Μια περίοδο εκ των αρχαίων η ζωή μου ήταν τεμαχισμένη σε ένα μάλλον αυστηρό πρόγραμμα. Η μόνιμη σχέση μου έλειπε στο εξωτερικό και προσπαθούσα να περάσω κάνα μάθημα.
Στο γάμα μονόχωρο στην οδό Αγίου Σεραφείμ 9, πάνω από την «Καμμένη Γωνιά», υπήρχε ένα μάτι μπαλκονόπορτα που έβλεπε από τον τέταρτο όροφο μια γυμνή λεύκα που γινόταν καταπράσινη το καλοκαίρι, κάτω την προτομή του Νίκογλου και αριστερά το σινεμά «Στούντιο», που έγινε αργότερα μπόουλινγκ.
Ήμουν 22 ετών.
Μετακόμισα αρχές φθινοπώρου του 1970 από την οδό Σααδή Λεβή 4 και έφυγα από κει άνοιξη του 1972 για την οδό Κριεζώτου 4, πίσω από το 5ο Γυμνάσιο. Το ενοίκιο ήταν 850 δραχμές. Εκεί παντρεύτηκα πρώτη φορά, το 1971.
Το σπίτι το είχα βάψει και στολίσει με σχεδιαστήριο και τραπέζια απλά, με σιδερένιο σκέλετο και δε θυμάμαι καν αν είχε καθίσματα, εξόν ένα ντιβάνι. Πτυσσόμενες πολυθρόνες σκηνοθέτη, πλιαν, βγήκαν στη Σαλονίκη μόλις την άνοιξη του 1972 – αγόραζες τα σκελετά από τα καρεκλάδικα και παράγγελνες ύφασμα καραβόπανο τρία χρώματα, υπόλευκο, πλε ή κίτρινο, από το Μπιτ Παζάρ, το γωνιακό μαγαζί ανάμεσα στις μπούκες της εσωτερικής αυλής.
Κάθε πολυθρόνα, εκτός τα κουβαλήματα, κόστιζε ίσαμε ένα πεντακοσάρικο. Η δουλειά του σχεδιαστή-βοηθού για διπλωματικές ήταν κοντά στις 20 δραχμές την ώρα. Τόσο έκανε ένα πακέτο τσιγάρα, η πίτα με γύρο έκανε 3,5 δραχμές, το λίτρο η κοκακόλα 6.
Στο σπίτι ερχόταν κυρίως ο Γκατς και διάφοροι αορίστως γνωστοί, επειδή έπεφτε πολλή και άγρια πόκα τα βράδια. Τα μεσημέρια ήταν η σειρά του Σβάρτσιχ που δεν παίζαμε πολύ, αλλά γράφαμε τραγουδάκια συνεχώς και δουλεύαμε τις περιοδείες μας, ενώ δεν έλειπαν και οι συναντήσεις με τον Καλοκύρη – ήταν η εποχή που σημαδεύτηκε από την προετοιμασία για τα πρώτα τεύχη του Τραμ.
Φορούσα το χειμώνα του 1970 κάτι ημιμπότες μοτοσικλετιστή της Τροχαίας, δερμάτινες, με γούνα μαύρη εσωτερικά, ένα μεταποιημένο παντελόνι του πατέρα μου, ριγέ μαύρο και γκρι, ένα πουλόβερ ειδική παραγγελία μαύρο που μου έφτανε έως το γόνατο. Από πάνω μια χλαίνη στρατιωτική επενδεδυμένη με κουβέρτα.
Όταν στολιζόμουνα, φορούσα μια δερμάτινη καφέ ζώνη με μπρούτζινη αγκράφα για να γίνεται το πουλόβερ ωσάν φουστανάκι και ως γιορντάνι ένα σταυρό μισή πιθαμή με δερμάτινο κορδόνι, σκούρον καφέ, σμαλτωμένον.
Ό,τι έγραψα και σημείωσα ήταν για να τα παρατήσετε και να αλλάξετε σελίδα, χώρα, πλανήτη, φίλους ή συμπάθειες. Τώρα που αντέξατε, ας το κάνω ενδιαφέρον.
