Η σημερινή απεργία κατά του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, του “νόμου Χατζηδάκη” κάνει αναπόφευκτες τις συνδέσεις με την πρώτη παρόμοια απόπειρα της Νέας Δημοκρατίας αμέσως μετά το πρώτο ορμητικό απεργιακό κύμα της μεταπολίτευσης να ψηφίσει τον περιβοήτο αντιαπεργιακό «Νόμο 330» γνωστός και ως “νόμος Λάσκαρη”.
Ακριβώς 45 χρόνια πριν, στις 25 Μάη του 1976 η τότε κυβέρνησή της βρέθηκε αντιμέτωπη με μια 48ωρη γενική απεργία που κήρυξαν σωματεία και ομοσπονδίες, με δεκάδες χιλιάδες απεργούς να συγκρούονται με τα ΜΑΤ και τις αύρες της αστυνομίας που άφησαν μάλιστα πίσω τους μία νεκρή μικροπωλήτρια στην Ομόνοια.
Από το 1974, δυο είναι οι βασικοί νόμοι για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που ο ένας αντικατέστησε τον άλλο. Πρόκειται για το νόμο 330/1976 της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ή αλλιώς «νόμος Λάσκαρη» (ο υπουργός Εργασίας), ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την περίφημη δήλωσή του στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου: «Δε θα επιτρέψω την πάλη των τάξεων», εκφράζοντας με απόλυτη σαφήνεια τους αντεργατικούς στόχους του νόμου.
Ο άλλος είναι ο νόμος 1264/82, που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και ισχύει μέχρι σήμερα. Ακολούθησε το άρθρο 4 του νόμου 1365/83, που χαρακτηρίστηκε και «απεργοκτόνο». Με αυτό, για την κήρυξη απεργίας στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, απαιτούνταν μεταξύ άλλων το 50% συν 1 των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης και όχι η πλειοψηφία των παρόντων στη συνέλευση.
Η πτώση της χούντας το καλοκαίρι του 1974, έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μια τεράστια νίκη του κινήματος που ήρθε από τα κάτω, βγάζοντας στο προσκήνιο των εξελίξεων την εργατική τάξη. Οπλισμένοι με την αυτοπεποίθηση που έδωσε το Πολυτεχνείο, οι εργαζόμενοι-ες μπήκαν στη μάχη για να διεκδικήσουν όλα εκείνα τα δικαιώματα που τους στέρησε η επταετία αλλά και την «αποχουντοποίηση» στον ίδιο τον χώρο δουλειάς τους και σε ολόκληρη κοινωνία.
Το ξεκίνημα έγινε με την απεργία της Νάσιοναλ Καν τον Οκτώβρη του 1974 με πρωτοβουλία της εργοστασιακής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί (τα σωματεία στους χώρους ήταν ανύπαρκτα από την εποχή της χούντας, ενώ η ΓΣΕΕ, οι περισσότερες ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα ήταν κάτω από τον έλεγχο διορισμένων ή ‘εκλεγμένων’ με νοθεία δεξιών εργατοπατέρων. Στη Νάσιοναλ Καν απεργούν μαζί Πακιστανοί μετανάστες και ντόπιοι εργατες/τριες.
Τη Νάσιοναλ Καν ακολούθησαν οι τεχνικοί Τύπου, η ΗΒΗ, η Ολυμπιακή, η ΙΤΤ, η Πεσινέ, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας, οι έκτακτοι του ΟΠΑΠ, οι γιατροί του ΚΑΤ.
Το 1975, στη μάχη μπαίνουν πλέον όλα τα μεγάλα εργοστάσια που γίνονται κάστρα του απεργιακού αγώνα: Βιαμάξ, Βιοχάλκο, όλα τα Ναυπηγεία, όλα τα Ορυχεία, Πίτσος, Εσκιμό, Ιζόλα, Τριαντέξ, Τρικοπί, Φούλγκορ, Βιοχρώμ, ΕΤΜΑ, Λαδόπουλος –ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Το κίνημα περνάει από το ένα εργοστάσιο στο άλλο αγκαλιάζοντας ολόκληρους τους κλάδους αιχμής: Κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρικές συσκευές, ναυπηγεία, αμαξώματα, οικοδομές. Τον Ιούλη του 1975, η πρώτη επέτειος από την πτώση της χούντας σημαδεύεται από την απεργία των οικοδόμων και την άγρια σύγκρουση με την αστυνομία στους δρόμους της Αθήνας. Οι μαίες και οι νοσοκόμες που δουλεύουν στις κλινικές (ΕΣΥ βέβαια δεν υπήρχε) κατεβαίνουν στους δρόμους, οι τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ ξεκινάνε απεργίες.
