Σε μερικές ημέρες (24/6) ο Αλέξης Τσίπρας θα παραστεί για ακόμα μία φορά στην Σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών που πραγματοποιείται -κατ’ έθιμο- στο περιθώριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Την επομένη, θα μεταβεί από τις Βρυξέλλες στο Βερολίνο για την ετήσια συνάντηση και το δείπνο του PES που φιλοξενεί το γερμανικό SPD.
Παρά το γεγονός ότι κάποιοι στην Ελλάδα διακινούσαν (ξανά) τον τελευταίο καιρό πως οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές σκέπτονταν να διακόψουν την σχέση τους με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (που μετέχει ως παρατηρητής αν και ανήκει στην “οικογένεια” της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Το PES έχει πολλούς λόγους να επιθυμεί την συνέχιση -και ενίσχυση- του “ειδυλλίου” με τον Αλέξη Τσίπρα, και ο τελευταίος θεωρεί την σύνδεσή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βασική πτυχή της στρατηγικής του, τόσο διεθνώς, όσο και εγχωρίως.
Στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή δεσμεύθηκε πως μετά τις επόμενες εκλογές μία κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας θα καταργήσει το νόμο Χατζηδάκη για τα εργασιακά. Εδώ και πολύ καιρό έχει πάψει να μιλά για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ή ακόμα και για “δεύτερη φορά”, όπως κάνουν κάποια στελέχη της Κουμουνδούρου που μάλλον προτιμούν να αιθεροβατούν και να ονειρεύονται αυτόνομα ή ηγεμονικά “come back”.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας χαρισματικός πολιτικός αλλά είναι και προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Και δημοσκοπήσεις γνωρίζει να διαβάζει, και τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δεν υποτιμά. Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με απλή αναλογική, και παρότι θα ακολουθήσει πιθανότατα δεύτερη κάλπη -όπως δηλώνει κατηγορηματικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης– ξέρει πως από μόνη της αυτή η πρώτη αναμέτρηση θα δράσει ως εμβρυουλκός εξελίξεων. Πιθανότατα θα έχει προηγηθεί το συνέδριο του ΚΙΝ.ΑΛ, το οποίο θα έχει διαμορφώσει νέες συνθήκες στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Βεβαίως, δεν αρκεί ένα ΚΙΝ.ΑΛ υπό την Φώφη Γεννηματά (εφόσον επανεκλεγεί), ή κάποιο άλλο πρόσωπο με σαφές αντιδεξιό πρόσημο, για να προκύψει μια κυβέρνηση συνεργασίας σε προοδευτική κατεύθυνση. Ίσως, ωστόσο, προκύψουν νέοι συσχετισμοί, ή κάποια σύνδεση και του Μερα25 σε ένα τέτοιο σενάριο. Πέρα, όμως, από τους αριθμούς, υπάρχουν και οι προοπτικές, οι συμβολισμοί και οι τάσεις που μπορεί να διαμορφώσουν εκρηκτικές συνθήκες.
Για τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί το χρήσιμο άλλοθι μιας σοσιαλδημοκρατίας που, είτε στην Γερμανία με την μακροχρόνια υποταγή της στο χριστιανοδημοκρατικό άρμα της Άγκελα Μέρκελ, είτε αλλού, έχει χάσει την “ψυχή” της παραδομένη σε δημοσιονομικά “ευαγγέλια” και αντικοινωνικές πολιτικές. Για να επιβιώσει η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να αλλάξει και να συνδεθεί με ένα σαφές κοινωνικό πρόσημο, και στο πλαίσιο αυτό η ήπια ριζοσπαστική αριστερά της Αθήνας είναι μία δυναμική προσθήκη. Αμφότερες οι πλευρές το γνωρίζουν: ούτε ο Τσίπρας θα γίνει συνεπής σοσιαλδημοκράτης, ούτε το PES θα πλησιάσει την Ευρωπαϊκή Αριστερά. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να διαμορφωθούν συνεργασίες ή συνέργειες, όπως έχει δείξει το παράδειγμα των τοπικών κυβερνήσεων στη Γερμανία και η καταλυτική άνοδος των “Πρασίνων” -υπό οιοαδήποτε μορφή.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, όμως, όλα αυτά εμπεριέχουν κι έναν κίνδυνο που πρέπει να υπερβεί. Δεν μπορεί να συνεχίσει να κινείται μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ…εξωτερικού, και του ΣΥΡΙΖΑ…εσωτερικού. Η αίγλη που του προσδίδει η συμμετοχή του στις συναντήσεις του PES πρέπει να μεταφραστεί και σε μια εσωτερική χειραφέτηση.
Δεν θα αποστεί, φυσικά, από την κινηματική του πλευρά, αλλά, από την άλλη, χρειάζεται σύνδεση με την κοινωνία σε τοπικό επίπεδο, καθώς και προσήλωση σε ένα θεσμικό αφήγημα διακυβέρνησης. Χρειάζονται πολιτικές και πρόσωπα που να ενισχύουν το προφίλ του Τσίπρα των Βρυξελλών και του διεθνούς πολιτικού στερεώματος, μαζί με την απομάκρυνση από τον “μπάχαλο” και τσαπατσούλικο ακτιβισμό ορισμένων στελεχών του- γνωστά τα ονόματα.
Απέχει ακόμα αρκετά απ΄ αυτό. Η ενδιαφέρουσα κινητικότητα του ίδιου, η εξαιρετική ρητορική του στη Βουλή και οι μικρές διευρύνσεις δεν αρκούν εάν δεν συμπληρωθούν γρήγορα από στοιχεία στιβαρής και ικανής (νέας) διακυβέρνησης. Η περίκλειστη διοίκηση του κόμματος, αποτέλεσμα, ίσως, ενός αναγκαστικού συγκεντρωτισμού λόγω της απροθυμίας άλλων κορυφαίων στελεχών, δεν θα μακροημερεύσει. Ούτε η εικόνα του “καλού παιδιού” που ισορροπεί χωρίς να στενοχωρεί και να επιβάλλει.