“Qvo vadis” ΣΥΡΙΖΑ; Αυτό θα μπορούσε να είναι το ερώτημα σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί και δρα πολιτικά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δύο πρόσφατες παρεμβάσεις, αφενός της Μυρσίνης Ζορμπά και του Αντώνη Λιάκου, και αφετέρου του Νίκου Μπίστη, πυροδοτούν συζητήσεις σχετικά με την αντιπολιτευτική τακτική, κυρίως, όμως, ως προς την ανάγκη να υπάρξει άμεσα εναλλακτικό πολιτικό και κυβερνητικό αφήγημα.
Η εικόνα που μεταφέρουν αρκετά στελέχη είναι αυτή ενός “κλειστού” συστήματος εξουσίας και παραγωγής (;) πολιτικής πέριξ του Αλέξη Τσίπρα, το οποίο συγκροτήθηκε κατ΄ανάγκη λόγω των δυσλειτουργιών που προκάλεσε η πανδημία αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί και να καλύπτει τις εγγενείς αδυναμίες.
Τα άρθρα, αν και προέρχονται από το λεγόμενο “εκσυγχρονιστικό” μπλο του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς οι συγγραφείες του υπήρξαν συνεργάτες του Κώστα Σημίτη), τροφοδοτούν την συζήτηση για τις αλλαγές που πρέπει να υπάρξουν άμεσα ως “αντίπαλο δέος” στην πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το άρθρο της Μυρσίνης Ζορμπά και του Αντώνη Λιάκου στην “Εφημερίδα των Συντακτών”
«Φαίνεται παράδοξη αυτή η ερώτηση, αλλά αξίζει να γίνει, παραπέμποντας στη μεσαιωνική αντίληψη για τα δύο σώματα του βασιλιά, το φυσικό και το δημόσιο, στην οποία θεμελιώθηκε η πολιτική σκέψη και η θεωρία της κυριαρχίας (E. Kantorowicz, The King’s Two Bodies). Αυτή που μας αποκάλυψε όλες τις απόκρυφες και αόρατες όψεις και λειτουργίες της εξουσίας, που παρέμεναν ακατανόητες. Είναι όμως το πολιτικό κόμμα το σώμα της Αριστεράς; Ταυτίζεται η Αριστερά με το κόμμα της; Σύμφωνα και με τη σοσιαλδημοκρατική και με τη λενινιστική ταυτίζεται. Μπορούμε όμως να το ισχυριστούμε αυτό σήμερα; Η απάντησή μας είναι όχι και αυτό ακριβώς θέλουμε να υποστηρίξουμε.
Μετά τις εκλογές και την πορεία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, η συζήτηση περιστρέφεται, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου, γύρω από την κατανομή εσωκομματικών εξουσιών και επιρροών. Γεγονός που όχι μόνο αφήνει την κοινωνία αδιάφορη, αλλά απογοητεύει ανθρώπους, περιορίζει την εμβέλεια της Αριστεράς, την καθηλώνει. Γιατί, όπως αποδεικνύεται, το κόμμα δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα.
Το κομματικό ασυνείδητο
Υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με έργα που αφορούν το πολιτικό κόμμα. Ολοι οι θεωρητικοί έγραψαν γι’ αυτό. Πριν όμως βυθιστούμε στις σελίδες τους και αρχίσουμε να εκσφενδονίζουμε τσιτάτα εναντίον αλλήλων, ας σκεφτούμε πού εδράζεται όλη αυτή η περί κόμματος φιλολογία και αν έχει κάποια παραγωγική συνάφεια με την δική μας εποχή. Τα κόμματα της Αριστεράς δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η πλειοψηφία ήταν αναλφάβητη, ολιγογράμματη, όπου η πληροφόρηση και η επικοινωνία ήταν περιορισμένη σε κάποιες κοινωνικές ελίτ.
Γεννήθηκαν προκειμένου να ανοίξουν στην κοινωνική πλειοψηφία και στις υποδεέστερες τάξεις το πεδίο της πολιτικής, να τις πληροφορήσουν, να τις οργανώσουν ιδεολογικά και πρακτικά, να μετατρέψουν την καθημερινή τους ματαίωση και δυσαρέσκεια σε πολιτική προσδοκιών και αγωνιστικότητα. Τον ρόλο αυτό ερχόταν να τον εκπληρώσει το πολιτικό κόμμα, που βασιζόταν σε μια συγκεντρωτική και ιεραρχική «καθοδήγηση» και διάχυση της γνώσης, της πληροφόρησης με βάση τη στράτευση των μελών τους.
