Ήταν μια Τετάρτη του Ιανουαρίου του 2016 όταν η Photo Editor του περιοδικού People, Άρτεμις Αβραμίδου, άρχισε να μου φωνάζει, «το έχεις δει αυτό; Πρέπει να της κάνουμε συνέντευξη οπωσδήποτε».
Έφτασα σχεδόν τρέχοντας για να δω στην οθόνη της μια ευγενική φυσιογνωμία, με λευκά αραιά μαλλιά, ντυμένη με γυναικεία ρούχα. Κάποιοι Ευρωπαίοι που είχαν πάει στη Συκαμιά της Λέσβου για να καλύψουν το μεταναστατευτικό είχαν ανακαλύψει τη Δήμητρα και είχαν βάλει φωτογραφίες της στο Facebook.
Δεν χρειάστηκε πολλή συζήτηση με τους συνεργάτες, όταν ξεκίνησα την αναζήτηση -που δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τρεις ημέρες αργότερα, έπειτα από πολλά τηλεφωνήματα, είχα τον αριθμό του. Η διστακτική φωνή της ιχνογραφούσε τη συνεσταλμένη φύση της. «Έτσι θα έχει μάθει να κινείται στη ζωή της» σκέφτηκα, «πατώντας στις μύτες των ποδιών της, ανάλαφρη, προσπαθώντας να μην γίνεται στόχος». Της εγγυήθηκα πως η συνέντευξη και η φωτογράφιση θα γίνει με σεβασμό και πως θα συστήσουμε στους αναγνώστες την πραγματική Δήμητρα και την ουσία της ύπαρξής της. Έπειτα από δέκα λεπτά συζήτησης δέχθηκε, αφού κανονίσαμε και τα διαδικαστικά της φωτογράφισης, που θα έκανε η φωτογράφος Όλγα Σαλιαμπούκου -θα γινόταν σε δύο ημέρες.
Όταν η Όλγα έστειλε τις φωτογραφίες η Άρτεμις και η Σόνια Καζόνι -τότε διευθύντρια του People, τις χάζευαν εκστασιασμένες. Η Όλγα είχε καταφέρει να αποτυπώσει από τη μία τη μειλίχια εικόνα της Δήμητρας, τη μοναχικότητα, αλλά ταυτόχρονα και ένα υφέρποντα δυναμισμό που τον κατανοούσες σε ένα δεύτερο επίπεδο. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ετοιμάσει ερωτήσεις, πράγμα αντιεπαγγελματικό για τα στάνταρντς μου, αλλά ήθελα πιο πολύ να συζητήσω μαζί της, να την κατανοήσω και στη συνέχεια να κάνουμε τη συνέντευξη. Τελικά, αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ, αφού οι πρώτες κουβέντες μας μετατράπηκαν σταδιακά σε έναν μακρόσυρτο μονόλογο διάρκειας πάνω από μία ώρα.
Αυτοί που έχουν διαβάσει τις συνεντεύξεις που έχει δώσει έκτοτε είναι υποψιασμένοι για τα όσα μου διηγήθηκε. Όταν όμως έχεις απέναντι τον πρωταγωνιστή και σου διηγείται γεγονότα πρωτόγνωρα, τότε σοκάρεσαι! Η Δήμητρα δεν ανέβαζε ποτέ τους τόνους, καθώς αφηγούταν τις σκληρές ιστορίες της ζωής της: Το εφηβικό της μπέρδεμα μέχρι και την απουσία εξήγησης για το γεγονός πως ένιωθε ένα κορίτσι που έλκεται από τα αγόρια, την απόπειρα αυτοκτονίας όταν αδυνατούσε να αντιληφθεί την ταυτότητά της στην αρτηριοσκληρωτική κοινωνία της Πτολεμαΐδας, τον βάναυσο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από τον περίγυρό της, την περίοδο που ο πατέρας της την έβαλε σε ψυχιατρείο με πρόσχημα την επιθυμία της να κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου, τα πέντε χρόνια που έζησε άστεγη στη Νέα Σμύρνη αφού δεν τη δέχθηκαν στο στρατό όταν κλήθηκε να κάνει τη θητεία της, τα 16 χρόνια που πέρασαν χωρίς να το καταλάβει αφού οι γονείς της της έριχναν ποσότητες Aloperidin, ένα αντιψυχωσικό φάρμακο στο φαγητό της, για να καρπώνονται τη σύνταξη που της είχαν βγάλει.