Μαζικές απεργίες
Τα χαρακτηριστικά των απεργιών συμπυκνώνει η απεργία διαρκείας που ξεκινάει στα μέσα Αυγούστου του 1975 στην Χαρτοποιία ΜΕΛ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Οι εργάτες της ανακάλυψαν από την αρχή πώς οργανώνεις απεργία, κατάληψη, συμπαράσταση.
Δυο μήνες μετά το ξεκίνημα της απεργίας κατεβαίνουν στην Αθήνα. Ξενυχτάνε μπροστά στη Βουλή και κάνουν συνελεύσεις στα Προπύλαια. Η κυβέρνηση στέλνει αστυνομία να τους διώξει. Οι απεργοί υπερασπίζονται το χώρο μαζί με συμπαραστάτες. Αποφασίζουν τελικά να πάνε στο Πολυτεχνείο φωνάζοντας “Το δρόμο τον δείχνει ο Νοέμβρης” και το κάνουν κέντρο αγώνα. Έτσι κερδήθηκε το άσυλο.
Οι απεργοί εκδίδουν την “Φωνή των απεργών της ΜΕΛ” η οποία μετατρέπεται σε εργαλείο συμπαράστασης, με χιλιάδες φύλλα να πουλιούνται σε άλλα εργοστάσια όπου συγκεντρώνονται χρήματα για τους απεργούς. Η ΜΕΛ οργανώνει συναυλίες αλληλεγγύης και συγκεντρώσεις συμπαράστασης μέσα στο Πολυτεχνείο
Στην Πάτρα, όπου είχε ξεκινήσει νωρίτερα απεργία σε ένα άλλο εργοστάσιο του ίδιου ιδιοκτήτη, του Λαδόπουλου, η αλληλεγγύη ήταν συγκλονιστική. Οργανώθηκε συναυλία με τον Μικρούτσικο, τη Δημητριάδη και άλλους μέζεψε περίπου 100.000 δραχμές για τους απεργούς, ένα τεράστιο νούμερο για την εποχή.
Για ένα διάστημα οι εργάτες της Πάτρας ανέβηκαν και αυτοί στην Αθήνα, όπου ενώθηκαν με τη ΜΕΛ. Αυτό είναι μια ακόμη τακτική που γενικεύτηκε στις απεργίες του ’74-’76. Να απεργούν ταυτόχρονα σε πολλά μαγαζιά του ίδιου αφεντικού, για να αυξάνεται η πίεση. Τελικά ενώ πλησίαζε η επέτειος του Πολυτεχνείου και με πρόσχημα ότι “ο γιορτασμός του δεν προσφέρεται για οικονομικούς αγώνες”, η ΕΦΕΕ, απαιτεί από τους απεργούς να φύγουν. Οι εργάτες γύρισαν στο εργοστάσιο και έβαλαν μπρος τις μηχανές, κάτω από το δικό τους έλεγχο. Τελικά η εργοδοσία υποχώρησε, έδωσε αυξήσεις και πλήρωσε ακόμη και τις μέρες της απεργίας.
Το 1976, στο αποκορύφωμά αυτού του κινήματος γίνονται μαζικές απεργίες. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι απεργίες διαρκείας. Οι απεργοί οργανώνονται στις επιτροπές αγώνα, οργανώνουν απεργιακές φρουρές.
Μέσα από αυτήν την διαδικασία κάνουν την εμφάνισή τους καινούργια σωματεία σε όλους τους χώρους δουλειάς, που μαζικοποιούνται ραγδαία. Το αίτημα για συλλογικές συμβάσεις αγκαλιάζει όλο το εργατικό κίνημα. Πάνω απ’ όλα οι απεργίες αρχίζουν να στριμώχνουν τα αφεντικά που αναγκάζονται να δίνουν αυξήσεις και να κανουν παραχωρήσεις στα ωράρια και τις συνθήκες δουλειάς. Ανάμεσα στο 1974-80, οι αυξήσεις στις αποδοχές στους περισσότερους χώρους εργασίας ξεπερνάνε την αύξηση των τιμών (241%). Είναι 337% στους βιομηχανικούς εργάτες, 298% στις οικοδομές, 422 % στην ΔΕΗ.
