Πήγα στο μίνι μάρκετ να πάρω φιλτράκια.
Είπαμε δυο-τρεις κουβέντες με το νεαρό γιο του ιδιοκτήτη, «πολύ ωραίο το μαλλί, πολύ καλοκαιρινό», μου είπε, αναρωτήθηκα αν τον κάνει η δουλειά του να προσέχει κάθε λεπτομέρεια στους πελάτες, ή αν σ’ αυτή τη δουλειά δεν προσέχεις τίποτα αλλά είναι ο χαρακτήρας του έτσι, σε κάθε περίπτωση ευχαριστήθηκα και την προσοχή και τη φιλοφρόνηση και έστριψα να φύγω.
Στάθηκα στη μικρή βιτρίνα.
Ανάμεσα στα άλλα μικροπράγματα είδα κάτι καινούργιο:
Μια σειρά από μεταλλικά αυτοκινητάκια-μινιατούτρες μέσα στα κουτιά τους, ένα κόκκινο τζιπ, ένα λευκό Σμαρτ και μερικά ακόμη, αναπαραστάσεις νέων μοντέλων ή και παλιών κλασικών, όπως ένα ντεσεβό.
Έκανα μια τηλεμεταφορά στο χρόνο.
Ο Άλεξ ήταν 4-5, ζούσαμε τότε στα προάστια της Βαρσοβίας, αγαπούσε πολύ τα αυτοκινητάκια και κάθε φορά που πήγαινα στα τερατώδη -γαλλικά κατά κανόνα- σούπερ μάρκετ τού έπαιρνα πάντα κι από ένα.
Ήταν ακριβώς ίδια μάρκα με αυτά που είδα στο μικρό μαγαζί σήμερα. Μέσα σε ένα κουτί, με ζελατίνα μπροστά για να φαίνεται το μοντέλο, μεταλλικά, με ωραίες λεπτομέρειες και στην πιο αναβαθμισμένη τους εκδοχή άνοιγαν και οι πόρτες ή το πορτ μπαγκάζ.
Καμάρι της συλλογής ήταν μια Ντελόρεαν, που οι πόρτες της άνοιγαν προς τα πάνω.
Σταδιακά είχαμε όλα τα μοντέλα, τα μελετούσε, έπαιζε, τα έβαζε στη σειρά, δημιουργούσε τη δική του κυκλοφοριακή συμφόρηση κάπου ανάμεσα στο διάδρομο και το καθιστικό, πήραμε και σήματα οδικής κυκλοφορίας, είχε μάθει απ’ έξω όλες τις μάρκες αλλά και τα μοντέλα, στο δρόμο έβλεπε τα αυτοκίνητα και ήξερε από μακριά ποιο είναι τι.
Συνέχισα να του παίρνω αυτοκινητάκια κι αν δεν έβρισκα κάποιο που δεν είχε, πήγαινα σε κάποιο άλλο τερατώδες -γαλλικό κατά κανόνα- σούπερ μάρκετ, στα ράφια του οποίου υπήρχαν τα αυτοκινητάκια κατά εκατοντάδες.
Τα αυτοκινητάκια μάς ακολούθησαν στην Ελλάδα, στις περιπέτειές μας εδώ, από σπίτι σε σπίτι κι από ζωή σε ζωή.
Στις μετακομίσεις από σπίτι σε σπίτι και από ζωή σε ζωή ξεφορτώνεσαι ή χάνεις πάρα πολλά πράγματα, αλλά τα αυτοκινητάκια ήταν -μαζί με τα βιβλία, τις φωτογραφίες, τα γραμματόσημα του πατέρα μου, τα μικρά αναμνηστικά από τις προηγούμενες ζωές, και τους εαυτούς μας- ανάμεσα σε εκείνα που δεν μας εγκατέλειψαν ποτέ.
Ο Άλεξ έπαψε να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτά, τα αντικατέστησαν τα Γκορμίτι, οι κάρτες, τα Πόκεμον και διάφορα άλλα ακατάληπτα σε μένα παιχνίδια, τα οποία έρχονταν και παρέρχονταν, πετιούνταν ή χαρίζονταν στην πορεία, αλλά τα αυτοκινητάκια δεν πετάχτηκαν ποτέ, τα στόλισε στο 5μετρο πρεβάζι του παραθύρου του.