Όλες αυτές οι περιγραφές έγιναν χωρίς κανένα φίλτρο… Δεν προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει, μου τα εξιστορούσε με μια κυνική αποστασιοποίηση, σαν να είχαν συμβεί σε κάποιον άλλον. Ψέματα! Ακόμη και να έχουν συμβεί σε κάποιον που γνωρίζεις, υπάρχουν στιγμές που εκνευρίζεσαι, που σηκώνεις τους τόνους. Η Δήμητρα είχε αποδεχθεί το παρελθόν της στωικά, για αυτό και όταν έχασε και τους δύο γονείς της έκανε μια δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, γιατί ένιωθε πως «εκείνη ευθύνεται για τον θάνατό τους». Ούτε ακόμη και αυτή η απάνθρωπη συμπεριφορά των γονιών της δεν στάθηκε ικανή για να την κάνει να τους μισήσει, όσο και αν τη ρωτούσα για το αν κατηγορεί πάντοτε είχε ένα επιχείρημα για να δικαιολογήσει τις απεχθείς προς εκείνη πράξεις τους. Πλέον, όταν η επήρεια των χαπιών εξαφανίστηκε, ήταν η ώρα να ανταποκριθεί σε ένα νέο κάλεσμα, να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της, με τους δικούς της όρους… Θα επέβαλλε πλέον τη δική της κανονικότητα. «Είμαι για πρώτη φορά ευτυχισμένη γιατί πλέον έχω αποδεχθεί τον εαυτό μου» μου είπε. «Και ξέρεις κάτι; Στην πραγματικότητα δεν συμβιβάστηκα ποτέ. Ούτε με ένοιαξε ποτέ τι θα πει ο κόσμος», λέει και με χαιρετά με μια αποστροφή του ποιήματος του Καβάφη «Όσο Μπορείς».
Ας θυμηθούμε τους στίχους του…
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική».
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη
«Τα παιδικά μας χρόνια ήταν πολύ φτωχά. Δεν είχαμε δικό μας σπίτι, μόνο μια βάρκα. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Έκλεινε, όμως, προς την ασωτία. Ξόδευε τα χρήματά του στα χαρτιά και τα μεθύσια. Νοικιάζαμε δωμάτια, τα οποία με δυσκολία πληρώναμε», διηγείται. Η οκταμελής οικογένεια –πέντε αγόρια και ένα κορίτσι- στριμωχνόταν σε ένα δωμάτιο: «Ένα δωμάτιο με σκεπή χωμάτινη. Δεν είχε καν κεραμίδια. Δεν υπήρχε καμία ευκολία. Τότε δεν υπήρχε καν δίκτυο ύδρευσης, η βρύση ήταν έξω», περιγράφει το πρώτο «σπίτι που θυμάται». Δύσκολα χρόνια. Δύσκολη και η σχέση της με τους γονείς της «Η μητέρα μου ήταν ένας άγγελος. Δεν ήταν από αυτόν τον κόσμο, ήταν από τον Παράδεισο. Αντίθετα, ο πατέρας μου ήταν από την Κόλαση» μου λέει. Το σκηνικό στο σπίτι της 8μελούς οικογένειας Καλογιάννη σκληρό και επαναλαμβανόμενο. «Εκείνος επέστρεφε στο σπίτι μεθυσμένος κι η μητέρα μου τον επέπληττε. Δεν περίμενε να ξεμεθύσει, άφηνε το πάθος της να την παρασέρνει και γίνονταν ομηρικοί καβγάδες. Αυτό πάντοτε με πλήγωνε. Ο πατέρας μου δεν μας κακομεταχειρίστηκε. Ποτέ δεν άπλωσε χέρι πάνω μας. Αλλά με τη μητέρα μου πολλές φορές γινόταν βίαιος πάνω στο μεθύσι του» θυμάται.
