάξτε μας… Όλα τέλεια.
Η αλήθεια, όμως, σε πυροβολεί από μέσα.
Ό τι κι αν κάνεις.
Όσο αριστοτεχνικά κι αν ενδυθείς το φαντασιωσικό σου εαυτό.
Ο αληθινός είναι πάντα εκεί. Και ζητάει λύτρωση.
Αλλιώς θα σε καταπιεί. Αργά ή γρήγορα.
Με την αγαπημένη μου φράση θα κλείσω, από τον επίλογο του Γκάτσμπι, μεταφρασμένο στα ελληνικά, από μένα, όπως τον καταλαβαίνω, ακόμη κι αν τον καταλαβαίνω λάθος:
«Κι έτσι προχωράμε, βάρκες κόντρα στο ρεύμα, το οποίο μας σπρώχνει ατελείωτα προς το παρελθόν»…
Πρώτη δημοσίευση: Facebook