Ταφόπλακα
Σε αυτό το κίνημα και τη μαζική στροφή προς το μαχητικό συνδικαλισμό στη βάση των χώρων δουλειάς και κύρια στα εργοστάσια, ήθελε να βάλει ταφόπλακα ο νόμος 330, καθώς η καταστολή της αστυνομίας και η απεργοσπασία δεν μπορούσε να το νικήσει.
Στις αρχές του Μάρτη του 1976 ο ΣΕΒ ζήτησε με συνέντευξη Τύπου τη λήψη μέτρων, και στο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που έγινε τέσσερις μέρες μετά, αποφασίστηκε η κυβερνητική επίθεση που μεταφράστηκε στον 330 και άλλους νόμους μετά από αυτόν. Στα πρακτικά, που έχει δημοσιεύσει η ΕΦΣΥΝ, είναι χαρακτηριστική η πρώτη φράση του Καραμανλή:
«Οπως γνωρίζετε, Κύριοι, το θέμα το οποίον τελευταίως μας απασχολεί έντονα είναι το θέμα των απεργιών. Είναι ένα φαινόμενον δυσάρεστον, που ημπορεί να εξελιχθεί κατά τρόπον επικίνδυνον, εάν δεν εύρωμε τους καταλλήλους τρόπους να το αναχαιτίσωμεν …πρέπει να δαμάσωμεν τις απεργίες».
Ο νόμος 330 περιόριζε δραστικά το δικαίωμα στην απεργία, νομιμοποιούσε την ανταπεργία (λοκ άουτ) και τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών. Απαγόρευε την «πολιτική απεργία», τις απεργίες αλληλεγγύης, αλλά και κάθε άλλη απεργιακή κινητοποίηση που δε στρέφεται κατά του συγκεκριμένου εργοδότη και δεν περιορίζεται σε καθαρά μισθολογικά αιτήματα.
Απαγορεύτηκαν οι απεργίες που δεν κηρύσσονταν «υπό του νομίμως συνεστημένου σωματείου» (αλλά από συνελεύσεις εργαζομένων) ή αποφασίζονταν με πλειοψηφία κάτω του 75%. Επιβλήθηκε υποχρεωτική οκταήμερη προειδοποίηση των απεργών προς τον εργοδότη, ποινικοποιήθηκε η «άσκησις επιρροής επί της συστάσεως σωματείου», αναζωογονήθηκε η μετεμφυλιακή νομοθεσία που επέτρεπε την απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών για «απείθεια σε δικαιολογημένη εντολή του εργοδότη» ή «εξύβρισή» του.
Όλα τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση στη Βουλή καταδίκαζαν αυτό το τερατούργημα. Έτσι κήρυξαν την 48ωρη γενική απεργία, στις 24 και 25 Μάη, όταν το νομοσχέδιο πήγε στη Βουλή. Ήταν ένας πανεργατικός σεισμός. Υπολογίζεται ότι απέργησαν περίπου μισό εκατομμύριο εργάτες και εργάτριες και στην Αθήνα δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν στις 24 Μάη πανικοβάλλοντας την κυβέρνηση που την επόμενη μέρα επιτέθηκε. Σε συνέντευξή του ο Νίκος Γεωργίου, οικοδόμος τότε, περιγράφει τι έγινε τη δεύτερη μέρα της απεργίας:
«Η απεργιακή συγκέντρωση ήταν έξω από το θέατρο Διάνα στην Ιπποκράτους. Είχε χιλιάδες κόσμο. Υπήρχε η κλασσική διαδικασία με συνδικαλιστές σαν κεντρικούς ομιλητές, βουλευτές της Αριστεράς που συμπαραστέκονταν κλπ. Από τα κάτω όμως γίνεται μεγάλη συζήτηση ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε αυτά, πρέπει να γίνει διαδήλωση. Από τα πάνω ανακοινώνεται η λήξη της συγκέντρωσης και τα συνήθη “βρισκόμαστε σε αγωνιστική ετοιμότητα” κλπ. Οι απεργοί όμως αρνήθηκαν να φύγουν και συγκρότησαν διαδήλωση στην Πανεπιστημίου με προορισμό το υπουργείο Εργασίας στην Πειραιώς. Δεν ήταν μόνο οι οικοδόμοι. Αμέτρητοι εργατικοί χώροι έβγαλαν απεργία και κατέβηκαν οργανωμένα με πορείες από τα εργοστάσια, αλλά και νεολαία, φοιτητές. Η αστυνομία δεν δίστασε να επιτεθεί άγρια στη διαδήλωση. Αύρες, χημικά, ξύλο. Εγώ, κνίτης ακόμα τότε, είχα φύγει με τα “συνάδελφοι διαλυόμαστε” που ήταν η γραμμή. Φτάνοντας όμως στο σπίτι ανοίγω το ράδιο, ακούω ότι γίνεται χαμός και παίρνω το δρόμο ξανά για το κέντρο της Αθήνας. Όταν έφτασα οι συγκρούσεις είχαν απλωθεί και οι μάχες με την αστυνομία κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ».