Η εφηβεία
Στα 11 ο Δημήτρης και ένας από τους αδελφούς του «μεταναστεύσουν» στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας της, στην Πτολεμαΐδα, όπου ζούσε η γιαγιά τους. Οι γονείς της θέλουν τα παιδιά τους να μορφωθούν, αλλά και να μειώσουν τα οικονομικά βάρη. «Εκεί έκανα την έκτη Δημοτικού και την Α’ Γυμνασίου. Η γιαγιά μου ήταν χήρα από τα 40 της, φτωχή γυναίκα. Μας έβαλε στο οικοτροφείο της Πτολεμαΐδας και στη συνέχεια μας πήραν στον οικοτροφείο των Γρεβενών». Θυμάται σχεδόν με νοσταλγία τα μαθητικά χρόνια. «Μέχρι την Γ’ Γυμνασίου ήμουν καλή μαθήτρια. Αγαπημένη των καθηγητών και των συμμαθητών μου. Αν και πάντα ξεχώριζα λόγω της εξωτερικής μου εμφάνισης, δεν ένιωσα ποτέ να μου φέρονται άσχημα. Ένας δάσκαλός μου, μάλιστα, μου έδινε και χαρτζιλίκι», μου λέει. «Ήμουν παιδί λεπτοκαμωμένο, ξανθό, με γαλανά μάτια. Σαν κορίτσι. Ξεχώριζα όπως η μύγα στο γάλα, ανάμεσα στα άλλα παιδιά. Ήμουν σε όλα διαφορετική. Το αντιλήφθηκα όταν άρχισε να ξυπνά μέσα μου το ερωτικό στοιχείο και κατάλαβα πως με ελκύουν τα αγόρια. Θυμάμαι ένα αγόρι στο οικοτροφείο που το συμπαθούσα ιδιαίτερα. Όχι τίποτε πονηρό, μια αθώα συμπάθεια. Με φώναζε “Μίστερ Φίλε”, επειδή του φερόμουν πολύ ευγενικά».
Στα 15 ξεκινά η επανάστασή του και παρατά το σχολείο στην Α’ Λυκείου. «Από υπόδειγμα μαθήτριας, άρχισα να δίνω λευκές κόλλες, να είμαι εριστική. Περνούσα μια εφηβεία μπερδεμένη. Έψαχνα να βρω την ταυτότητά μου, τι είμαι…». Τότε κάνει και την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Με ασπιρίνες. «Τελικά, δεν έπαθα τίποτε, απλώς ένιωθα ζάλη. Δεν το έμαθε κανείς». Είναι 17 ετών όταν επιστρέφει στο χωριό. Εκεί δεν έχει κανέναν να μιλήσει, ψάχνει απαντήσεις στα βιβλία. «Συστήνεται» με τον Ζολά, τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπαλζάκ, τα βιβλία λειτουργούν λυτρωτικά. «Πιο πολύ με επηρέασε η Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Είχα ένα 100φυλο τετράδιο που το είχα γεμίσει με αποσπάσματα της. Αναζητούσα το χαμένο Παράδεισο».
Ο εγκλεισμός σε ψυχιατρική κλινική
«Όλο το χωριό και η οικογένειά μου θεωρούσε πως είχα τρελαθεί από το πολύ διάβασμα» θυμάται. Και τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μιλήσει στους γονείς της. «Είχα ακούσει για τις εγχειρήσεις αλλαγής φύλου. Ένιωθα πως ήμουν μια γυναίκα που είχε ανδρικό όργανο και ήθελα να το τακτοποιήσω αυτό. Έλεγα σε όλους πως θέλω να κάνω αυτήν την επέμβαση. Βέβαια, δεν με αποδέχονταν. Ειδικά η μητέρα μου, που ήταν βαθιά θρησκευόμενη –ήταν μέχρι και καντηλανάφτρα, στην Παναγιά Γοργόνα στα γεράματά της- δεν το αποδέχθηκε ποτέ. Ούτε καν στο τέλος της. Με θεωρούσε άρρωστη. Όμως, αυτό δεν με πλήγωνε, μέσα μου την καταλάβαινα. Ακόμα κι εγώ δυσκολευόμουν να αποδεχθώ τον εαυτό μου». Την ίδια στάση κρατούσε και ο πατέρας της, αλλά από εκείνον η Δήμητρα δεν είχε ιδιαίτερες προσδοκίες. «Ένας αγράμματος ψαράς ήταν» λέει δικαιολογώντας τον. Τελικά, οι γονείς της παίρνουν την απόφαση να την κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική στην Αθήνα, πατώντας πάνω στην επιθυμία της να αλλάξει φύλο. «Παρέμεινα εκεί για ένα μήνα. Ήταν φρικτή περίοδος. Μου έδιναν καθημερινά τέσσερα διαφορετικά χάπια», εξιστορεί. Όμως, η αδυναμία της οικογένειας να πληρώσει την κλινική, οδήγησε στην επιστροφή της στο νησί.