Η θεωρία περί της «ταξικής συνείδησης» που «έρχεται απ’ έξω», από την «πρωτοπορία», και απευθύνεται στη «μάζα» που βρίσκεται στο στάδιο του «αυθόρμητου» ήταν η θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της πρακτικής. Δεν άλλαξαν και πολλά με την υιοθέτηση μιας περισσότερο εξευγενισμένης αντίληψης περί του κόμματος ως «συλλογικού νου» (Γκράμσι).
Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Μπορεί κανείς να σκέφτεται ακόμη με όρους «καθοδήγησης», στράτευσης και υπακοής στη γραμμή; Είναι σε θέση τα κομματικά κέντρα να επεξεργαστούν ιδέες για τις δημόσιες πολιτικές, για την πόλη ή την εκπαίδευση, τις τέχνες ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς επαφή και συνεργασία με ομάδες πολιτών που έχουν και τη γνώση και την εμπειρία του χώρου, από τα νέα κοινωνικά κινήματα ή τις ποικίλες δικτυώσεις της κοινωνίας των πολιτών; Τι είδους «καθοδήγηση» μπορεί να προσφέρουν σε μια σύγχρονη κοινωνία κόμματα του παλαιάς κοπής «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»;
Οταν ιδρύθηκαν αυτού του τύπου τα κόμματα χρειάζονταν για να εμφυσήσουν ταξική συνείδηση, ώστε η εργατική τάξη να αναλάβει τα ιστορικά της καθήκοντα, να ανατρέψει την αστική τάξη και να φέρει τον σοσιαλισμό. Τα αποτελέσματα όπου η οργάνωση νέων κοινωνιών πέρασε από την κομματική δίοδο δυστυχώς τα είδαμε. Αλλά πιστεύει κανείς ότι βρισκόμαστε πλέον εκεί; Ολο αυτό το άρρητο υπόβαθρο παραδοχών, ας το ονομάσουμε κομματικό ασυνείδητο, δεν είναι ένας τεράστιος αναχρονισμός, μια τροχοπέδη της σύγχρονης Αριστεράς;
Απελευθέρωση από το κόμμα
Η Αριστερά αν έχει μέλλον είναι για να εκφράσει τις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού, της ισόρροπης ανάπτυξης ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία. Ο δυναμισμός της πρέπει να προέρχεται τόσο από τον μετασχηματισμό των ελπίδων, όσο και του θυμού των ανθρώπων για τον σφετερισμό των δικαιωμάτων τους, της επινοητικότητάς τους και των δημόσιων πόρων. Αλλά η σύγχρονη κατάσταση είναι απείρως πιο σύνθετη για να αντιμετωπιστεί από έναν κομματικό μηχανισμό που αναλώνεται σε απαντήσεις στους αντιπάλους του, δίνοντας μάχες περιχαράκωσης και οπισθοφυλακής.
Οι σύγχρονοι πόροι αντίστασης αλλά και συγκρότησης ενός νέου εναλλακτικού σχεδίου είναι πολύ περισσότεροι, διαφοροποιημένοι και διάχυτοι στην κοινωνία. Αρκεί να μπορείς να τους δεις, να έχεις τη διάθεση και την ικανότητα να τους ακούσεις, να δημιουργήσεις σχέσεις εμπιστοσύνης, να μπορείς να βρίσκεσαι σταθερά και ανεπιφύλακτα ως συμμέτοχος και δρων στα δίκτυα που τους γεννούν και τους ανανεώνουν. Εκφραση όλων αυτών πρέπει να είναι η σύγχρονη Αριστερά. Δεν μπορεί η κομματική να είναι η μόνη γλώσσα που μιλάει. Δεν μπορεί το κόμμα να είναι το μόνο της σώμα. Πρέπει να απελευθερωθεί από αυτό.
Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού
Πού βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα; Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μια κυβέρνηση που παραπαίει. Ας μην παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Μετά από μια δεκαετία κρίσης, ο ελληνικός αστισμός ανασυγκροτείται και αυτό εκφράζει αυτή η κυβέρνηση με ένα μεγάλο άνοιγμα. Το άνοιγμα αυτό δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο ως άθροισμα πολιτικών τάσεων, δηλαδή από τους μακεδονομάχους ώς τους εκσυγχρονιστές, αλλά κυρίως ως μπλοκ εξουσίας με κοινωνικά ερείσματα, πολιτική διαχείριση, με μέσα επικοινωνίας και κυρίως με στρατηγική. Το επιτελικό κράτος δεν είναι για διακωμώδηση.
Είναι μια επιλογή ανασυγκρότησης της πολιτικής εξουσίας με σαφείς κοινωνικές στοχεύσεις. Αυτή η πολιτική εξουσία δεν ήλθε ως άμυνα στα παλιά προνόμια, αλλά ως επιθετική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, των διαστρωματώσεών της, της κινητικότητας, της ταυτότητας των νέων, των συμπεριφορών και των στάσεων. Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι προνόμιο της Αριστεράς, ο δεξιός ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται σήμερα ισχυρός και αποφασιστικός ακόμη και παραβιάζοντας τη νομιμότητα.
Αλλά ποιος ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που επιχειρεί και σε ποιες κατευθύνσεις; Τα παραδείγματα είναι πολλά και ο πόλεμος που έχει εξαπολυθεί καθολικός, ολομέτωπος, τακτικός και άτακτος. Πλήττει το Δημόσιο προς όφελος του Ιδιωτικού, την εργασία, την κατοικία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, το περιβάλλον. Διαχειρίζεται τη χώρα με όρους χρηματιστηρίου και τζόγου. Αναδιατάσσει τη ροή των δημόσιων πόρων και τη διανομή τους. Τα κέρδη στους ισχυρούς, οι υποσχέσεις στους πολλούς. Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού συντελείται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας και διαφημίζεται ως όφελός της.
Η δημιουργία του αντίπαλου δέους
Αλλά η διαπίστωση αυτή για να παράξει μια διαχωριστική γραμμή, μια γραμμή πολιτικής σύγκρουσης, έχει ανάγκη από μια απαιτητική βεντάλια εναλλακτικών ιδεών, κοινωνικών συσπειρώσεων, σχεδίων. Είναι προφανές ότι αυτές δεν μπορούν να προέλθουν από στενούς κομματικούς μηχανισμούς. Η πολιτικοποίηση της κοινωνίας δεν περνάει εδώ και καιρό μέσα από κόμματα. Η Αριστερά πρέπει να βρει νέους τρόπους να συνδεθεί και να συμβαδίσει με τα ρεύματα που παράγουν νέες λύσεις για να συμμαχήσει, να στηρίξει, να συγκροτήσει μαζί τους συναρμογές. Οχι ιεραρχικά, όχι ως φυσικό σώμα, αλλά μέσα από τη σύνδεσή της με δίκτυα επιστημονικά, κοινωνικά, αυτοδιοικητικά, κινηματικά, συνδικαλιστικά, ευρωπαϊκά, πολιτισμικά, από σχέσεις διαρκούς κατανόησης, διαλόγου, διαπραγμάτευσης, οικοδόμησης ενός νέου μπλοκ εξουσίας με όρους ισότιμης συμμετοχής. Πώς αλλιώς θα προκύψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί με κόμματα. Και τα κόμματα ως μηχανισμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κυβερνούν μόνο όταν πετυχαίνουν να διαμορφώσουν μπλοκ εξουσίας. Το ερώτημα ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά είναι κεντρικό για την πολιτική φυσιογνωμία της. Τα διλήμματα αν θα είναι ριζοσπαστική ή θα μετακινηθεί προς το Κέντρο δεν έχουν νόημα γιατί η πολιτική συναρτάται με τον τρόπο που παράγεται.
Η συμμετοχικότητα και η λειτουργική δικτύωση, φυσική και τεχνολογική, είναι δύο βασικές παράμετροι επιτυχίας. Οι θεωρίες της συμμετοχικής στροφής, της διαφορετικότητας, της κοινότητας, της χειραφέτησης και των δικτύων, μαζί με τον τεχνολογικό εγγραμματισμό δείχνουν το πεδίο εφαρμογών μιας νέας οργανωτικής μορφής για μια Αριστερά ανοιχτή, πλουραλιστική, πολυκεντρική και με αυτοπεποίθηση. Η πληροφόρηση, ο δημόσιος διάλογος, οι κοινότητες, η επικοινωνία, οι πρωτοβουλίες, η δικτύωση, με μια λέξη όλος ο πολιτικός σχεδιασμός και η δράση περνούν μέσα από αυτά. Με δυο λόγια, η Αριστερά ή θα είναι ανοιχτή και δημοκρατική ή θα αντιληφθεί ξαφνικά (και επώδυνα) τι εννοούσε ο Καβάφης στο ποίημα «Τείχη».
