Η εισβολή, εδώ και ενάμιση σχεδόν χρόνο, ενός μεταδοτικού, επικίνδυνου και θανατηφόρου ιογενούς λοιμώδους νοσήματος, εξακολουθεί να κλονίζει την δημόσια υγεία και την οικονομία χωρίς να φαίνεται ορατό το τέλος του κύκλου της πανδημίας παγκοσμίως αλλά και στην χώρα μας.
Του Νίκου Καπραβέλου
Βρισκόμαστε στα μέσα του μηνός Μαΐου και το τρίτο κύμα που άρχισε τέλος Ιανουαρίου παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη εμμονή σε κρούσματα αλλά κυρίως σε διασωληνωμένους και θανάτους καταγράφοντας μια επιπέδωση μικρότερη βέβαια από την κορυφή αλλά επικίνδυνη για το άμεσο μέλλον. Επικίνδυνη μιας και έχουν ανοίξει όλες σχεδόν οι ανθρώπινες δραστηριότητες, το ποσοστό ανοσίας είναι πολύ μικρό (ποσοστό εμβολιασμένων 17% του συνόλου του πληθυσμού) και τα μέτρα ατομικής προστασίας εφαρμόζονται με αρκετή χαλαρότητα. Ταυτόχρονα αρχίζει και η τουριστική περίοδος και τα πιθανά εισαγόμενα κρούσματα και οι μεταλλάξεις δύναται να αυξήσουν την πιθανότητα επιδείνωσης των επιδημιολογικών δεδομένων σε τοπικό επίπεδο με καταστροφικά αποτελέσματα τόσο στην υγεία όσο και στην οικονομία.
Εξ αιτίας αυτής της παράτασης του τρίτου κύματος το Σύστημα Υγείας βρίσκεται σε μεγάλη πίεση και προσανατολισμένο στην αντιμετώπιση των πολλών ασθενών με COVID-19 (3.500), πολλοί των οποίων είναι σε κρίσιμη κατάσταση και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των κλινών ΜΕΘ. Διαθέσιμη κλίνη ΜΕΘ δύσκολα ανευρίσκεται για άλλα περιστατικά με αποτέλεσμα μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνητότητα συνολικά.
Δύο είναι οι σημαντικοί παράγοντες που ευθύνονται για την αργή αποκλιμάκωση του τρίτου κύματος που σημειωτέων χαρακτηρίζεται από μεγάλη διασπορά του ιού στην κοινότητα πολύ μεγαλύτερη από το δεύτερο κύμα και φυσικά από το πρώτο. Η πρόωρη επαναλειτουργία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με ταυτόχρονη επίκληση της θεωρίας επιστροφής στην κανονικότητα, και το πολύ χαμηλό ποσοστό της ανοσίας αποτέλεσμα της μικρής διαθεσιμότητας εμβολίων αλλά και άρνησης ή επιφύλαξης εμβολιασμού εκ μέρους των πολιτών.
Η θεωρία της επιστροφής στην κανονικότητα εν μέσω ενός παρατεταμένου τρίτου κύματος αλλά και εν μέσω μιας πανδημίας που φαίνεται ότι θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια είναι επιδημιολογικά αδιανόητη και διαχειριστικά καταστροφική. Οδηγεί σε μεγάλη χαλάρωση και απομακρύνει τον στόχο του ελέγχου της πανδημίας.
Όμως το χαμηλό ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων, αποτελεί το κυριότερο αίτιο της κορύφωσης και της επιμονής του τρίτου κύματος με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές. Περίπου οι μισοί (5.500) από τους θανάτους από COVID-19 συνέβησαν κατά την διάρκεια του τρίτου κύματος. Αριθμός ανεπίτρεπτος μιας και η μεγάλη διαφορά από το δεύτερο κύμα είναι η δυνατότητα χρήσης του μοναδικού όπλου που διαθέτουμε μέχρι σήμερα, του εμβολίου. Όπλο που από όλες τις μέχρι σήμερα αναφορές αλλά και από την δική μας εμπειρία αποτρέπει τον θάνατο σε ποσοστό 100% και συμβάλλει τα μέγιστα στον έλεγχο και της διασποράς και στην αποφυγή των μεταλλάξεων.
Η εκρίζωση του ιού είναι μακρινός στόχος και παγκόσμιο εγχείρημα. Όμως η μετατροπή μιας ανεξέλεγκτης και θανατηφόρου απειλής σε μια διαχειρίσιμη απειλή με ελάχιστους έως μηδαμινούς θανάτους είναι εφικτή ταυτόχρονα με τα άλλα υγειονομικά μέτρα και με ένα καθολικό και υποχρεωτικό εμβολιασμό όλου του πληθυσμού. Η υποχρέωση του εμβολιασμού ως επιδημιολογική επιταγή για τον έλεγχο αυτής της θανατηφόρου νόσου εξασφαλίζει 100% ανοσία του πληθυσμού και εκτός των απρόοπτων και ανθεκτικών μεταλλάξεων οδηγεί στον γρήγορο έλεγχο της πανδημίας και στην άμεση αποσυμφόρηση του συστήματος υγείας. Η διασφάλιση από την Πολιτεία επαρκούς αριθμού εμβολίων και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλου του πληθυσμού με κίνητρα και με τρόπο που να προασπίζει το δικαίωμα του κάθε πολίτη για την υγεία του ίδιου αλλά και των συνανθρώπων του αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Συντονιστής Διευθυντής Β ΜΕΘ – Γ.Ν.Γ Παπανικολάου- Θεσσαλονίκη