———————
Μια μέρα η εποχή των παιχνιδιών τελείωσε.
Έτσι γίνεται αυτό, σε μια μέρα.
Ή εσύ το βλέπεις να γίνεται σε μια μέρα.
Το ένα απόγευμα οι Μπάρμπι κάνουν πάρτι στο σαλόνι σου, το άλλο πρωί είναι σε ένα σωρό έξω από το δωμάτιό της, το οποίο πλέον έχει γεμίσει από σύνεργα ζωγραφικής, αφίσες, τα σκέιτ, ρούχα, σκουλαρίκια και ένα μεγάλο καθρέπτη.
Στο δικό του δωμάτιο, τηλεόραση, πλέι στέισιον, κινητό και τάμπλετ αρκούν.
Πακεταρίστηκαν όλα τα παιχνίδια, κάποια πετάχτηκαν, κάποια χαρίστηκαν για να ενθουσιάσουν άλλα παιδάκια, όπως το αεροπλάνο του πλέιμομπιλ, ελπίζω να πρόσφερε αρκετές όμορφες πτήσεις εκεί που πήγε.
Τα αυτοκινητάκια μπήκαν σε μια κούτα. Δεν ήθελα να τα πετάξω ούτε να τα δώσω, προφανώς για δικούς μου λόγους.
Μπαίνοντας μια μέρα στο δωμάτιό του, τράβηξα την κουρτίνα και είδα με έκπληξη ότι έχει κρατήσει δύο από αυτά στο πρεβάζι.
«Αναμνηστικά», μου είπε.
Δεν ξέρω τι τον κάνουν να θυμάται, αλλά δεν έχει και σημασία, εκείνος ξέρει.
Τον φαντάζομαι να ταξιδεύει στη ζωή και να έχει κάπου στις «αποσκευές» του τα αυτοκινητάκια.
Τα αντικείμενα που μάς θυμίζουν κάτι -ό τι κι αν είναι αυτό, δεν έχει σημασία, εμείς ξέρουμε- συνήθως δεν έχουν να πουν κάτι σε κάποιον άλλον, συχνά οι άνθρωποι απορούν, μα γιατί το κρατάς αυτό;
Το κρατάω επειδή έχω χώρο στις αποσκευές μου για τα αντικείμενα που συνδέονται μέσα μου με κάποια ανάμνηση.
Με κάποιο πρόσωπο, κάποια στιγμή, κάποια πράξη, ή και κάποια παράλειψη, κάποια δική μου προσδοκία που μπορεί και να κυνηγήσω στο χρόνο με άλλον τρόπο.
Τα κρατάω επειδή έχω χώρο για αναμνήσεις, αλλά κυρίως για συναισθήματα.
Το συναίσθημα, εξάλλου, είναι -σε μεγάλο μέρος- ανάμνηση.
—————————–
Αν καιγόταν το σπίτι και έπρεπε να αρπάξω ότι προλάβαινα απ’ αυτό, τι θα έπαιρνα μαζί μου;
Το έχω σκεφτεί πολλές φορές.
Την πιστωτική;
Το διαβατήριο;
Ή εκείνο το μικρό σημείωμα, κίτρινο από το χρόνο, προσεκτικά διπλωμένο στον πάτο ενός συρταριού, που θα με συνδέει για πάντα με μια στιγμή κι ένα συναίσθημα;
Θα μου πεις, χρειάζονται τα αντικείμενα για να συνδεθείς με τη στιγμή και το συναίσθημα;
Όχι.
Όμως, τα αντικείμενα είναι οι μικροί μας προσωπικοί ναοί, εκεί που καταφεύγουμε όταν χρειαζόμαστε να αποδεχθούμε το παρελθόν μας και τα κομμάτια του που έγιναν μέρος μας.
Βασικά ελπίζω να μην καεί ποτέ το σπίτι μας.
Αλλά αν καεί, για κάποιο λόγο είμαι βέβαιη ότι θα πάρει μαζί του έστω ένα από τα αυτοκινητάκια.
Πρώτη δημοσίευση: Facebook