Η κατάθεση του Νομοσχεδίου στην Βουλή και η συζήτηση που διεξάγεται στις Επιτροπές, στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου και δημόσια με την κατάθεση επιχειρημάτων, κριτικών παρατηρήσεων, σχολίων, κ.λ.π. από κυβερνητικούς παράγοντες, πολιτικές δυνάμεις, συνδικάτα, ινστιτούτα, ειδικούς επιστήμονες, κ.λ.π., ανέδειξε ότι η στρατηγική που διαπερνά τις διατάξεις του σχεδίου νόμου συνίσταται στην θεσμοποιημένη γενίκευση της ευελιξίας, στην αποδυνάμωση της θέσης των εργαζομένων στον συσχετισμό δύναμης με τους εργοδότες, στην χειραγώγηση της εργασίας και της συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση,Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Πιο συγκεκριμένα, η νομοθετημένη θεσμοποίηση της διεύρυνσης της ευελιξίας σε όλες τις μορφές της ( απασχόληση, εισοδήματος, χρόνου εργασίας-απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, ευελιξία τηλεργασίας, συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμοί της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της παρεμπόδισης κήρυξης των απεργιών, κ.λ.π.), ουσιαστικά συνιστούν την αποκαθήλωση των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και των ρυθμισμένων εργασιακών θεσμών (συλλογικές συμβάσεις, ελεύθερη διαπραγμάτευση των κοινωνικών συνομιλητών για τον κατώτατο μισθό, διαμεσολάβηση και διαιτησία, κ.λ.π.).
Έτσι, η επέκταση των ατομικών συμβάσεων εργασίας και στην διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η ευελιξία της τηλεργασίας, η απασχόληση κατά το Σαββατοκύριακο, η κατάργηση της υπερεργασίας και η ενίσχυση κατά αναλογία απλήρωτων υπερωριών, το μητρώο στα συνδικάτα, οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες στα συνδικάτα για την κήρυξη των απεργιών, κ.λ.π., θα αποτελέσουν μία ανησυχητική κοινωνικο-οικονομική πρόκληση, με την έννοια της δημιουργίας συνθηκών υψηλής εργασιακής αβεβαιότητας, εισοδηματικής ανασφάλειας ( δίδυμη ανασφάλεια) και κοινωνικών εκρήξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τον βηματισμό και την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, η θεσμοποιημένη αυτή στρατηγική του εργασιακού νομοσχεδίου αποπειράται την εγκαθίδρυση στην Ελλάδα ενός τυπικού νεοφιλελεύθερου εργασιακού μοντέλου « με περισσότερο και ευέλικτο χρόνο εργασίας, λιγότερο εισόδημα και χαμηλότερο επίπεδο συντάξεων», με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας.
Aντίθετα, σύμφωνα με μελέτη (ΟΟΣΑ, 2018) «η εργασιακή ασφάλεια έχει μεγαλύτερα οφέλη για την οικονομία, δεδομένου ότι αυξάνει την δημιουργικότητα και μειώνει την ανασφάλεια και αυτό είναι καλύτερο για την οικονομία. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εργασιακής ασφάλειας και της αύξησης της ανεργίας καθώς και ότι η εργασιακή ασφάλεια αυξάνει την ποιότητα της εργασίας του εργαζόμενου και την ποιότητα του αποτελέσματος της εργασίας.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης στην Ελλάδα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), κατατάσσει την χώρα μας στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε-27 κατά την δεκαετία 2010-2020.
Ο βασικός λόγος αυτής της δυσμενούς κατάταξης για την χώρα μας είναι ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας που είναι ο υψηλότερος στην Ε.Ε.27.Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είναι μόνη χώρα της Ε.Ε.-27 που ο μέσος μισθός μειώθηκε και υπέστη απώλεια η αγοραστική δύναμη του μέσου και του κατώτατου μισθού (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2021).
Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις, μεταξύ των άλλων, στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, οι οποίες, όπως προκύπτει από το εργασιακό σχέδιο νόμου, δεν θεραπεύονται από αυτό, σηματοδοτώντας με τον πιο εύληπτο και ανησυχητικό τρόπο την μη ανταπόκριση του, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών παραγόντων, στις πραγματικές ανάγκες της εργασίας και της αγοράς εργασίας στην χώρα μας.
Τέλος, η θεσμοθετημένη παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης και η εγκαθίδρυση συνθηκών υπονόμευσης της άμεσης δημοκρατικής λειτουργίας των Οργανώσεων του συνδικαλιστικού κινήματος, ουσιαστικά αποκαθηλώνουν από το βάθρο της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας έναν από τους βασικούς του πυλώνες, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.