Άστεγη στη Νέα Σμύρνη
Η ρήξη με τους δικούς της ήρθε στα 19 -μαζί με το χαρτί κατάταξης στο στρατό. «Έπρεπε να παρουσιαστώ στο Ρέθυμνο. Είχα πάει με τα μαλλιά μου χτενισμένα γυναικεία και φορούσα ντεκολτέ. Το ρούχο δεν ήταν γυναικείο, το είχα όμως προσαρμόσει ώστε να φαίνεται έτσι. Από το καράβι ακόμη, όλοι που ήταν της σειράς μου ήθελαν να με στριμώξουν», διηγείται. «Ό, τι ρούχα και να είχα τα προσάρμοζα σ’ αυτό που ήθελα. Τα φανελάκια και τις μπλούζες τα ξεχείλωνα για να κρέμονται ως φορέματα», εξηγεί. Στο Ρέθυμνο έμεινε μόλις 15 ημέρες, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο νοσοκομείο της Σούδας. Στη διάγνωση που συνόδευε το στρατιωτικό απολυτήριο έγραφε «τρανσεξουαλισμός».
«Ο πατέρας μου, μου είχε πει πως αν δεν με κρατήσουν στο στρατό να μην γυρίσω σπίτι» διηγείται η Δήμητρα. «Δεν το εννοούσε, αλλά εγώ το πήρα τοις μετρητοίς». Κάπως έτσι καταλήγει στην Αθήνα. Είναι αρχές της δεκαετίας του ‘80. «Από τα 20 μέχρι τα 25 μου ζούσα στη Νέα Σμύρνη, πίσω από την εκκλησία του Άγιου Σώστη. Κοιμόμουν σε παγκάκια. Δεν είχα δεκάρα, ούτε για να φάω». Βρίσκει μια στοά, που την προστατεύει από τα καιρικά φαινόμενα κι ένα πάγκο για να κοιμάται. Σιγά-σιγά γειτονιά τον μαθαίνει και τον βοηθά. Εκείνος ξεθαρρεύει. Στήνεται έξω από το τοπικό μίνι μάρκετ και προσφέρεται να μεταφέρει τα ψώνια των κυριών, με αντάλλαγμα ένα χαρτζιλίκι. «Ουσιαστικά, με “υιοθέτησε” η γειτονιά», λέει χαμογελώντας. Με τα λιγοστά αυτά χρήματα που του δίνουν νοικιάζει ένα δώμα σε μια ταράτσα και για τα επόμενα 3 χρόνια ζει εκεί. «Ο ήλιος το έκαιγε καλοκαίρι και το κρύο το πάγωνε τον χειμώνα», λέει. Όμως, εκεί βρίσκει τον εαυτό του. Φοράει ρούχα που του δίνουν γείτονες, προσαρμοσμένα στο γυναικείο στιλ. «Ο κόσμος εκεί με είχε αποδεχθεί. Όχι πως δεν με θεωρούσαν παράξενο, αλλά με συμπαθούσαν» εξιστορεί. Εκεί, όπως ομολογεί, είχε και τις πρώτες ερωτικές του εμπειρίες. «Ένιωθα πιο ελεύθερος, αλλά δεν ήθελα να κάνω ερωτική σχέση», παραδέχεται, καθώς το όνειρο ήταν η επέμβαση αλλαγής φύλου. «Είχα μαζέψει 10.000 δρχ, ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την εποχή. Δεν ήξερα πόσο κόστιζε η επέμβαση, αλλά είχα πάει στην εκκλησία για να μου δώσουν χαρτί απορίας, μήπως και μου κάνουν την εγχείριση δωρεάν. Τελικά δεν τα κατάφερα».
