Έπεσε η αυλαία του θεάτρου 37 ημερών. Ένα κορίτσι 20 χρονών νεκρό, ένα κορίτσι μόλις ενός έτους δεν θα έχει καν την ευκαιρία να γνωρίσει τη μάνα του.
Της Μαρίας Γιαννακάκη
Ακόμη μια νέα γυναίκα δεν είναι ανάμεσά μας, θύμα της πιο ακραίας έμφυλης βίας. Θύμα γυναικοκτονίας. Δε θα επεκταθώ στη συζήτηση για το αν υπάρχει ή όχι αυτός ο όρος. Καταρχάς υπάρχουν άπειρα διεθνή κείμενα που τον αναλύουν, σε ορισμένες χώρες μάλιστα έχει αναγνωριστεί ως αυτοτελές αδίκημα, ακόμη και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, Ν 4531/2018, του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των Γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας προβλέπει ρυθμίσεις με έμφυλο χαρακτήρα.
Ενοχλεί κάποιους μια λέξη που περιγράφει μία κατάσταση επειδή αρνούνται να τους ενοχλήσει η ίδια η κατάσταση. Για κάποιους η γυναίκα δεν εισέρχεται ισότιμα σε ένα γάμο ή μία σχέση, είναι κτήμα του ισχυρού άλλου. «Τον απειλούσε με διαζύγιο» διαβάζουμε σε τίτλο, γιατί το διαζύγιο στα χέρια μιας γυναίκας είναι απειλή, απειλεί τον ναρκισισμό και την κτητικότητα του άνδρα, ενώ αλλού «Την σκότωσε γιατί την αγαπούσε, έγκλημα πάθους», ενώ το μόνο πάθος που βλέπω σε αυτές τις καταστάσεις είναι το πάθος για έλεγχο, εξουσία και χειριστικότητα. «Γνωρίζονταν από παιδιά» μαθαίνουμε και αναρωτιόμαστε ποια κοινή παιδική ηλικία μπορεί να έχουν με τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας, όμως αυτό έρχεται να καλύψει με χρυσόσκονη ότι όταν ξεκίνησε αυτή η σχέση αυτή ήταν παιδί και αυτός ώριμος άντρας. Και αυτό δεν αλλάζει ακόμη και αν το επιστέγασμα ήταν ο γάμος και η παραμυθένια ζωή. Γιατί και αυτό το παραμύθι είχε δράκο.
Τα ΜΜΕ επί 37 ημέρες φιλοτεχνούσαν το πορτραίτο του άμοιρου συζύγου, του όμορφου, νέου, φανταιζί, πλούσιου και της μικρής που «συνάντησε πολύ νωρίς αυτό που άλλες ψάχνουν μια ζωή».
Στο δημόσιο λόγο αναπαράγονται στερεότυπα και διακρίσεις, τίποτα διαφορετικό από τις κοινωνικές πεποιθήσεις. Αυτό που ενοχλεί και αυτούς που θεωρούν τον όρο γυναικοκτονία επινόηση της Αριστεράς και τους εμπνευστές των τίτλων είναι η αμφισβήτηση των πατριαρχικών μοντέλων, ο φόβος ότι θα επαληθευφθεί ότι οι γυναικοκτόνοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας.
Στο συγκεκριμένο έγκλημα και τη διαχείρισή του από τα ΜΜΕ και τους δημοσιολογούντες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης βρίσκουμε συμπυκνωμένες όλες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Τον ρατσισμό, τη ξενοφοβία, το σεξισμό, με αιχμή του δόρατος τον εθνολαϊκισμό.
Πέρα από τον καθωσπρέπει, καθ’ ομολογία, συζυγοκτόνο ας μην ξεχάσουμε ότι η δολοφονία στα Γλυκά Νερά χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της εγχώριας alt right για να σπείρουν ρατσιστικό μίσος, να δαιμονοποιήσουν ακόμη μια φορά το νόμο Παρασκευόπουλου, να φέρουν στο δημόσιο διάλογο την ανάγκη νομιμοποίησης της μαζικής οπλοκατοχής και της επέκτασης της έννοιας της αυτοάμυνας, χωρίς τις ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπει το Σύνταγμα σε απόλυτη αρμονία με τα διεθνώς προβλεπόμενα.
