Ως μια πρωτοβουλία που επιβάλλεται για την κατανόηση των θεμελίων της σύγχρονης Ελλάδας, χαρακτηρίζει την επετειακή έκθεση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, με τίτλο «Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης. 1821. Ο Αγώνας στη θάλασσα», που συνδιοργανώνουν το Ίδρυμα Ευγενίδου και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας 1821-2021», ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ευγενίδου, Λεωνίδας Δημητριάδης Ευγενίδης.
Στην Έκθεση που γίνεται στους χώρους του Ιδρύματος, παρουσιάζονται για πρώτη φορά ναυπηγήματα πλοίων που έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία μέσω ψηφιακών εφαρμογών εικονικής πραγματικότητας, 3d animation με τη συμβολή του Ινστιτούτου Τεχνολογιών Πληροφορικής κ Επικοινωνιών, και αυτό είναι μία από τις ιδιαιτερότητες και καινοτομίες του εγχειρήματος.
Παραμονές της Επανάστασης ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αποτελούνταν από 1.000 φορτηγά ιστιοφόρα και ανήκαν σε 1800 ναυτικές οικογένειες εγκατεστημένες σε 40 ναυτότοπους του Ιουνίου και Αιγαίου πελάγους. Μερικοί μόνο από τους καραβοκύρηδες της εποχής εκείνης ήταν ο Δημήτρης Τσαμαδός, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Ιάκωβος Τομπάζης, ο Ιωάννης Ορλάνδος, ο Γεώργιος Σαχίνης και ο Λάζαρος Πινότσης , από την Ύδρα, ο Χατζηγιάννης Μέξης, ο Ανδρέας Χατζηαναργύρου και ο Δημήτριος Σκλιάς από τις Σπέτσες,οι αδελφοί Παπανικολή, Ματθαίου και ο Νικολής Αποστόλης από τα Ψαρά.
Τα πλοία αυτά και οι χιλιάδες ναυτικοί τους, συμμετείχαν, υπογραμμίζει στο mononews ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ευγενίδου, «από θαλάσσης στον αποκλεισμό των κάστρων, συνέδεαν τη νησιωτική και ηπειρωτική περιοχή με την εθνική διοίκηση. Συγκέντρωναν οικονομικούς πόρους, κυρίως από τα νησιά και από τις καταδρομικές επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας οικονομικές απολαβές και τη χρηματοδότηση του Αγώνα».
Όσον αφορά το κόστος, στο τέλος του αγώνα εκτός από τους αμέτρητους νεκρούς, βρήκε τον στόλο της Ύδρας μειωμένο κατά 78%, ενώ εκείνος των Σπετσών στο τέλος του Αγώνα να διαθέτει μόλις 50 πλοία.
Η συνέντευξη
-Η επετειακή έκθεση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, με τίτλο «Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης. 1821. Ο Αγώνας στη θάλασσα», που συνδιοργανώνουν το Ίδρυμα Ευγενίδου και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας 1821-2021», είναι μια διαφορετική, από τις συνηθισμένες έκθεση. θα ήθελα κ. Λεωνίδα Δημητριάδη Ευγενίδη, να μας πείτε τι ακριβώς θα δει ο επισκέπτης, αν απευθύνεται και σε παιδιά αλλά και γονείς, τι νέο θα μάθει για την ελληνική ιστορία, και πως η τελευταία λέξη της τεχνολογίας βοηθά να γίνει ποιο κατανοητή η ελληνική ιστορία;
-Η συμπλήρωση δύο αιώνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη βαθύτερης μελέτης και κριτικής εξέτασης των γεγονότων που συνδέθηκαν με την εθνεγερσία και την πορεία προς την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Δεν είναι μια δράση που απλώς προκύπτει από τον επετειακό χαρακτήρα του 2021, αλλά μια πρωτοβουλία που επιβάλλεται για την κατανόηση των θεμελίων της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο στόχος της Έκθεσης είναι να αναδειχθεί, με τρόπο ευσύνοπτο, αλλά διεισδυτικό, το πανόραμα των πολιτικών και πολεμικών εξελίξεων που σχετίζονται με την Ελληνική Επανάσταση και το ναυτικό του Αγώνα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα πτυχές μέσα από ανέκδοτα αρχειακά τεκμήρια που επιτρέπουν τη διεύρυνση της ιστορικής ανάλυσης.
Το έργο ΝΑΥΣ , σημαντικό κομμάτι της Έκθεσης, αναλαμβάνει με την συμβολή του ΕΜΠ, να τεκμηριώσει και να αναδείξει με την βοήθεια τεχνολογιών αιχμής και εντυπωσιακών διαδραστικών ψηφιακών «εμπειριών» την ναυτική ιστορία, όπως η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που αποτελεί την κορύφωση των πολεμικών επιχειρήσεων στη θάλασσα κατά την Ελληνική Επανάσταση, και καθόρισε την έκβαση του Αγώνα υπέρ των Ελλήνων.