Πριν μερικές ημέρες, ο Νίκος Μπίστης (στέλεχος της ΠΣ και εκ των συνομιλητών του Αλέξη Τσίπρα) κατέθεσε την δική του άποψη με αφορμή την υποχώρηση του ΑΚΕΛ στις πρόσφατες κυπριακές εκλογές, έθεσε κι εκείνος το ζήτημα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Το άρθρο του κ. Μπίστη στο ieidissis.gr:
Αν η αναγνώριση της κρίσης είναι σημαντική και όρος sine gua non, εξ ίσου σημαντική είναι η διαδρομή μέχρι την συγκρότηση ενός πειστικού σχεδίου. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι εύκολη υπόθεση και είμαι βέβαιος ότι απαιτεί πνευματικό μόχθο.
Το ΑΚΕΛ είναι ο μεγάλος ηττημένος των κυπριακών εκλογών. Είναι όμως τοπικό φαινόμενο ή φωτογραφία της στιγμής; Αν δεν αναγνωρίσεις και μιλήσεις με ειλικρίνεια για ένα δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις. Αν μάλιστα έχουμε πολλά αποτελέσματα αρνητικά σε ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και σε μεγάλη χρονική διάρκεια ( το ΑΚΕΛ για παράδειγμα χάνει σταδιακά εκλογική επιρροή την τελευταία δεκαετία) , τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικότερη κρίση και κάθε ολιγωρία στην αναγνώριση της θα δυσχεράνει την ανάκαμψη. Και η πραγματικότητα είναι ότι σε όλη την Ευρώπη , στα Βαλκάνια ( συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας) στην Ανατολική Μεσόγειο (συμπεριλαμβανομένων του Ισραήλ και των αραβικών χωρών και του μουσουλμανικού κόσμου) η Αριστερά χειμάζεται. Όχι ομοιόμορφα, όχι με τους ίδιους ρυθμούς αλλά η γενική εικόνα υποχώρησης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εν μέσω πανδημίας, οικονομικών προβλημάτων , πολιτικών και οικονομικών σκανδάλων , έξαρσης του εθνικισμού και του ρατσισμού η Αριστερά παρουσιάζει παντού – αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο – μια εξαιρετικά προβληματική εικόνα. Και αυτή δεν περιορίζεται σε μια εκδοχή της , αγκαλιάζει ασφυκτικά όλη την πληθυντικής Αριστερά. Η εξαίρεση των Πράσινων στην Γερμανία ( στην Κύπρο οι Οικολόγοι υποχώρησαν παρά τις προβλέψεις) ας μην μας αποπροσανατολίσει δημιουργώντας ψευδαισθήσεις.
Ο λόγος της υποχώρησης δεν είναι η επιτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όπως εδώ και καιρό και ιδιαίτερα στην χώρα μας , ισχυρίζονται οι ποικίλοι απολογητές της κυβέρνησης της ΝΔ. Αυτή η ψευδής εικόνα της « επιτυχίας» θα καταρρεύσει οσονούπω , χωρίς όμως αυτό από μόνο του να εγγυάται αυτόματη ανάκαμψη της Αριστεράς. Στην Κύπρο ο Νίκος Αναστασιάδης και ο ΔΗΣΥ βυθίστηκαν στα σκάνδαλα, την διαφθορά ,την συναλλαγή με ύποπτη οικονομική ολιγαρχία, και την Εκκλησία , βύθισαν την επίλυση του Κυπριακού και παρά ταύτα επιβίωσαν χωρίς να επωφεληθεί το ΑΚΕΛ. Ο βασικός λόγος είναι ότι και η δική του κυβερνητική θητεία είχε προβληματικές στιγμές και ότι δεν έπεισε ότι μπορεί να επανέλθει ως υγιής εναλλακτική πρόταση. Όταν κυριαρχήσει σε πλατιά λαϊκά στρώματα η αντίληψη ότι όλοι ίδιοι είναι τότε είναι νόμος ότι συμβαίνουν δυο πράγματα. Υποχωρεί το ενδιαφέρον για την πολιτική και την δυνατότητα της να αλλάξει την ζωή των ανθρώπων και επωφελούνται η δεξιά και η Ακροδεξιά.
Σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται σήμερα η Αριστερά. Έχει πρόβλημα στρατηγικής και όχι οργανωτικό. Δεν χρειάζεται γενικά νέες ιδέες, νέα πρόσωπα, ή δοκιμασμένα παλιά. Όλα αυτά έχουν την σημασία τους αλλά έπονται μιας αναλυτικής συζήτησης που θα πάει πίσω στο 89 που σφράγισε όλη την Αριστερά και θα καταλήξει σε μια νέα στρατηγική ικανή να εμπνεύσει και πάλι στις νέες συνθήκες τον κόσμο της εργασίας και του πολιτισμού , τις γυναίκες , τους νέους, τις κάθε φύσεως μειονότητες.
Δεν αρκεί η αναγκαία καθημερινή αντιπολίτευση στα κακώς κείμενα, χρειάζεται πειστική εναλλακτική πρόταση, εμπιστοσύνη για να γίνει αυτό το μαγικό κλικ στο μυαλό και την ψυχή των ανθρώπων και να πάρουν εμπρός. Μόνο έτσι συγκροτείται πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής μέσα από την κάλπη και δίπλα σε αυτήν.
Το πρώτο λοιπόν που έχει να κάνει η πληθυντική Αριστερά είναι να δει κατάματα το πρόβλημα, να συνειδητοποιήσει την έκταση και το βάθος της δικής της κρίσης. Αν δεν το κάνει και πολύ περισσότερο αν πιστέψει ότι τα προβλήματα του αντιπάλου κάποια στιγμή θα την φέρουν σε θέση ισχύος , το πιο πιθανό είναι να απογοητεύσει και να απογοητευθεί, να διερωτάται όπως το ΑΚΕΛ γιατί σε αυτό το περιβάλλον εκφυλισμού στην Κύπρο , ο ηθικός -και όχι μόνο- αυτουργός δεν καταρρέει αλλά επιβιώνει.
Αν η αναγνώριση της κρίσης είναι σημαντική και όρος sine gua non , εξ ίσου σημαντική είναι η διαδρομή μέχρι την συγκρότηση ενός πειστικού σχεδίου. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι εύκολη υπόθεση και είμαι βέβαιος ότι απαιτεί πνευματικό μόχθο. Οι ιδρυτικές αξίες της Αριστεράς για ισότητα, δικαιοσύνη, ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο για τους πολλούς της γης, κολασμένους και μη, ξεθώριασαν από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τα αξιοπρόσεκτα ποικίλα πειράματα που ακολούθησαν δεν μπόρεσαν να τους προσδώσουν νέα λάμψη και ελκτική δύναμη . Κοντολογίς δεν φτάνουν οι ιδρυτικές αξίες μας, απαιτείται σύγχρονη ιδεολογική και πολιτική ανανέωση, ένα νέο σχέδιο. Από τα έτοιμα, παλαιά και πρόσφατα, ας κρατήσουμε ότι πράγματι αξίξει, τα άλλα ας τα προσπεράσουμε αποφασιστικά. Μακάρι να υπήρχαν μαγικές λύσεις, λυτρωτικές στροφές προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Θα γλιτώναμε από κόπο αλλά ευτυχώς δεν γίνεται. Ούτε η επιστροφή σε ριζοσπαστικές λύσεις ούτε η μετατροπή σε ένα πιο light κεντρώο κόμμα θα δώσει διέξοδο. Αποτελούν λόγια χωρίς αντίκρυσμα. Τα πάντα θα κριθούν από την αποτελεσματικότητα ενός πειστικού σχεδίου και όχι από τα επίθετα που θα το συνοδεύουν. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχουμε μια καλή αφετηρία. Και ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και το ΑΚΕΛ εκκινούν από ποσοστά που θα τα ζηλεύει σήμερα ένα ιστορικό κόμμα όπως το SPD. Στην Ελλάδα επείγει να πείσουμε και να εμπνεύσουμε εκείνους τους δημοκρατικούς πολίτες που πεισματικά αρνούνται να μας εμπιστευτούν. Αυτό απαιτεί σχέδιο και αυτοκριτική. Μαζί πάνε.