Το σενάριο της εισαγόμενης εγκληματικότητας, ειπώθηκε από αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην τηλεόραση, τα ταπεινά ελατήρια της ληστείας από αλλοδαπούς που δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή ήταν πολύ πιο βολικό για την Ελλάδα της εθνοπατριαρχίας. Ο ίδιος ο καθ’ ομολογία δραστης στήριξε όλη την παράστασή του μετά το φόνο στην αντίληψη για τον ξένο.
Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα έχουμε και φαινόμενου θεσμικού ρατσισμού. Η ίδια η Πολιτεία όχι μόνο συντηρεί αλλά και ενισχύσει τέτοιες στάσεις ζωής.
Ο ίδιος ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ενώ δεν υπήρχε κανένα στοιχείο για παρουσία τρίτου στη σκηνή του εγκλήματος έδωσε εντολή στους διευθυντές των φυλακών να συγκεντρώσουν στοιχεία για τους “βίαιους εγκληματίες” που αποφυλακίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Από το βήμα της Βουλής συσχέτισε το φόνο με παρόμοιες υποθέσεις και υποστήριξε ότι για τα εγκλήματα της τελευταίας διετίας ευθύνεται ο Νόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την αποσυμφόρηση των φυλακών.
Ο Νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια στην αρχική μορφή του, στην, μονοσέλιδη, Αιτιολογική Έκθεση, έκανε λόγο για έναν αμφισβητούμενο, από την επιστημονική κοινότητα όρο, την γονεϊκή αποξένωση, που έχει επανειλημμένος καταγγελθεί από την GREVIO, την Επιτροπή Παρακολούθησης της Εφαρμογής της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ως ένας ακόμη κακοποιητικός όρος για τις γυναίκες, αφού σε αυτές αποδίδεται, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.
Στο Νόμο που ψηφίστηκε κάποιος με ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να ασκεί την επιμέλεια μέχρι την καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, η κανονικοποίηση της βίας ήρθε από το στόμα βουλευτή της συμπολίτευσης ο οποίος δήλωσε ότι κάποιος που δέρνει τη γυναίκα του μπορεί να είναι καλός γονιός.
Κερασάκι στην τούρτα, το Συνέδριο για την Γονιμότητα, υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας. Το μισό Υπουργικό Συμβούλιο, βουλευτές της ΝΔ, ιερωμένοι που εκ της θέσης τους επιβάλλεται να είναι άκληροι, ένα μάτσο σελέμπριτις των πρωινάδικων υπενθυμίζουν στη γυναίκα το ρόλο της ως παιδοποιητικής μηχανής και θρηνούν για το αγέννητο παιδί, την ώρα που η κυβέρνηση αδιαφορεί πλήρως για αυτά που έχουν γεννηθεί.
Δε τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε, λοιπόν. Τη σκότωσε γιατί η κοινωνία τον έμαθε ότι η γυναίκα του του ανήκει και ότι αν δεν είναι μαζί του δε θα πρέπει να ζει.
Αν θέλουμε να δικαιωθεί η ψυχή του 20χρονου κοριτσιού οφείλουμε να κοιτάξουμε το τέρας στα μάτια, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα. Να μην μαθαίνουμε στα κορίτσια να φυλάγονται, αλλά στα αγόρια να σέβονται. Μόνο μέσα από μία εκπαίδευση που θα διαπνέεται από σεβασμό για τα φύλα.
Πρέπει να διαρρήξουμε τη σιωπή γύρω από τις γυναικοκτονίες. Να ανατρέψουμε τον κυρίαρχο μιντιακό λόγο. Σε μια περίοδο που διαπιστώνεται γενικευμένη ενίσχυση του σεξισμού, της ρητορικής μίσους, των απειλών κατά των γυναικών – ιδιαιτέρως όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης και όσων τολμούν να καταγγείλουν την έμφυλη βία – της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας και του ρατσισμού οφείλουμε να στηλιτεύουμε την Πατριαρχία σε όλο το φάσμα της της δημόσιας και ιδιωτικής σχολής.
Απέναντι στα κροκοδείλια δάκρυα να προτάξουμε την απαίτηση να σταματήσει να γεμίζει η λίστα.
Η Μαρία Γιαννακάκη είναι πολιτικός, πρώην βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς και πρώην γενική γραμματέας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων