Τα τελευταία χρόνια προβάλλονται με εντεινόμενο ρυθμό απόψεις περί αναντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων και των πτυχίων που παρέχουν τα δημόσια ελληνικά Πανεπιστήμια και των αναγκών της αγοράς εργασίας.
του Κώστα Φωτάκη*
Αυτές μάλιστα οι απόψεις ενίοτε φθάνουν μέχρι σημείου αμφισβήτησης της ποιότητας της εκπαίδευσης και απαξίωσης συλλήβδην των δημόσιων Πανεπιστημίων. Μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας, όμως αντίληψης, εμπεριέχεται στην περίφημη Έκθεση Πισσαρίδη, τον οδηγό, κατά την Κυβέρνηση, για τη μελλοντική ανάκαμψη της χώρας: «Υπάρχουν αξιόλογες μονάδες αριστείας στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όχι όμως σε θέσεις που αντιστοιχούν στο επίπεδο ευρύτερης ανάπτυξης της χώρας…» (σελ. 73 της έκθεσης).
Oι θεωρήσεις αυτές παραβλέπουν την καίρια αποστολή των Πανεπιστημίων στην παροχή παιδείας και τη μόρφωση της κοινωνίας, αντιμετωπίζοντάς τα ως οργανισμούς κατάρτισης.
Εν πολλοίς, εμπίπτουν στο πλαίσιο των ιδεών περί «επιχειρηματικού Πανεπιστημίου», οι οποίες έχουν χρεωκοπήσει και εγκαταλειφθεί στις χώρες που κάποτε είχαν ανθίσει και σήμερα, με διαφορά φάσης, προωθούνται από την Κυβέρνηση.
Ασφαλώς και δεν αμφισβητείται η σημασία της αναπροσαρμογής και της διαρκούς επικαιροποίησης των προγραμμάτων σπουδών, κάτι που άλλωστε συμβαίνει στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Είναι όμως παράδοξο με βάση τις παραπάνω απόψεις, το γεγονός ότι οι απόφοιτοί τους και οι νέοι ερευνητές, οι οποίοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν κυρίως λόγω της έλλειψης προοπτικών εξέλιξης και απασχόλησής τους, καθίστανται περιζήτητοι σε ποιοτικές θέσεις στις αγορές εργασίας άλλων αναπτυγμένων χωρών, οι οποίες ηγούνταιστον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Αλλά μήπωςτο λεγόμενο «παράδοξο» της αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων και των πτυχίων που παρέχουν τα δημόσια ελληνικά Πανεπιστήμια και των αναγκών της αγοράς εργασίας, όπως αναφέρεται στην έκθεση Πισσαρίδη, συνίσταται στη μη διαθεσιμότητα αποφοίτων με ειδίκευση σε επιστημονικούς τομείς που μπορούν να ενισχύσουν την αναπτυξιακή ανόρθωση της χώρας;
Τα στοιχεία διαβεβαιώνουν το ακριβώς αντίθετο: η Ελλάδα, με βάση την αναλογία πληθυσμού κάθε χώρας, βρίσκεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ποσοστό αποφοίτωνπανεπιστημιακής εκπαίδευσηςστους τομείς των Φυσικών Επιστημών, της Τεχνολογίας, της Επιστήμης των Μηχανικών και τα Μαθηματικά(STEM).
Τη στιγμή, μάλιστα, που διεθνώς αναγνωρίζεται ότι αυτοί ακριβώς οι απόφοιτοι είναι που καθιστούν δυνατή τη μετάβαση μιας χώρας στο νέο μοντέλο παραγωγής της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Ίσως, το μόνο πεδίο αλλαγής δεξιοτήτων που απομένει είναι η ολοένα προβαλλόμενη ιδεοληπτική ανάγκη εισαγωγής υποχρεωτικών μαθημάτων επιχειρηματικής δραστηριότητας (ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση!)Πρόταση αμφίβολης αποτελεσματικότητας, σίγουρης όμως διαστρέβλωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας μαθητών, επιστημόνων και, τελικά, πολιτών.
Τότε, λοιπόν, σε τι συνίσταται αυτό το «παράδοξο»; Το πιθανότερο στη στρεβλή θεώρηση του ζητήματος.
Η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων και των πτυχίων που παρέχουν τα δημόσια ελληνικά Πανεπιστήμια και των αναγκών της αγοράς εργασίας είναι υπαρκτή αλλά έχει να κάνει με το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης: με την αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα, η οικονομία είναι καθηλωμένη, κυρίως, σε μοντέλα παραγωγής και επιχειρηματικές δραστηριότητες υψηλής έντασης εργασίας και όχι έντασης γνώσης, σε αντίθεση με τις τάσεις που καταγράφονται σε οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Ο κύριος όγκος της σημερινής προσφοράς θέσεων απασχόλησης συνδέεται με μια παρωχημένη και στρεβλή ανάγκη χαμηλού κόστους και συχνά περιστασιακής εργασίας και δεν μπορεί να απορροφήσει τους υψηλά καταρτισμένους απόφοιτους των ελληνικών Πανεπιστημίων. Σοβαρή αιτία που τους αναγκάζει να μεταναστεύσουν και τελικά να διακρίνονται σε θέσεις έντασης γνώσης στο εξωτερικό.
Η άρση αυτού του «παραδόξου» είναι καθαρά ζήτημα πολιτικών επιλογών και στρατηγικών προτεραιοτήτων που πρέπει η χώρα να προτάξει.
Είναι πολιτική επιλογή η αναγνώριση της ανάγκης μετάβασης της ελληνικής οικονομίας από το πρότυπο ανάπτυξης υψηλής έντασης εργασίας σε υψηλότερο σημείο της αλυσίδας αξίας, στην ένταση γνώσης.
Είναι πολιτική επιλογή η στήριξη, μέσω δημόσιων επενδύσεων, των δαπανών R&D και της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών στις μικρομεσαίες καινοτόμες επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να επωμιστούν το κόστος εισόδου στις αναδυόμενες αλυσίδες αξίας.
Είναι πολιτική επιλογή να μην ανακοπεί η πορεία που συνειδητά και συστηματικά σηματοδότησε την περίοδο 2015-2019 στην κατεύθυνση του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας: την οικοδόμηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου βασισμένου στην οικονομία της γνώσης, της γνώσης που απορρέει από την έρευνα και την καινοτομία. Της οικονομίας που στηρίζεται στην αξιοποίηση της υψηλής ποιότητας έρευνας που επιτελείται στα Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα της χώρας για μια δίκαιη ανάπτυξη.
Δυστυχώς, οι σημερινές κυβερνητικέςεπιλογές γιατους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και η πρόσφατη απόπειρα απαξίωσης της εργασίας νομοθετικά δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας ούτε για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, ούτε για την ανάσχεση του braindrain.
__________________________
* Πρώην Αν. Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας
Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης
Διακεκριμένο μέλος ΙΤΕ