Ξημερώματα εξακολουθώ να παίζω αυτό το παιχνίδι της κανονικότητας που ορίσαμε, με ψυχραιμία. Έρχεσαι, κάθεσαι δίπλα μου μυρίζοντας σουβλάκια που μόλις έφαγες, μου χαμογελάς συνωμοτικά και στήνεσαι στον φωτογράφο, σε λίγο αρχίζει η τελετή, κάτι νεκρό πλανιέται στην ατμόσφαιρα, βγαίνω να καπνίσω, έρχεσαι μαζί μου, καπνίζεις κι εσύ, ο τρόπος που με κοιτάς στα μάτια, μου είναι από καιρό προβλέψιμος, δεν με ταράζει πια, με σώζουν φίλοι από τα παλιά, σαν σαλιγκάρια μετά τη βροχή, που εμφανίζονται, έχω αφήσει ένα αναπάντητο mail που ‘χει μια ωραία λέξη μέσα.
Θέλω να σου μιλήσω για την αγάπη σου, πόσο τοξική υπήρξε τελικά, αλλά προτιμώ να συνεχίσω να κάνω τον αδιάφορο. Σε βλέπω πως θες να με παρασύρεις, σχηματίζεις προστατευτικό κλοιό γύρω μου, κι όμως σε νιώθω σαν πετρελαιοκηλίδα στη θάλασσα που περιέχω.
Δεν φοβάμαι πια, μα να, είναι που θεραπεύομαι από την σχηματική σου αγάπη και δεν έχω ανάγκη τα χάπια – συναισθήματά σου πάνω μου. Ίσως να νιώθω ακόμη και ενόχληση, μα έχω περιθώρια, γι’ αυτό δεν αντιδρώ. Τα συμπτώματα υπάρχουν ακόμη, αλλά με χαμηλότερα συστατικά, τηλεφωνώ στην άμεση δράση του χρόνου, αλλά το τηλέφωνο της και πάλι είναι ανενεργό κι έτσι προτιμώ να το ζήσω το αποψινό κι όπου με βγάλει.
Κι έτσι, ξημερώματα σχεδόν, στέλνω λάθος σινιάλα από το λιμάνι, σε πλοία που χάσανε τον δρόμο, αλλά έχουν εμπορεύματα πολύτιμα, μόνο που δεν το ξέρουν κι ίσως δε θέλουν να το μάθουν κιόλας, μα σίγουρα δεν είναι δηλητηριασμένα και σίγουρα μπορώ, αν το αποφασίσω, να μπαρκάρω μαζί τους στα πιο ακανόνιστα δρομολόγια.
Ξημερώματα κι όλο και λιγότερα τοξικά απόβλητα αισθάνομαι μέσα μου, σαν να τα απέβαλα ξαφνικά, σαν να με ηρέμησε αυτή η λέξη του mail. Πετάω το αποτσίγαρο στη θάλασσα, παραδόξως δεν παίρνει φωτιά, σημάδι πως η πιο απρόβλεπτη εκδοχή των τίτλων τέλους, υπάρχει μόνο στην κανονική ζωή.
Όλο και λιγότερο κοιμόμαστε στα βράδια, διαβάζουμε βιβλία με τις λέξεις των άλλων να βρούμε μια λύση στους γρίφους που μαζέψαμε στις ζωές μας, εμεις που στα νιάτα μας νιώθαμε αλάνθαστοι κι όσο μεγαλώνουμε μας ποτίζει μια συνεχής αμφιβολία. Απο αμφιβολία ξενυχτάμε, απο αμφιβολία διαβάζουμε, μια ελάχιστη βεβαιότητα να βρούμε να πιαστούμε σε τουτους τους γκρεμούς που αμάθητοι βρεθήκαμε.
Ώσπου μας βρίσκει το πρωί και βιαστικά ντυνόμαστε την πρώτη βεβαιότητα που βρίσκουμε στην ντουλάπα και παίρνουμε αμπάριζα τους δρόμους. Κι όμως έτσι και σταθούμε λίγο περισσότερο σε καμιά διάβαση πεζών, ξεβρακωνόμαστε όλοι μας. Κι εμείς κι οι αντίθετοί μας. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε απ’ τα μέσα μάτια της ψυχής μας, που εύκολα ξεπουληθήκαμε οι πάντες, για λίγη επιβίωση και χάσαμε την ουτοπία των νιάτων μας. Την χάσαμε για πάντα. Κι ούτε ένα έτσι κάνουμε να βγει μπροστά έστω κάποιο νεότερο παιδί, σαν κοντορεβυθούλης να μας δείξει τον δρόμο που ξεχάσαμε, που χάσαμε κι άλλοι ανομολόγητα προδώσαμε. Μπορεί αυτό να είμαστε μόνο τελικά. Αλλά αν πάλι όχι;
Μια σιγουριά μου απόμεινε μονάχα. Πως σήμερα είναι Τρίτη.