Κοντά στη γειτονιά της ζούσε και η μία αδερφή του πατέρα της. Εκείνη ήταν που μετέφερε τα νέα της στην οικογένειά της. «Με τους δικούς μου δεν είχα επικοινωνία. Μια φορά επισκέφθηκε ο πατέρας μου τη θεία μου και συναντηθήκαμε… Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο πατέρας μου. Απλά ήταν ανώριμος ως σύζυγος», λέει στο People. Η απόφαση του ιδιοκτήτη του δώματος να το επεκτείνει, την αφήνει χωρίς σπίτι τινάζοντας για μια ακόμα φορά τις ισορροπίες που με τόση δυσκολία κατάφερε να βρει. Αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στο νησί.
16 χρόνια εφιάλτη
Τον πρώτο καιρό η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστη, αλλά σύντομα ξεκινούν νέα προβλήματα. «Από τα 26 μου μέχρι τα 42 μου η ζωή μου έγινε πολύ δύσκολη. Είχα παραμελήσει τον εαυτό μου. Είχα απελπιστεί γιατί σκεφτόμουν πως δεν θα κάνω ποτέ την επέμβαση αλλαγής φύλου. Δεν έκανα μπάνιο, δεν χτενιζόμουν, δεν ντυνόμουν… Περνούσα μια βαριάς μορφής κατάθλιψη. Είχα απογοητευτεί από όλα. Σκεφτόμουν πως τίποτα δεν έχει νόημα, πως η ζωή μου έχει τελειώσει. Δεν είχα όρεξη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έτρωγα μηχανικά… Μετά κατάλαβα πως αυτό οφειλόταν στo φάρμακα που μου έριχναν στο φαγητό επί χρόνια. Ήταν το Aloperidin, ένα αντιψυχωσικό φάρμακο. Είδα μια φορά τη μητέρα μου να το βάζει στο φαγητό μου», λέει για το ισχυρό χάπι χορηγείται σε ασθενείς με συμπτώματα σχιζοφρένειας με δεκάδες παρενέργειες (σ.σ. νωθρότητα, ζάλη, ανεξέλεγκτες κινήσεις σε γλώσσα, μάγουλα, γνάθο, χέρια, πόδια, δυστονία, τρόμο). Ζήτησε από τη μητέρα της να σταματήσει να της δίνει αυτό το χάπι, αλλά εκείνη αρνήθηκε με τη στήριξη του άντρα της. «Σε όλα τα άλλα θέματα οι γονείς μου διαφωνούσαν. Συμφωνούσαν μόνο στο ότι έπρεπε να με χαπακώνουν και έκαναν διάφορες συνωμοσίες για να το πετυχαίνουν», λέει. Το γεγονός πως οι γονείς της επιλέγουν να την κρατούν κλεισμένη σπίτι, χορηγώντας της κρυφά ψυχοφάρμακα αποδεικνύεται πως έχει κι άλλη εξήγηση. «Οι γονείς μου, χωρίς να το γνωρίζω, μου έβγαλαν μια σύνταξη, με το πρόσχημα πως ήμουν άρρωστος στα μυαλά. Εγώ τότε αισθανόμουν άσχημα, γιατί ένιωθα πως εκείνοι με συντηρούσαν, ενώ στην πραγματικότητα γινόταν το αντίθετο». Ένα μυστικό που ήρθε στο φως 15 χρόνια μετά, την ημέρα που η Δήμητρα είδε ένα απόκομμα είσπραξης αυτής της περίφημης σύνταξης. «Όταν το έμαθα ήμουν 42 ετών, ενώ εκείνοι εισέπρατταν τη σύνταξη από τα 27 μου», αποκαλύπτει.
