Στα 11,6 δισ. ευρω διευρύνθηκε το έλλειμμα του Προϋπολογισμού το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου σε ταμειακή βάση έναντι 8,8 δισ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Σύμφωνα με τα ταμειακά στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το πρωτογενές έλλειμμα του Προϋπολογισμού αυξήθηκε στα 8,6 δισ. ευρώ έναντι 5,3 δισ. ευρω που ήταν το πεντάμηνο του 2020.
Η είδηση έρχεται λίγη ώρα μετά την επίσημη παρουσίαση του Ελλάδα 2.0 όπου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφέρονταν σε εκταμιεύσεις 8 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης για το 2021.
Η επιδείνωση του ελλείμματος αντανακλά κατά κύριο λόγο την αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού στα 26,7 δισ. ευρώ από 22,13 δισ. ευρω πέρυσι, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες δαπάνες που προκαλεί η κρίση της πανδημίας.
Από την άλλη πλευρά τα έσοδα παρά την πανδημία και το εκτεταμένο lock down αυξήθηκαν στα 16,5 δισ. ευρώ έναντι 15,3 δισ. ευρώ πέρυσι. Ελαφρώς μειωμένη στα 3,3 δισ. ευρώ από 3,5 δισ. ευρώ εμφανίζεται η δαπάνη για τόκους που κατέβαλε ο Προϋπολογισμός για την εξυπηρέτηση του Δημοσίου Χρέους.
Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στην έκθεσή του που έδωσε στη δημοσιότητα, παρουσιάζει τις βασικές προβλέψεις του Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025 και σύμφωνα με αυτές προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2023.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να ανέλθει σε 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και σε 3,7% του ΑΕΠ το 2025. «Βάσει αυτών η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε συμφωνία με τους κανόνες που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ από το 2023» αναφέρει στη γνώμη του το Συμβούλιο. Επίσης τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «η σχετικά περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οποία ανακοινώθηκε αρχές Ιουνίου, βελτιώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη κατά το 2021».
Σε δήλωσή του σχετικά με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, ο πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Κορλίρας, ανέφερε: «Δημοσιοποιούμε σήμερα τη γνώμη του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου επί των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025, με την οποία υιοθετούμε τις συγκεκριμένες προβλέψεις. Είμαστε αισιόδοξοι για την επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του ΜΠΔΣ 2022-2025, εφόσον η πανδημία διατηρηθεί υπό έλεγχο και δεν υπάρξει κάποια αναζωπύρωση το φθινόπωρο, καθώς είναι εμφανής και ο επενδυτικός προσανατολισμός του νέου ΜΠΔΣ 2022-2025. Οι επενδύσεις αποτελούν το κρίσιμο στοίχημα της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ολική επανάκαμψή της και η επαναφορά του βιοτικού επιπέδου των πολιτών στα προ-μνημονίων επίπεδα».
Μακροοικονομικές προβλέψεις
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις επί των οποίων στηρίζεται το ΜΠΔΣ 2022-2025 δεν έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με εκείνες του Προγράμματος Σταθερότητας (ΠΣ) που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Απριλίου, οπότε εξακολουθούν να ισχύουν οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονταν στη σχετική αξιολόγηση από το ΕΔΣ των μακροοικονομικών προβλέψεων του ΠΣ.
Σημειώνεται, πάντως, πως η σχετικά περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οποία ανακοινώθηκε αρχές Ιουνίου, βελτιώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη κατά το 2021. Εξάλλου, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και ο ΟΟΣΑ στις πρόσφατες εκτιμήσεις τους (Μάιος 2021), προβλέπουν ρυθμό μεγέθυνσης για το 2021 ύψους 4,1% και 3,8%, αντίστοιχα, έναντι 3,6% που προβλέπει το ΥΠΟΙΚ.
Δημοσιονομικές προβλέψεις
Τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη του ΜΠΔΣ 2022-2025 εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ. Σημειώνεται πως τόσο τα έσοδα όσο και οι δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν λιγότερο σε σχέση με το ονομαστικό ΑΕΠ, με αποτέλεσμα τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ να περιοριστούν σε 44,9% το 2025, έναντι 46,5% το 2019 και οι δαπάνες σε 43,4% το 2025, έναντι 45,3% το 2019.
Το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA αναμένεται να περιοριστεί από τα υψηλά επίπεδα του 2020 (6,7% του ΑΕΠ) και του 2021 (7,1% του ΑΕΠ) σε μόλις 0,5% του ΑΕΠ το 2022, λόγω της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Σημειώνεται πως η γενική ρήτρα διαφυγής που επιτρέπει την απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες διατηρείται σε ισχύ και το 2022. Από το 2023, οι δημοσιονομικοί κανόνες επανέρχονται, σε συνάρτηση με τις προσδοκίες για αναθεώρηση τους σε πιο ευέλικτο πλαίσιο. Ανεξάρτητα με την διαφαινόμενη αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, το 2023 η δημοσιονομική πολιτική προσαρμόζεται στοχεύοντας σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να ανέλθει σε 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και σε 3,7% του ΑΕΠ το 2025. Βάσει αυτών η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε συμφωνία με τους κανόνες που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 και εντεύθεν.
Επισημαίνεται ότι η επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του ΜΠΔΣ 2022-2025 στηρίζεται στην παραδοχή ότι η πανδημία είναι πλέον υπό έλεγχο και δεν θα απαιτηθούν νέα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας. Τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας από το φθινόπωρο θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε δυσμενέστερη πρόβλεψη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Περαιτέρω, κρίσιμο στοιχείο για την απρόσκοπτη υλοποίηση του μακροπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού είναι η επαλήθευση του υποκείμενου μακροοικονομικού σεναρίου. Το ΜΠΔΣ 2022-2025 στηρίζεται στην υπόθεση μιας ισχυρής αδιατάρακτης ανάκαμψης για μια πενταετία. Επιπρόσθετα, κρίσιμα είναι και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής διαδικασίας ούτως ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια διατήρησή της.