Την αυγή της 18ης Μαρτίου του 1871 ξεκίνησε η πρώτη προσπάθεια των εργατών «για την έφοδο στον ουρανό». Το Παρίσι ξεσηκώνεται με μια φωνή «Ζήτω η Κομμούνα» – Το πείσμα των Κομμουνάρων κατάφερε να κρατήσει το όνειρο ζωντανό μέχρι τις 28 Μαΐου που έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα.
Η παρισινή κομμούνα (18 Μαρτίου – 28 Μαΐου 1871) διήρκεσε 73 μέρες, ένα σύντομο διάστημα με εξαιρετικά βίαιο τέλος, που όμως πρόλαβε να αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της επανάστασης και του εφικτού.
Στη συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη, η Γαλλία βρίσκεται ταπεινωμένη, ο Ναπολέον Γ’ όμηρος, η χώρα με συνεχόμενες ήττες σχεδόν παραδομένη στους Γερμανούς και το Παρίσι σε μια οδυνηρή πολιορκία που διήρκεσε 138 ημέρες. Η ζωή των εργατών εξαιρετικά σκληρή, τα παιδιά να εργάζονται από 8 χρονών πάνω από 15 ώρες ημερησίως. Το σύνολο της εργατικής τάξης βρίσκεται σε εξαθλίωση. Όμως σ’ αυτές ακριβώς τις δύσκολες συνθήκες και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι επαναστατικές λέσχες και ο παρισινός λαός να διεκδικεί πέρα από τη γαλλική ανεξαρτησία και την ολική του απελευθέρωση.
Ο Θιέρσος (αρχηγός της εκτελεστικής δύναμης από τη γαλλική εθνοσυνέλευση), υπογράφει με τους Πρώσους μια ντροπιαστική συνθηκολόγηση, αλλά οι Παριζιάνοι «μεθυσμένοι» από τον επαναστατικό αέρα, απορρίπτουν απευθείας το τελεσίγραφο των Βερσαλλιών.
Στις 3 περίπου τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου και καθώς η πόλη αντιστεκόταν στην πολιορκία των πρωσικών στρατευμάτων, βρέθηκε αιφνιδιαστικά ανάμεσα σε δύο πυρά. Από τη μία οι δυνάμεις των Πρώσων και από την άλλη η προσπάθεια αφοπλισμού των Παριζιάνων, από τα στρατεύματα του Θιέρσου.
Ο λαός του Παρισιού αναταράζεται, γενικός συναγερμός σημαίνει και μια πανστρατιά από άντρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, βρίσκονται στους δρόμους και τα οδοφράγματα. Η διαταγή είναι σαφής: «πυρ στο λαό», όμως οι στρατιώτες αρνούνται να υπακούσουν. Η επανάσταση είχε μόλις ξεκινήσει.
Οδόφραγμα τον Απρίλιο του 1871
Μετά την αποτυχία του αφοπλισμού της εθνοφρουράς, για το Παρίσι ξημερώνει μια ημέρα με οργανωμένες δυνάμεις. Την εθνοφρουρά που δημιουργήθηκε μετά την πτώση της 2ης αυτοκρατορίας και που πλέον δεν απαρτίζονταν μόνο από αστικά τάγματα, αλλά από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων μαζί με ένα μεγάλο μέρος ριζοσπαστικοποιημένων εργατών και την Αντιπροσωπεία των 20 Διαμερισμάτων, εμφανώς διαποτισμένων από τις ιδέες της πρώτης διεθνούς, με τους μπλανκιστές και τους προυντονιστές να έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή, αλλά και γιακωβίνους, δημοκράτες σοσιαλιστές και άλλες τάσεις με διακριτές θέσεις.
Από τις πρώτες ώρες μετά τη νίκη της 18ης Μαρτίου τίθεται το ζήτημα της νομιμοποίησης και η κεντρική επιτροπή της εθνοφρουράς προκηρύσσει εκλογές, παρά τις αντιρρήσεις αρκετών εκ των αντιπροσώπων των διαμερισμάτων που προέκριναν επαναστατικά μέτρα. Τελικά, μετά από συμφωνία διενεργήθηκαν εκλογές στις 26 Μαρτίου καλώντας το λαό να εκλέξει «διοικούντες και όχι αφεντικά», με υποψηφίους από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Οι εκλεγμένοι αστοί σύμβουλοι, παραιτήθηκαν γρήγορα με διάφορες προφάσεις.
Στις 28 Μαρτίου με τα τελικά αποτελέσματα, συνεδριάζει για πρώτη φορά σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα η παρισινή κομμούνα.
Τα διατάγματα που εγκρίνουν είναι μια σειρά μέτρων, όπως η κατάργηση των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων, ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, η κατάργηση της θανατικής ποινής, η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η επιστροφή των ενεχυριασμένων εργαλείων, το πάγωμα των ενοικίων, η εξίσωση των μισθών των υπαλλήλων κ.α.