Μετά από αυτό ταρακουνιέται. Αντιδρά. «Άρχισα να συνέρχομαι. Χωρίς βοήθεια. Ξεκίνησα να κάνω μπάνιο τακτικά, να χτενίζομαι. Να ντύνομαι καλύτερα. Ήταν σαν να ξαναγεννιόμουν από τις στάχτες μου. Καβγάδιζα έντονα μαζί τους για να σταματήσουν να μου ρίχνουν χάπια. Αλλά ήξερα πως η μητέρα μου ήταν βασανισμένη και τη λυπόμουν. Δεν ήθελα να την ταράζω και να συγκρούομαι μαζί της. Ξέρω πως στο μυαλό της νόμιζε πως το έκανε για καλό. Ξέρω πως εξομολογιόταν στον παπά για όσα συνέβαιναν και εκείνος της έλεγε “καλά κάνεις, είναι για το καλό του”».
Η Δήμητρα κάνει μεγάλους περιπάτους στο νησί, όπως της άρεσε από παιδί, κάνει μπάνιο γυμνή στη θάλασσα. Η επανεμφάνισή της στο χωριό δημιουργεί σούσουρο. «Αισθανόμουν σαν ξένη. Βασικά, όπου και αν πήγα ήμουν ξένη. Ακόμη και για τους ίδιους τους γονείς μου. 15χρονο παιδί ακόμα, ένα καλοκαίρι που είχα επιστρέψει για διακοπές από το οικοτροφείο, θυμάμαι τη μητέρα να με αποχαιρετά λέγοντας “ο ξένος φεύγει”». Πόσο την πλήγωσε αυτό; «Λίγο. Ξέρω πως η μητέρα μου με αγαπούσε περισσότερο από τα άλλα παιδιά της. Κι εγώ είμαι που έμεινα μαζί της μέχρι το τέλος. Ποτέ δεν της ζήτησα τα χρήματα της σύνταξή μου. Γιατί την αγαπούσα και τη συμπονούσα. Δεν είχε ζήσει μια ημέρα ευτυχισμένη με τον πατέρα μου», λέει γνωρίζοντας πως αν μάζευε τα χρήματα της σύνταξης ίσως θα είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη επέμβαση αλλαγής φύλου. Όμως, είχε εγκαταλείψει πλέον αυτό το ενδεχόμενο.
Οι γονείς του «έφυγαν» από τη ζωή πριν λίγα χρόνια, με διαφορά 6 μηνών. Πρώτα ο πατέρας της, στα 82 του, και έπειτα η μητέρα της, στα 80. Όταν βρέθηκε μόνη, δεν ένιωσε απελευθέρωση, το αντίθετο. «Ένιωθα πως είχα αποτύχει. Είχα μια παιδιάστικη αντίληψη πως δεν θα πέθαιναν ποτέ. Και πέρασα ξανά μια σύντομη μαύρη περίοδο, καθώς ένιωθα πως ευθυνόμουν εγώ για την απώλειά τους». Είναι 52 ετών όταν κάνει δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας. «Πήρα 20 από τα ληγμένα χάπια που έριχνε η μητέρα μου στο φαγητό μου, αλλά μιλώντας με έναν από τους αδελφούς μου στο τηλέφωνο του το είπα. Στο δρόμο για το νοσοκομείο έκανα εμετό και δεν χρειάστηκε καν πλύση στομάχου».
Μετά όμως συνέρχεται. Αποφασίζει να δει τη ζωή αλλιώς. Αποφασίζει να ντύνεται πλέον με γυναικεία ρούχα, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ όσο ζούσαν οι γονείς της. Νιώθει πια ελεύθερη. Κοιτάζοντας πίσω, ομολογεί πως τους γονείς της τους συγχώρεσε. Αγράμματοι άνθρωποι, άνθρωποι του χωριού, δεν μπόρεσαν ποτέ να την καταλάβουν, τους δικαιολογεί. «Ξέρω πως τώρα είναι στον Παράδεισο. Τα έχουν βρει και ζουν ευτυχισμένοι, σε απόλυτη ευδαιμονία. Και νιώθω πως με έχουν αποδεχτεί. Αυτή η σκέψη με ανακουφίζει», λέει. Πλέον συστήνεται ως Δήμητρα και κυκλοφορεί όπως πάντα ήθελε. «Είμαι χαρούμενη. Έχω αγοράσει φορέματα με φωτεινά χρώματα. Άσπρο, κόκκινο, κοραλί…».