Με αυτά τα ρούχα και στολή και αυτά τα μυαλά έγραψα τα ποιήματα της Ρωμανίας, και τα πρώτα μου διηγήματα που είδα δημοσιευμένα στη «Νέα Πορεία» με πρώτα τη «Σχολή Πολέμου» και το «Ντέρμπι» το 1971. Επίσης, τον «Παπάκο» στο πρώτο «Τραμ» και τη βρυσομάνα του Ταμπάκη στο δεύτερο.
Η κουζίνα δεν είχε κάτι για μαγείρεμα, διότι πήγαινα στον Στέλιο που είχε το σουβλατζίδικο στο Μαρί της Φλέμινγκ, αργά το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, και μου έδινε κοψοχρονιά ό,τι είχε περισσέψει από λιπόκρεας πέριξ του γύρου και καμιά πατάτα, τίποτε υπόλοιπα κανενός τάπερ με ρωσική, έπαιρνα και ένα λίτρο κοκακόλα και καθάριζα.
Μια μέρα, ο Γκατζ ήρθε «κάπως». Και μου έφερε μια κοπέλα ίσαμε δεκαπέντε ετών, με κοντό μαλλάκι (τελείως σπάνια ιδιότητα, την εποχή του μίνι-μάξι κα γιούνισεξ )που έμοιαζε πολύ με τον τύπο της Τζην Σήμπεργκ. Πανέμορφη.
Την είχε βρει μόνη, είτε στο σταθμό, είτε σε κανένα ΚΤΕΛ. Είχε φύγει από το σπίτι της, Αθήνα, και δεν είχε πού να μείνει. Καθώς ήταν κι αυτός δεσμευμένος και δεν μπορούσε να τη φιλοξενήσει, σκέφτηκε εμένα που η δικιά μου ήταν μεγκάλο ταξίδι και μπορούσα.
Την έλεγαν Ζωράννα. Σιγά μην την έλεγαν Ζωράννα δηλαδή.
Για μένα ήταν η «she’s leavin home, bye bye», η σερενάτα των Μπιτλς. Όσες φορές την κοίταζα ή αργότερα, τη σκεφτόμουν, άκουγα τα έγχορδα που έστησε ο Τζορτζ Μάρτιν για να καταστήσει σουμπερτιανούς τους καλόπαιδες που απ’ όλα ήξεραν ή μάθαιναν, εξόν το μπλουζ.
Όλη μέρα έπαιζα χαρτιά, δούλευα μια διπλωματική του Οκτωβρίου, έγραφα ποήματα, πήγαινα Πολυτεχνείο, έτρεχα και σε κανένα τυπογραφείο και η Ζωράννα, έγκλειστη, δεν είχα μήτε ραδιόφωνο, έβλεπε τη λεύκα και τη θέα από το μάτι του διαμερίσματος, το μοναδικό.
Χάρη σε ένα φλόμπερ που έστελνε σφαιρίδια με αμπούλα αερίου και χωρούσε καμιά πενηνταριά σκάγια, παραχώρηση του μέντορά μου Θαλή Αυδή, τρυπούσα από πέντ’ έξι μάλλον μέτρα τα φύλλα της λεύκας και μάλιστα κατάφερα σε ένα φυλλαράκι και είχα σχηματίσει ένα σταυρό.
Αυτές τις τρυπούλες χάζευε το καημένο.
Ήρχονταν ο Γκατς και κάνανε παρέα, βγήκαν κάνα δυο φορές έξω. Της έφερνα φαΐ και της φερόμουν ευγενικά. Περιττό να τονίσω ότι τα είχα χάσει με την ομορφιά της, αλλά έως εκεί.
Κοντούλα, αβρή, γλυκομμάτα, διάφανη και πάλλευκη.
Και μέσα στη μαντέκα, μέσα σε πίσσα να την έριχνες, θα αναλαμβάνονταν σε «δόξα» στη διπλή μήνη του φωτός που λευκαίνει τις αγνές ψυχές. Περιεργαζόταν τα σχέδια και τα χαρτιά μου με την απλότητα και το δισταγμό μιας γάτας Αγκύρας.
