Πειραματικό εμβόλιο για την πρόληψη πολλών διαφορετικών κοροναϊών έδωσε άκρως ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε πειραματόζωα και πρόκειται να δοκιμαστεί σύντομα και σε ανθρώπους.
Το εμβόλιο θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμο στην περίπτωση που νέοι κοροναϊοί μεταπηδήσουν από ζώα στον άνθρωπο, ένα σενάριο που πολλοί ειδικοί θεωρούν εξαιρετικά πιθανό.
«Κάθε περίπου οκτώ χρόνια εμφανίζεται και ένας νέος κοροναϊός που προκαλεί επιδημίες» σχολιάζει στο LiveScience ο Κέβιν Σόντερς του Πανεπιστημίου Ντιουκ στις ΗΠΑ, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στο Nature.
Αυτό συνέβη με τον ιό του SARS το 2002, τον ιό του MERS το 2012 και τον SARS-CoV-2 το 2019. Άλλοι, συγγενικοί κοροναϊοί έχουν ανιχνευθεί σε νυχτερίδες και παγκολίνους και προκαλούν ανησυχία για νέες πανδημίες στο μέλλον.
«Γι΄αυτό και ελέγξαμε αν το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό όχι μόνο στους κοροναϊούς των ανθρώπων αλλά και των νυχτερίδων» επισημαίνει ο Σόντερς.
Τόσο ο ιός της Covid-19 όσο και οι ιοί του SARS και του MERS εισβάλλουν στα ανθρώπινα κύτταρα χρησιμοποιώντας μια επιφανειακή πρωτεΐνη-ακίδα που αναγνωρίζει τον υποδοχέα ACE2 του ανθρώπινου οργανισμού. Λόγω του κρίσιμου ρόλου που παίζει στη λοίμωξη, η πρωτεΐνη-ακίδα είναι στόχος όλων των σημερινών εμβολίων.
Το νέο εμβόλιο περιέχει μόνο ένα μικρό τμήμα της πρωτεΐνης-ακίδας, αυτό που συνδέεται απευθείας με τον υποδοχέα ACE2, όχι όμως ελεύθερο αλλά συνδεδεμένο σε νανοσωματίδια.
Σε δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε πιθήκους, το εμβόλιο απέτρεψε τη λοίμωξη από SARS-CoV2 και οδήγησε στην παραγωγή περισσότερων εξουδετερωτικών αντισωμάτων από ό,τι προσφέρουν τα σημερινά εμβόλια ή η φυσική ανοσία, αναφέρει η ερευνητική ομάδα. Ο ιός ανιχνεύθηκε μόνο σε έναν από τους τέσσερις πιθήκους που συμμετείχαν στη δοκιμή αλλά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, τα πειραματόζωα παρήγαγαν αντισώματα που εξουδετερώνουν ορισμένους κοροναϊούς των νυχτερίδων καθώς και τον ιό του SARS και τρία στελέχη του SARS-CoV-2 που προκαλούν ανησυχία: την παραλλαγή B.1.17 που αναγνωρίστηκε στη Βρετανία, την P.1 που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη Βραζιλία και την Β.1.351 που ταυτοποιήθηκε στη Νότια Αφρική.
Για «εξαιρετικά σημαντική μελέτη» έκανε λόγο ο Άντονι Φάουτσι, επικεφαλής του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Αλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων, μιλώντας κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων στον Λευκό Οίκο στις 13 Μαΐου, τρεις ημέρες μετά την δημοσίευση της έρευνας.
Επόμενος στόχος των ερευνητών θα είναι να σχεδιάσουν την πρώτη κλινική δοκιμή σε ανθρώπους.