Η επίθεση της αστυνομίας έγινε όταν οι απεργοί επιχείρησαν να ανέβουν απο την Πειραιώς πίσω στην Βουλή στη Σταδίου στο ύψος της Πεσμαζόγλου. Εκατοντάδες είναι οι τραυματίες και δεκάδες συλληφθέντες στις μάχες που δίνονται σώμα με σώμα. Σηκώνονται οδοφράγματα με αυτοκίνητα σε μια σειρά από δρόμους της Αθήνας, στην Πειραιώς φλεγόμενα, με μεγάλες μπάλες χαρτιού απο το τυπογραφείο της «Βραδυνής».
Οι αύρες οργιάζουν και στην Αιόλου, μια από αυτές σκοτώνει την μικροπωλήτρια Αναστασία Τσιβίκα, παρασύροντάς την πάνω στο πεζοδρόμιο. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες μιλούσαν για δράση «ξένων στοιχείων» και «προβοκατόρων» .
Ο νόμος τελικά ψηφίστηκε. Η απόπειρα της ΝΔ να σταματήσει τις απεργίες ήταν σκληρή –χιλιάδες συνδικαλιστές που πρωτοστατούσαν στους χώρους τους απολύθηκαν τα επόμενα χρόνια.
Αλλά οι απεργίες κάθε άλλο παρά σταμάτησαν μετά το 1976. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χαμένες ώρες εργασίας από απεργίες ακόμη και σε προεκλογική περίοδο το 1980 είναι 20.494.744, τριπλάσιες από τις 6.145.000 του 1976, καθώς δίπλα σε αρκετά από τα εργοστάσια που συνεχίζουν τους αγώνες (όπως η απεργία διαρκείας των λιθογράφων), έρχονται να προστεθούν οι νοσοκομειακοί γιατροί στο ιδιωτικό ακόμη σύστημα Υγείας, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, οι εκπαιδευτικοί και άλλα κομμάτια του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε τελικά να καταργήσει το ν.330 το 1982.
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν πολλές, με το συνδικαλιστικό κίνημα να επικεντρώνεται ωστόσο κυρίως στην αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του, στην οποία μεταξύ άλλων εντάσσεται και το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων. Επίσης εκείνη την περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα σπέρματα επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ την εμφάνισή τους σταδιακά κάνουν και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων. «Βασικό στοιχείο όμως εκείνης της περιόδου είναι η δημιουργία των πρώτων επιχειρησιακών σωματείων», τονίζει ο Σάββας Ρομπόλης.
Όπως εξηγεί με το νόμο του 1982 «δημιουργείται ένα πλαίσιο δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και είναι γεγονός πως η άνοδος του ΠΑΣΟΚ βοηθάει στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Με το νόμο του ’82 τα συνδικάτα ισχυροποιούν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ τα χρόνια που θα ακολουθήσουν το συνδικαλιστικό κίνημα παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του πλαισίου». Από τις αρχές του ’80 το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιείται στο συνδικαλιστικό κίνημα, όμως υπήρξαν και οι ρήξεις όπως την περίοδο επί υπουργίας Αρσένη με πολλά στελέχη της ΠΑΣΚΕ να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό άρμα. Τις επόμενες δεκαετίας έχουμε την ανάπτυξη και ενίσχυση του κλαδικού συνδικαλισμού και της ΓΣΕΕ ως κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.