Μια μέρα που είχα κολλήσει σε κάτι στο σχεδιαστήριο, ήρθε και με κοίταξε σταθερά. Μου λέει: «Πάνο, αδύνατον να γυρίσω στην Αθήνα. Πρέπει να μείνω εδώ ή κάπου αλλού. Να μείνουμε μαζί; το σπίτι μάς χωράει. Ώσπου να βρω καμιά δουλειά, ευχαρίστως να σου μαγειρεύω».
Ήταν της μόδας τότε οι μετωνυμίες. Άλλα έλεγες, άλλα έκανες, άλλα καταλάβαινε ο άλλος, πάντως υπήρχε κώδικας και δε χανόταν κανείς.
Δε χρειάστηκε να κομπιάσω. Απάντησα αμέσως. «Δεν έχω μάτι».
Δηλαδή, «πού να μαγειρεύεις, κορίτσι μου, που δεν έχω μήτε μάτι της κουζίνας, μήτε γκαζιέρα, μήτε διαβολάκι, μήτε πετρογκάζ;». Θαρρείς κι εκεί ήταν το ζήτημα!
Το ξεστόμισα και ζήτησα συγνώμη, πήγα στο άλλο δωμάτιο και μουτζώθηκα. Η κοπέλα δεν εννοούσε μαγείρεμα. Εννοούσε σχέση. Κι εγώ είχα σχέση και μήτε που μ’ ένοιαζε – αυτό, όμως, είναι ένα άλλο αφήγημα.
Και της έλεγα τώρα της Τζην Σήμπεργκ Ζωράννας, ετών δεκαπέντε και κουκλάρας, ότι είμαι αόματος. Όπως ο Φωτόπουλος στην «Κάλπικη λίρα». Αόματος.
Σε ένα μήνα είχα αρρεβωνιαστεί. Αργότερα γνώρισα και ένα λογοτέχνη εξαιρετικόν, που τα είχε με την αυθεντική Τζην Σήμπεργκ.
Η Ζωράννα γύρισε στην Αθήνα. Σήμερα θα είναι ετών 55 τουλάχιστον. Πάντα ελπίζω να είναι καλά, να μιλάει το ίδιο γλυκά και να περιστοιχίζεται από κάθε στια, γκαζάκι, φουρνέλο, κεραμική εστία, εντοιχισμένο φούρνο και μικροκύματα αν περισσεύει κάτι στην κουζίνα της. Από χώρο εννοώ.
Το Μαρί έκλεισε, ο Στέλιος άνοιξε σούπερ μάρκετ στα ανατολικά, ο Γκατς δοξάστηκε ταις προάλλαις στη Βενετία και δεν έχω κρατήσει μήτε τη ζώνη, μήτε το θηριώδη μολυβένιο σταυρό. Εδώ δεν έχω κρατήσει μήτε την απιστία μου.
Πριν κλείσω την αφήγηση, έσωσα τις λεξεις και ασχολήθηκα με το ψαχτήρι. Φυσικά μπορεί να έχω σαράντα χρόνια να μάθω κατι γι’ αυτήν, αλλά ήξερα λέξεις-«κλειδιά» που μου την καθιστούσαν διάφανη.
Είναι ζωντανή. Παντρεμένη. Πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα παντρεμένο παιδί που μοιάζει κούκλος στο φατσαμπούκι.
Επιστήμων, καλλιτεχνίζει, γράφει. Δημοσίως αυτά.
Στα δεκαπέντε της έφτασε να χαθεί στο πλήθος και κοιτάζοντας μια λεύκα. Τελικά πρέπει να είσαι εξαιρετικά άτυχο ον για να μην μπεις στο λούκι.
Και δε θα ανεβάσω αυτό το ποστάκι με κατακλείδα το τραγούδι των Μπιτλς, αλλά ακούγοντας πάλι και πάλι, το «κάτω στο ρέμα» του Χατζιδάκι, διότι ο μόνος όφις που ομίλησε, πέραν των γνωστών χχχχφφφφφσσσσσσ ήταν ο εγκάθετος του Παραδείσου που δεν ήταν διόλου αόματος.
Υμνοι εναντίον γυναιικών, 2011