Στην Έκθεση παρουσιάζονται για πρώτη φορά ναυπηγήματα πλοίων που έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία μέσω ψηφιακών εφαρμογών εικονικής πραγματικότητας, 3d animation με τη συμβολή του Ινστιτούτου Τεχνολογιών Πληροφορικής κ Επικοινωνιών, και αυτό είναι μία από τις ιδιαιτερότητες και καινοτομίες του εγχειρήματος.
-Μπορείτε να μας πείτε ποιοι ήταν οι Έλληνες καταβοκύρηδες της εποχής, και πως εντάχθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση;
-Στις παραμονές της Επανάστασης ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αποτελούνταν από 1000 φορτηγά ιστιοφόρα και ανήκαν σε 1800 ναυτικές οικογένειες εγκατεστημένες σε 40 ναυτότοπους του Ιουνίου και Αιγαίου πελάγους.
Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε κάποιους όπως ο Δημ. Τσαμαδός, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Ιάκωβος Τομπάζης, ο Ιωάννης Ορλάνδος, ο Γεώργιος Σαχίνης και ο Λάζαρος Πινότσης , από την Ύδρα, ο Χατζηγιάννης Μέξης, ο Ανδρέας Χατζηαναργύρου και ο Δημήτριος Σκλιάς από τις Σπέτσες,οι αδελφοί Παπανικολή, Ματθαίου και ο Νικολής Αποστόλης από τα Ψαρά.
Με κινητήριο μοχλό το εμπόριο και τη ναυτιλία διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο μια θεαματικά ανερχόμενη αστική τάξη. Οι ισχυροί οικονομικά ναυτέμποροι καραβοκύρηδες με συνοδοιπόρους τους έλληνες διανοούμενους των παροικιών, ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη του Διαφωτισμού, θα βίωναν και θα κοινωνούσαν τους κανόνες μιας φιλελεύθερης μεταβατικής κατάστασης, διαθέτοντας και οι ίδιοι αφειδώς χρήματα για τη δημιουργία ελληνικών σχολείων και άλλων μορφωτικών Ιδρυμάτων εντός και εκτός των ορίων της οθωμανικής επικράτειας, που η λειτουργία τους συνέβαλε τα μέγιστα στην ωρίμανση του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού και κατ΄επέκταση στη θετική αντίληψη των περισσότερων τουλάχιστον απ΄αυτούς ως προς την αναγκαιότητα εξόδου προς την Επανάσταση.
Παράλληλα, η έντονη οικονομική κρίση στον ελληνικό χώρο κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, και ιδίως η κρίση του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου, που ακολούθησε το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, συνέβαλε στη συσσώρευση δυσαρέσκειας που οδήγησε σε πολιτική απονομιμοποίηση της σουλτανικής εξουσίας και ήταν καθοριστική για τη δημιουργία «επαναστατικής διαθεσιμότητας».
-Τι στόλους είχαν; Ποια ήταν τα πλοία της εποχής εκείνης; Ποια η δύναμη του ελληνικού εμπορικού στόλου;
-Είκοσι έξι εύποροι ναυτότοποι, κυρίως νησιά, της οθωμανικής επικράτειας επαναστάτησαν και κατείχαν ένα εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα: έναν στόλο με πάνω από 700 εμπορικά ιστιοφόρα πλήρως αρματωμένα με κανόνια, ντουφέκια, πιστόλια, γιαταγάνια.
Αν και ο ελληνικός στόλος υστερούσε υλικά και οργανωτικά του οθωμανικού, χωρίς ουσιαστικά μόνιμη ναυτική διοίκηση, με την γενική αρχηγία του μοναδικού σε πολεμική μαεστρία, Α. Μιαούλη, ο οποίος σιωπηρά είχε αναγνωριστεί «ως πρώτος μεταξύ ίσων» και με την αποτελεσματική χρήση του όπλου των πυρπολικών, το οποίο τελειοποίησαν οι Υδραιοσπετσιώτες και Ψαριανοί θυσιάζοντας πολλά από τα μέχρι πρότινος προσοδοφόρα εμπορικά τους καράβια, καταναυμάχησε επανειλημμένα την τουρκική αρμάδα.
Η εποποιία του ’21 γράφτηκε με χιλιάδες ναυτικούς και εκατοντάδες εμπορικά πλοία που κατά περιόδους γίνονταν πολεμικά, καταδρομικά ή παρέμειναν εμπορικά εξασφαλίζοντας επικοινωνία, τροφοδοσία και πολεμοφόδια στις εμπόλεμες περιοχές.
Συμμετείχαν από θαλάσσης στον αποκλεισμό των κάστρων, συνέδεαν τη νησιωτική και ηπειρωτική περιοχή με την εθνική διοίκηση. Συγκέντρωναν οικονομικούς πόρους, κυρίως από τα νησιά και από τις καταδρομικές επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας οικονομικές απολαβές και τη χρηματοδότηση του Αγώνα.
