Ένα από τα “ποιοτικά” χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος της τελευταίας δεκαετίας, όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι η συνεχώς αυξανόμενη χρήση βίας, σωματικής κυρίως αλλά και συχνά θανατηφόρας βίας.
Του Δρ Ευάγγελου Στεργιούλη
Η παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνολογίες και η παρατεταμένη οικονομική κρίση επηρέασαν δραστικά τον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος τόσο από πλευράς ευκαιριών όσο και από πλευράς οικονομικής ρευστότητας. Το δεύτερο αποτελεί κατά κύριο λόγο τον κινητήριο μοχλό της δυνατότητας συνέχισης των εγκληματικών δραστηριοτήτων των οργανωμένων κυκλωμάτων και συνδέεται άμεσα με την αυξανόμενη χρήση θανατηφόρας βίας.
Στην τελευταία έκθεση εκτίμησης της απειλής του οργανωμένου εγκλήματος της Europol, επισημαίνεται η αυξητική τάση χρήσης βίας όχι μόνο μεταξύ των μελών των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων για την προστασία των συμφερόντων τους, αλλά και κατά παντός τρίτου που ενδέχεται να συνιστά απειλή για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Μάλιστα, μία από τις συνέπειες, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, είναι το γεγονός ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των διατεθειμένων στον χώρο του υπόκοσμου να αναλάβουν τη διεκπεραίωση των αποκαλούμενων “συμβολαίων θανάτων”.
Και αυτή η χρήση θανατηφόρας βίας μπορεί να εκδηλώνεται ακόμη και σε ανοικτούς δημόσιους χώρους με υψηλό κίνδυνο τραυματισμού και απώλειας ζωής παρευρισκόμενων αθώων πολιτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες εκμεταλλεύονται την πολυκοσμία και την αυξημένη κίνηση που συμβάλουν στην κάλυψή τους και στον αιφνιδιασμό των θυμάτων τους.
Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τη ραγδαία εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος στο σύνθετο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και των επιδράσεων της. Ο σταδιακός μετασχηματισμός της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 και μετά, επηρέασε δραστικά και τον χάρτη της εγκληματικότητας της χώρας σε όλες τις εκφάνσεις της.
Έτσι, οι ληστείες, ως κατεξοχήν εγκληματικές ενέργειες που διαπράττονται με χρήση βίας, τα τελευταία χρόνια ξεπερνούν τις 4.000 ετησίως, ήτοι 10 κατά μέσο όρο ληστείες ημερησίως στην ελληνική επικράτεια, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ληστείες δεν ξεπερνούσαν τις 1.500 ετησίως. Μάλιστα, ένα βασικό “ποιοτικό” χαρακτηριστικό της εξέλιξης του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα μας είναι και το ποσοστό συμμετοχής των αλλοδαπών δραστών, το οποίο, στις ληστείες για παράδειγμα, ανέρχεται μέχρι και 50%, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας.
Τούτων δοθέντων λοιπόν και δεδομένης της διαχρονικότητας της αρχαίας ελληνικής ρήσης “έξεστι βία την βία εξωθείν και όπλα όπλοις”, η ελληνική πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει ριζικά το θεσμικό πλαίσιο ολόκληρου του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες χαρακτηρίζεται από σημαντικές ελλείψεις και συνάμα επιεικείς νομοθετικές προσεγγίσεις, οι οποίες αποδυναμώνουν την αποτρεπτική ισχύ των νόμων και των προβλεπόμενων ποινών.
Είναι αδιανόητο, για παράδειγμα, η Ελληνική Αστυνομία να προβαίνει σε συλλήψεις δραστών σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος και να εφαρμόζει την αυτόφωρη διαδικασία, ενώ η δικαστική εξουσία, είτε για λόγους υπερβολικού φόρτου εκδικαζόμενων υποθέσεων καθημερινώς στα δικαστήρια της χώρας είτε λόγω πληρότητας των φυλακών, να παραπέμπει τους δράστες σε τακτική δικάσιμο αφήνοντάς τους ελεύθερους ή να επιβάλλονται ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο συλλογιστικής, η κατάργηση της δικαστικής απέλασης αλλοδαπών δραστών σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος, που τέθηκε σε εφαρμογή με το νέο ποινικό κώδικα από 1ης Ιουλίου 2019, έχει δημιουργήσει ένα νομικό κενό στη δημόσια τάξη κι ασφάλεια που αμβλύνει την προληπτική διάσταση της ποινής.
Τέλος, η προληπτική διάσταση του έργου της Ελληνικής Αστυνομίας χρήζει άμεσης επανεξέτασης και ενίσχυσης μέσω μιας νέας και αποτελεσματικής στρατηγικής. Την τελευταία δεκαετία η οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό ζήτημα και η πανδημία έχουν απορροφήσει τη συντριπτική πλειονότητα του ανθρώπινου δυναμικού της στην εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων, με αποτέλεσμα να έχει αποδυναμωθεί ο προληπτικός ρόλος της αστυνόμευσης.-
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην έδρα της Europol στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Πρώτη δημοσίευση: Capital.gr