Στη δεκαετία του ’80 ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι αυτό της εξυγίανσης των ‘προβληματικών επιχειρήσεων’. Πρόκειται για ισχυρές επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας που κατέρρεαν οικονομικά υπό το βάρος των χρεών που είχαν συσσωρεύσει. «Εκείνη την περίοδο ενισχύεται περαιτέρω ο επιχειρησιακός συνδικαλισμός και μέσω αυτού διεκδικείται η συνέχιση της λειτουργίας των εταιρειών και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πραγματοποιούνται μεγάλες απεργίες από επιχειρησιακά σωματεία αλλά και με την κάλυψη της ΓΣΕΕ και των ομοσπονδιών».
Ήταν τότε που το ΠΑΣΟΚ δημιουργεί και τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για την «εξυγίανση» των «προβληματικών εταιρειών», πολλές εκ των οποίων αφού καθάρισαν από τα χρέη μέσω του ΟΑΕ πουλήθηκαν και τελικά οι περισσότερες έκλεισαν. «Βραχυχρόνια το κίνημα των επιχειρησιακών σωματείων στέφεται με επιτυχία, ωστόσο σε βάθος χρόνου οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έκλεισαν», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Ρομπόλης.
Η πτώση της Χούντας βρίσκει το συνδικαλιστικό κίνημα σε μια φάση αποδεκατισμού εξαιτίας φυλακίσεων πολλών συνδικαλιστών κατά τη διάρκεια της επταετίας, αλλά και των διορισμένων από τη δικτατορία διοικήσεων των συνδικάτων. «Η περίοδος από το 1974 έως το 1981 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘περίοδος αποκατάστασης της δημοκρατίας του συνδικαλιστικού κινήματος’. Αυτή η φάση ολοκληρώνεται με το νόμο του 1982» επί ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για το νόμο 1264/1982 «για τον εκδηµοκρατισµό του συνδικαλιστικού κινήµατος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζοµένων».
Η άνθηση του επιχειρησιακού συνδικαλισμού
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν πολλές, με το συνδικαλιστικό κίνημα να επικεντρώνεται ωστόσο κυρίως στην αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του, στην οποία μεταξύ άλλων εντάσσεται και το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων. Επίσης εκείνη την περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα σπέρματα επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ την εμφάνισή τους σταδιακά κάνουν και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων. «Βασικό στοιχείο όμως εκείνης της περιόδου είναι η δημιουργία των πρώτων επιχειρησιακών σωματείων», τονίζει ο Σάββας Ρομπόλης.
Όπως εξηγεί με το νόμο του 1982 «δημιουργείται ένα πλαίσιο δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και είναι γεγονός πως η άνοδος του ΠΑΣΟΚ βοηθάει στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Με το νόμο του ’82 τα συνδικάτα ισχυροποιούν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ τα χρόνια που θα ακολουθήσουν το συνδικαλιστικό κίνημα παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του πλαισίου». Από τις αρχές του ’80 το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιείται στο συνδικαλιστικό κίνημα, όμως υπήρξαν και οι ρήξεις όπως την περίοδο επί υπουργίας Αρσένη με πολλά στελέχη της ΠΑΣΚΕ να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό άρμα. Τις επόμενες δεκαετίας έχουμε την ανάπτυξη και ενίσχυση του κλαδικού συνδικαλισμού και της ΓΣΕΕ ως κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.
Στη δεκαετία του ’80 ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι αυτό της εξυγίανσης των ‘προβληματικών επιχειρήσεων’. Πρόκειται για ισχυρές επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας που κατέρρεαν οικονομικά υπό το βάρος των χρεών που είχαν συσσωρεύσει. «Εκείνη την περίοδο ενισχύεται περαιτέρω ο επιχειρησιακός συνδικαλισμός και μέσω αυτού διεκδικείται η συνέχιση της λειτουργίας των εταιρειών και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πραγματοποιούνται μεγάλες απεργίες από επιχειρησιακά σωματεία αλλά και με την κάλυψη της ΓΣΕΕ και των ομοσπονδιών».