-Πώς τα εμπορικά πλοία μετατράπηκαν σε πολεμικά;
-Η φοβερή δράση ξένων πειρατών που λυμαίνονταν τότε όλες τις μεσογειακές θάλασσες δημιούργησε στους έλληνες καραβοκύρηδες την ανάγκη απόκτησης όχι μόνον μεγαλύτερων πλοίων-όχι απλών σιτοκάραβων αλλά πλήρως εξοπλισμένων και ετοιμοπόλεμων (αρμαμέντα) με τα οποία όχι λίγες φορές επιδίδονταν σε ναυμαχίες εναντίον πλοίων εχθρικών, κυρίως Αλγερινών, Μπαρμπερίνων και Τυνήσιων πειρατών.
Κατά συνέπεια, η κήρυξη της Επανάστασης βρήκε τους ‘Έλληνες καραβοκύρηδες και ναύτες ουσιαστικά πανέτοιμους.
-Ποιες ήταν οι αιτίες που την ίδια περίοδο είχαμε και την πειρατεία να αναπτύσσετε ραγδαία στις θάλασσές μας και πως αντιμετωπίστηκε τότε;
-Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικράτησαν, οδήγησαν στην έξαρση της πειρατείας. Σε αυτή, στράφηκαν άνεργοι ναυτικοί και πρόσφυγες. Έτσι σε όλη της διάρκεια του Αγώνα, αναρίθμητα ήταν τα περιστατικά πειρατείας που έλαβαν χώρα. Κυριότερες βάσεις των πειρατών ήταν οι Σποράδες και η Γραμβούσα.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, το Οθωμανικό Ναυτικό διατηρούσε ίχνη μόνο από την παλιά του δόξα. Κάθε είδους πειρατές (Αλγερινοί, Τυνήσιοι κ.α.) λεηλατούσαν νησιά και παράλια της Μεσογείου, καθώς και εμπορικά πλοία. Το 1788, η Πύλη για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, επέτρεψε στους Έλληνες ναυτικούς, να εξοπλίσουν επίσημα πλέον τα πλοία τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά, αποκρούοντας τις πειρατικές επιθέσεις. Ο εξοπλισμός των πλοίων είχε άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των πειρατικών επιθέσεων και τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών, πλοίων και εμπορευμάτων.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί το γεγονός ότι μια από τις βασικές αιτίες δημιουργίας του ελληνικού ετοιμοπόλεμου έμπειρου στόλου αποτέλεσε και η κατά περίσταση δράση των ίδιων των καραβοκύρηδων ναυτέμπορων και των πληρωμάτων τους ως καταδρομέων ή πειρατών που δρούσαν με διάφορες σημαίες για λογαριασμό ξένης δύναμης, εφοδιασμένων μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις από ηγεμόνες ξένων κρατών, όπως η Γαλλία, με τα λεγόμενα «ρύσια γράμματα» (Lettres de marque), ή αργότερα με τα λεγόμενα «διπλώματα καταδρομής».
Τα πειρατικά κούρσα του 18ου αι. αποτελούσαν θεμιτό τρόπο απόκτησης εμπορικών κεφαλαίων.
Μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νομοθετικά κείμενα για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του Αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, διάταξη για την διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821) με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών.
Το πρόβλημα της πειρατείας αντιμετωπίστηκε οριστικά από τον Ι. Καποδίστρια.
-Ποια ήταν η θέση των πλοιοκτητών και του ελληνικού στόλου μετά την απελευθέρωση της χώρας;
-Ένας τέτοιος αγώνας και μάλιστα με άνισες προϋποθέσεις συνεπαγόταν και αναπόφευκτες απώλειες. Οι περιουσίες που διασώθηκαν ήταν ελάχιστες. Με το τέλος του Αγώνα η Ύδρα είχε χάσει το 78% των πλοίων της, διέθετε δηλαδή συνολικά μόνο 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240 τόνων. Για τις γειτονικές Σπέτσες η κατάσταση ήταν χειρότερη, στο τέλος του Αγώνα διέθεταν μόνο 50 πλοία, ενώ το 1830 μόνο 16.
Με την Ανεξαρτησία εκτιμήθηκαν και οι τεράστιες χρηματικές απώλειες, των οποίων το ύψος μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί.
Μια γενική ιδέα δίνουν οι αποζημιώσεις που ζήτησαν οι πλοιοκτήτες των νησιών μετά το τέλος του πολέμου. Οι Υδραίοι απαίτησαν 10.000.000 χρυσά φράγκα, οι Σπετσιώτες 5.570.000, οι Ψαριανοί 4.430.000 και οι Κάσιοι 1.110.000.
Η τεράστια ωστόσο προσφορά του έλληνα καραβοκύρη, του έλληνα ναυτικού που ολόψυχα διατέθηκε στην υπόθεση της ελληνικής Ανεξαρτησίας, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμούς και υλική αποζημίωση.