Μπορεί οι διεθνείς οίκοι να τοποθετούν τη σωρευτική άνοδο του ΑΕΠ της Ελλάδας στα επόμενα χρόνια στα υψηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, χάρη στην ισχυρή θέση που έχει η χώρα σε ό,τι αφορά τις εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν επισημάνει ότι μακροπρόθεσμα η δυναμική της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ χαμηλή, στο 1% με 1,5%.
Η Citi επισημαίνει σε νέα της έκθεση πως για όλες τις χώρες γενικότερα, η επιστροφή του ΑΕΠ απλώς στα προ πανδημίας επίπεδα δεν είναι αρκετή για να ανακάμψουν από τις ζημιές και τις πληγές που άφησε το σοκ της Covid. Επομένως το “στοίχημα” για την Ελλάδα είναι ακόμη μεγαλύτερο, και πάει πέραν των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Mια “πλήρης” ανάκαμψη από την πανδημία θα απαιτούσε το ΑΕΠ να αυξηθεί σημαντικά πάνω από την πορεία που ακολουθούσε πριν την πανδημία, επισημαίνει η Citi. Και θεωρεί ότι αυτός ο στόχος είναι απόλυτα εφικτός, αλλά οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν το έχουν… “δει” ακόμα.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα, ακόμη και η επιστροφή του ΑΕΠ στην πορεία του προ-πανδημίας, η οποία ήταν το αρχικό σημείο αναφοράς για πλήρη ανάκαμψη, δεν είναι αρκετή. Τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για τις κεντρικές τράπεζες σε ολόκληρη την Ευρώπη, η ανάκαμψη μπορεί να είναι αρκετή μόνο όταν οι χώρες διασχίσουν αυτή την προ πανδημική διαδρομή χωρίς επιστροφή. Προς το παρόν, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της ιταλικής κυβέρνησης, οι Ευρωπαίοι είτε σε εθνικό είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο, δεν δεσμεύονται κατηγορηματικά σε αυτόν τον στόχο.
Πόση ανάκαμψη είναι αρκετή;
Το σημείο στο οποίο η οικονομία έχει ανακάμψει πλήρως από την πανδημία δεν μπορεί να είναι απλώς το σημείο στο οποίο το ΑΕΠ ξεκίνησε πριν το ξέσπασμά της. Πρέπει να είναι το σημείο στο οποίο τα αποτελέσματα της ύφεσης στην απασχόληση, στους ισολογισμούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και στον πληθωρισμό, έχουν αντιστραφεί πλήρως. Έτσι η Citi καταλήγει ότι το ΑΕΠ όλων των χωρών πρέπει να αυξηθεί μόνιμα πάνω από το προ-πανδημικό “μονοπάτι” για να ολοκληρωθεί η ανάκαμψη.
Αξίζει να σημειώσουμε πως κατά την Citi, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ που θα φέρει η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης θα είναι σημαντική, ενώ εκτιμά πως τη διετία 2021-2022 η ώθηση θα κινηθεί στο 10%, ενώ το 2023 η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί στο 3,9%, το 2024 στο 3,4% και το 2025 στο 3,3%. Η Citi πάντως υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι αντιμέτωπη με προκλήσεις μεσοπρόθεσμα. Η δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει αδύναμη λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και της υποτονικής ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών παρά τις προηγούμενες προσπάθειες μεταρρύθμισης. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε ωστόσο να συμβάλει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος περαιτέρω και στην αύξηση της μεσοπρόθεσμης δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως, σε ό,τι αφορά την ώθηση που μπορεί να δώσει το Ταμείο Ανάπτυξης στο ελληνικό ΑΕΠ, κατά τους οίκους μπορεί να είναι πολλαπλάσια του 7% έως το 2026 που εκτιμά το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Η Morgan Stanley προβλέπει ότι η Ελλάδα θα δει σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ ύψους 12% χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ η S&P εκτιμά ότι μπορεί να ξεπεράσει το 18%, η μεγαλύτερη δηλαδή αύξηση σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες.
Σε χθεσινή της έκθεση η Goldman Sachs “ανέβασε” τις εκτιμήσεις και ενώ είχε ευθυγραμμιστεί προηγουμένως με αυτές της ελληνικής κυβέρνησης, για 7% σωρευτική ανάπτυξη στην επταετία, η αμερικανική τράπεζα πλέον προβλέπει πως το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης μπορεί να ωθήσει το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας πάνω από 12% έως το 2026 (δεδομένου ότι το σχέδιο – δάνεια + επιχορηγήσεις – φτάνει το 19% του ΑΕΠ), που είναι και η υψηλότερη εκτιμώμενη ώθηση στην περιοχή, με την Πορτογαλία να ακολουθεί με 8% περίπου, και τις Ιταλία και Ισπανία με 5%.
Πόση ανάπτυξη χρειάζεται για να αντισταθμίσει την αύξηση του χρέους
Η Citigroup υποστηρίζει επίσης, ότι η ταχεία μείωση του ακαθάριστου δημόσιου χρέους δεν είναι ρεαλιστική και ίσως ούτε επιθυμητή. Ο άλλος τρόπος για την επιδιόρθωση των επιπτώσεων του υψηλότερου χρέους που “επέβαλε” η πανδημία, είναι να επεκταθεί η πλευρά του ενεργητικού του ισολογισμού της κάθε κυβέρνησης, που σημαίνει αύξηση της παραγωγής με βιώσιμο τρόπο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Citi, η αύξηση του επιπέδου της παραγωγής μόνιμα πάνω από το προ-πανδημικό μονοπάτι κατά μόλις 1,25% του ΑΕΠ θα αντισταθμίσει μία αύξηση του χρέους κατά 20% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική επέκταση κατά τη διάρκεια της πανδημίας στόχευε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας. Αλλά αυτή η προσπάθεια θα χαθεί εάν η ζήτηση δεν αυξηθεί ξανά ώστε να αντιστοιχεί σε αυτήν την προσφορά, όπως επισημαίνει η Citi.
Οι κεντρικές τράπεζες χρειάζονται επίσης (και θα πρέπει να θέλουν) μια ισχυρότερη ανάκαμψη. Από την άποψη της νομισματικής πολιτικής, όπως σημειώνει η Citi, δεν είναι τόσο σημαντικό η δυναμική του πληθωρισμού να επιστρέψει στο επίπεδο που ήταν πριν από την πανδημία. Πριν από την πανδημία, η δυναμική του πληθωρισμού ήταν ήδη πολύ αδύναμη και τα απαραίτητα μέσα για την αύξησή του ήταν τα ίδια που έγιναν ακόμη περισσότερο απαραίτητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν βοηθά απλά η επιστροφή του ΑΕΠ εκεί που ήταν πριν την πανδημία. Η οικονομία πρέπει να διασχίσει αυτόν τον δρόμο χωρίς οπισθοχωρήσεις για να κάνει την επιστροφή του πληθωρισμού προς τον στόχο μια πιο πειστική προοπτική.