Ήταν τότε που το ΠΑΣΟΚ δημιουργεί και τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για την «εξυγίανση» των «προβληματικών εταιρειών», πολλές εκ των οποίων αφού καθάρισαν από τα χρέη μέσω του ΟΑΕ πουλήθηκαν και τελικά οι περισσότερες έκλεισαν. «Βραχυχρόνια το κίνημα των επιχειρησιακών σωματείων στέφεται με επιτυχία, ωστόσο σε βάθος χρόνου οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έκλεισαν», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Ρομπόλης.
Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει και το διεθνές πλαίσιο που ορίζει την εφαρμοζόμενη πολιτική της περιόδου, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. «Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 με την κρίση του πετρελαίου και την αύξηση του πληθωρισμού διαμορφώνεται το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Η σχολή του Σικάγο δημιουργεί το τεχνικό υπόβαθρο για τη μετάβαση από το ‘φορντικό υπόδειγμα’ στο ‘νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα’. Βασική αρχή αυτού του υποδείγματος ήταν πως για την αντιμετώπιση της κρίσης του πετρελαίου, τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία και την αύξηση του πληθωρισμού θα πρέπει να υπάρξει πλήρης απελευθέρωση του κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας με ατμομηχανή την παγκοσμιοποίηση. Εκεί εμφανίζεται και η πολιτική των Ρίγκαν και Θάτσερ. Μια πολιτική που εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη στη συνέχεια».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η επιτυχία του 2001
Μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις ξεσπούν στα πρώτα χρόνια του ’90 επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το συνδικαλιστικό κίνημα δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στην τότε κυβέρνηση που επιχειρεί να προχωρήσει σε αυτή τη μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου, μέσω ιδιωτικοποιήσεων και συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στην εξουσία. Όμως και τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν μπει στη διαδικασία της «μετάβασης».
Το 2001 καταγράφεται η κορύφωση του συνδικαλιστικού κινήματος με το νομοσχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της μεταπολίτευσης. Οι κινητοποιήσεις Γιαννίτση ήταν μια προίκα για το κίνημα», τονίζει ο κ. Ρομπόλης.
Σημαντικό στοιχείο εκείνων των κινητοποιήσεων ήταν η συμβολή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το οποίο έχει δημιουργηθεί από το 1990. «Για πρώτη φορά τεκμηριώνονται οι θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 2001 το Ινστιτούτο Εργασίας είχε επεξεργαστεί το ασφαλιστικό σύστημα (στρεβλώσεις , κατακερματισμός, ανισότητα κ.α.) και είχε παρουσιάσει μια μεγάλη πρόταση με μελέτες, για το πως θα μπορούσαμε να περάσουμε σταδιακά από τα δεκάδες ταμεία στα τρία μέσα στα επόμενα χρόνια. Ο συνδυασμός της τεκμηριωμένης πρότασης και της ενημερωτικής δράσης από τους συνδικαλιστές οδήγησε στην ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Έτσι στους δρόμους κατέβηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ήταν η πρώτη φορά που το συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει μια επιστημονική μελέτη ως αντιπρόταση», σημειώνει ο Σάββας Ρομπόλης.
Το φαινόμενο της «ατομικότητας»
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την έλευση της τρόικας το συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο ύφεσης με εξαίρεση ορισμένες δυναμικές κινητοποιήσεις σε επιμέρους κλάδους, όπως των ναυτεργατών και των αγροτών. Σημειώνεται πως οι πρώτοι το 2006 τερματίζουν την πολυήμερη κινητοποιησή τους υπό το βάρος της επιστράτευσης από την κυβέρνηση, ένα κατασταλτικό μέτρο που θα χρησιμοποιηθεί κατά κόρον τα επόμενα χρόνια. Μετά έρχεται η κρίση και μαζί της τα Μνημόνια. Το συνδικαλιστικό κίνημα φαίνεται να αδυνατεί να αντιδράσει σε βαθμό ώστε να εμποδίσει την επέλαση των αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων. Πολλοί έκαναν λόγο για «αλλοτρίωση» του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ο κ. Ρομπόλης σχολιάζει: «Δεν συμφωνώ πως υπάρχει αλλοτρίωση. Το θέμα είναι πως οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα με το οποίο η ανεργία εκτοξεύτηκε και το συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε στα όριά του. Η ανεργία είναι το βασικό φαινόμενο που αποδυναμώνει το συνδικαλιστικό κίνημα. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως υπάρχει ένα ζήτημα με την παραταξιοποίηση, καθώς εξαιτίας αυτής δεν υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία. Ωστόσο αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίζεται με το Ινστιτούτο Εργασίας μέσω του οποίου παράγεται πολιτική με βάση την τεκμηρίωση και τις αυτοτελείς αναλύσεις».