Στη συνέχεια προτείνεται ένα μοντέλο στο οποίο η διοίκηση δε θα είχε πρόεδρο, ούτε δήμαρχο, ούτε αρχιστράτηγο. Ενώ προτείνεται από μέρους της εθνοφρουράς, η κατάργησης του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του από ένοπλο λαό, που θα παλέψει ενάντια στην καταπίεση και την υποδούλωση με πολίτες ελεύθερους που θα διοικούνται με δική τους βούληση.
Επιμέρους ριζοσπαστικά μέτρα, παίρνονται σε διάφορα διαμερίσματα, όπως η κατάσχεση των εγκαταλειμμένων από τα αφεντικά εργαστηρίων και η απόδοσή τους, στους εργάτες.
Η ελευθερία της έκφρασης, συντελεί στην άνθιση πολυάριθμων εφημερίδων και ένα πλήθος καλλιτεχνών προσχωρεί δίνοντας το στίγμα του. Τα ήθελαν όλα, για όλους. Τέχνες, επιστήμη, λογοτεχνία, μόρφωση, εργαστήρια. Ένας νέος κόσμος βιάζονταν να αναδυθεί. Εκκλησίες καταλαμβάνονταν για να δημιουργηθούν τοπικές συνελεύσεις χιλιάδων ατόμων, οι γυναίκες για πρώτη φορά έβρισκαν τη θέση τους διεκδικώντας το λόγο και παράλληλα την ισότητα.
Κι ενώ η Κομμούνα αρχίζει να μορφοποιείται για να κάνει πράξη τα πρώτα επαναστατικά προτάγματα, ο Θιέρσος αναδιοργανώνεται στις Βερσαλίες, συμμαχώντας ταυτόχρονα με τους Πρώσους.
Στις 6 του Απριλίου 1871 καίγεται η γκιλοτίνας στην Πλατεία Βολταίρου, έξω από το δημαρχείο του ενδέκατου διαμέρισματος – Χαρακτικό από το Μουσείο Carnavalet.
Θεωρήθηκε ιστορικό λάθος της Κομμούνας, που έδωσε το περιθώριο να φύγουν ακαταδίωκτες οι δυνάμεις του Θιέρσου και να εγκατασταθούν στις Βερσαλλίες. Αν στην αρχική άτακτη υποχώρησή τους, η Εθνοφρουρά τους είχε καταδιώξει, τότε πιθανότατα να είχε καταφέρει και την οριστική τους διάλυσή. Όταν οι Παριζιάνοι αντιλήφθηκαν την αναδιοργάνωση του στρατού, επιχείρησαν στις αρχές Απρίλίου να τον εκδιώξουν αλλά ήταν αργά.
Το Παρίσι πολιορκείται ξανά στις 11 Απριλίου. Από Βορρά και Ανατολή από τους Πρώσους και από Νότο και Δύση από τους Βερσαγιέζους. Ωστόσο στο εσωτερικό προσπαθεί να οργανωθεί εκ νέου η ζωή ξαναστήνοντας τις διοικητικές υπηρεσίες, τους σιδηροδρόμους κ.α.
Η Κυριακή 21 Μαΐου 1871 θα σημάνει την έναρξη της «ματωμένης εβδομάδας» και το τέλος της παρισινής κομμούνας. Τα προπύργια είχαν μείνει αφύλακτα και τα στρατεύματα των Βερσαλλιών με 130.000 άνδρες μπαίνουν στο Παρίσι χωρίς αντίσταση. Παρά τον αιφνιδιασμό, εκατοντάδες οδοφράγματα στήνονται από άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Όμως οι Βερσαγιέζοι προχωρούν σφαγιάζοντας. Όσα κτίρια δεν πλήττονται από τους Βερσαγιέζους, πυρπολούνται από τους Κομμουνάρους προσπαθώντας να ανακόψουν την επέλασή. Το Παρίσι καίγεται από άκρη σε άκρη.
Άποψη της Rue de Rivoli μετά τη ματωμένη εβδομάδα
Το πείσμα των Κομμουνάρων κατάφερε να κρατήσει το όνειρο ζωντανό μέχρι τις 28 Μαΐου που έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα.
Ο απολογισμός της ήττας υπήρξε τραγικός. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία σκοτώθηκαν 17.000 κομμουνάροι (αριθμός που σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς δείχνει να ξεπερνά κατά πολύ τους 20.000). Πάνω από 40.000 άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά θα φυλακιστούν και θα εξοριστούν στη Νέα Καληδονία. Η καταστολή υπήρξε ανελέητη, οι περισσότεροι Κομμουνάροι εκτελούνταν επί τόπου και όσες εκτελέσεις αναβλήθηκαν, ήταν εξαιτίας του φόβου της πανούκλας μιας και οι νεκροί στην πόλη ήταν αναρίθμητοι και ο κίνδυνος πανδημίας μεγάλος.
Η παρισινή κομμούνα πνίγηκε στο αίμα. Η σφαγή και οι φρικαλεότητες που συντελέστηκαν, δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα μιας χαμένης μάχης. Ήταν η λυσσαλέα απάντηση της άρχουσας τάξης που κινδύνευσε να χάσει τα προνόμιά της.
Πηγή: Left