Την τελευταία δεκαετία οι εργαζόμενοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα σωματεία, ενώ η συνδικαλιστική ηγεσία έχει κατηγορηθεί για τη στάση που κράτησε με το ξέσπασμα της κρίσης. «Είναι γεγονός πως ο δείκτης συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι μειωμένος», αναφέρει ο κ. Ρομπόλης και συνεχίζει: «Αυτό νομίζω οφείλεται στην οπισθοδρόμηση του συνδικάτου, η οποία σημειώνεται όταν στο πλαίσιο της σύγκρουσης η απώλειά είναι οι θέσεις εργασίας. Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε το συνδικάτο να κάνει παραπάνω;».
Πολλοί κατηγορούν τη ΓΣΕΕ για τις μορφές δράσης που επέλεξε και διερωτώνται γιατί τα συνδικάτα δεν επανέλαβαν την επιτυχημένη κινητοποίηση του 2001. «Υπάρχουν πολλές μορφές συνδικαλιστικής δράσης και το συνδικάτο για να επιλέξει τη μία ή την άλλη μορφή θα πρέπει να έχει δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις μια επιτυχούς έκβασης. Αν για παράδειγμα προχωρήσει σε μια απεργία διαρκείας για να είναι επιτυχής η δράση απαιτείται υψηλή συμμετοχή. Εγώ προσωπικά αντιμετωπίζω θετικά την απεργία διαρκείας, όμως για την επιτυχία της χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία. Σίγουρα η επιτυχία της αντίδρασης στο νόμο Γιαννίτση αποτελεί ένα μάθημα. Ποιος είναι ο λόγος που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπήκε στη διαδικασία να επαναλάβει αυτή τη δράση; Δεν ξέρω. Είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί», τονίζει ο κ. Ρομπόλης και επαναλαμβάνει: «Είναι γεγονός πως έχει μείνει αναπάντητο το ερώτημα γιατί ενώ υπήρχε το επιτυχημένο παράδειγμα του 2001 δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις συσπείρωσης και συμμετοχής;».
Συνεχίζοντας σημειώνει: «Η μαζικότητα του 2001 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Από εκεί και μετά δεν επανέλαβε κάτι αντίστοιχο και δεν απέκτησε μια κουλτούρα της προετοιμασίας και των προϋποθέσεων για να δημιουργήσει μια μαζικότητα στις διεκδικήσεις του. Επίσης τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει ανανέωση στα μέλη. Τα συνδικάτα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι προηγούμενης γενιάς. Εγώ αποδίδω αυτή τη στασιμότητα σε αντικειμενικούς λόγους και όχι υποκειμενικούς. Νομίζω πως κυρίως οφείλεται στην οπισθοδρόμηση και την απαξίωση της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από το ‘90 και μετά, με αιχμή του δόρατος την ανεργία.
Οφείλεται δηλαδή σε αντικειμενικές συνθήκες, όπως αυτές ορίζονται στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, και λιγότερο στον υποκειμενικό παράγοντα που είναι το ίδιο το κίνημα και πως αντιδρά. Είναι ένα ευρωπαϊκό και όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Μέσα από την συρρίκνωση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, συρρικνώνεται και η βούληση των εργαζομένων για ένταξη στο συνδικάτο. Ουσιαστικά ενισχύεται η ατομική συμπεριφορά έναντι της συλλογικής. Πρόκειται για το φαινόμενο της εξατομίκευσης που έχει ενισχυθεί και από την αποκαθήλωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αυτή τη στιγμή κυρίαρχη μορφή εργασιακής σχέσης είναι η ατομική σχέση εργασίας και αυτή η ατομικότητα απομακρύνει τον εργαζόμενο από τη συλλογική δράση. Για μένα μπαίνουν πάντα τέτοιες μεταβλητές και διαστάσεις στην ανάλυση, περισσότερο αντικειμενικές και λιγότερο υποκειμενικές».