Αν και μια επιλογή των οθωμανικών αφηγηματικών πηγών για την Ελληνική Επανάσταση είχε δημοσιευτεί από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο ήδη από το 1960,1 ενώ ορισμένα σχετικά έγγραφα ήταν γνωστά από τις μεταφράσεις τοπικών ιστορικών αρχείων της Βόρειας Ελλάδας, η οθωμανική οπτική για την Ελληνική Επανάσταση δεν υπήρξε αντικείμενο συστηματικής έρευνας μέχρι αρκετά πρόσφατα.
Του Μαρίνου Σαρηγιάννη*
Σ’ αυτό συντέλεσε και η αργοπορημένη, σε σχέση με τη διεθνή ιστοριογραφία, ανάπτυξη των οθωμανικών σπουδών στη χώρα μας, αλλά και το γεγονός ότι οι γνωστές αυτές πηγές που αναφέρθηκαν έμοιαζαν να μην προσφέρουν ουσιαστικές νέες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής.2 Πράγματι, όσον αφορά τα γεγονότα, ακόμα και κείμενα γραμμένα από αυτόπτες μάρτυρες, όπως η αφήγηση του Μοραΐτη Γιουσούφ Μπέη που δημοσιεύτηκε μόλις φέτος,3 σπάνια δίνουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων που ήδη γνωρίζουμε από τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών και άλλες ελληνικές πηγές.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν είναι χρήσιμη η έρευνα και αναδίφηση των οθωμανικών πηγών. Καταρχάς -και χωρίς να αναφερθώ σε ζητήματα στρατιωτικής ιστορίας, επιμελητείας κλπ., τα οποία φωτίζονται πολύπλευρα από το αρχειακό υλικό- για την κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας είναι πολύ σημαντική η ανίχνευση της πρόσληψης της Επανάστασης από τους Οθωμανούς, τόσο σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας όσο και σε επίπεδο τοπικών ελίτ (ή ακόμα, ει δυνατόν, και από απλούς στρατιώτες ή εμπόρους). Στον τομέα αυτό έχουν γίνει σημαντικά βήματα πρόσφατα, και με τη δραστηριοποίηση των Ελλήνων οθωμανολόγων ιστορικών, καθώς πλησιάζει η επέτειος των διακοσίων χρόνων (όχι απαραίτητα σε σχέση με επίσημους ή ανεπίσημους εορτασμούς, βέβαια) είναι βέβαιο ότι περισσότερα πρόκειται να γίνουν στο άμεσο μέλλον.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς από τις πρόσφατες μελέτες είναι ότι η κεντρική εξουσία έσπευσε να θεωρήσει την Επανάσταση δείγμα εσωτερικής αδυναμίας, σφαλμάτων των αξιωματούχων της και ανεπαρκούς προετοιμασίας της ίδιας. Σε αυτό ακολουθούσε μια μακρά παράδοση πολιτικής σκέψης με καταβολές στην ιρανική γραμματεία, η οποία είχε φτάσει σε υψηλό βαθμό εκλέπτυνσης και επεξεργασίας. Ίσως ένας ακόμα σπουδαιότερος παράγοντας ήταν όμως η σχεδόν πλήρης απουσία ζητημάτων ταυτότητας και εθνικής συνείδησης από τον οθωμανικό προβληματισμό: πράγματι, ενώ η αντίθεση πιστών και απίστων (με την έννοια της αντιπαράθεσης του οθωμανικού με τα ευρωπαϊκά κράτη) έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στην πολιτική σκέψη από τις αρχές του 18ου αιώνα (καθώς το πρωτεύον ζήτημά της ήταν το αν και γιατί θα έπρεπε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να μιμηθεί πλευρές της πολιτικής και κυρίως στρατιωτικής οργάνωσης των «απίστων»), οι Οθωμανοί στοχαστές ελάχιστα ως καθόλου ασχολήθηκαν με την παρουσία των ζιμμήδων, των φόρου υποτελών απίστων υπηκόων, ως πολιτικό πρόβλημα. Έτσι, η πρώτη αντίδραση του Μαχμούτ Β΄ όταν έμαθε για το πέρασμα του Προύθου από τον Υψηλάντη ήταν να κατηγορήσει τους κυβερνητικούς υπαλλήλους για αδράνεια και οκνηρία, κάτι που δίνει ευκαιρία για ευτράπελους παραλληλισμούς με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ στη συνέχεια και για λίγους μήνες έγινε μια προσπάθεια να εξοπλιστούν οι μουσουλμάνοι της Κωνσταντινούπολης και να επιβληθεί νομοθετικά (όπως θα λέγαμε σήμερα) μια γενική επιστράτευση και απαγόρευση της πολυτελούς διαβίωσης. Αυτό το πείραμα κοινωνικής μηχανικής, όπως έδειξε στη διατριβή του ο Σουκρού Ιλιτζάκ, εμπνεόταν από την θεωρία του Άραβα στοχαστή του 14ου αιώνα Ιμπν Χαλντούν, ο οποίος τόνιζε την αντίθεση μεταξύ των νομαδικών απαρχών κάθε δυναστείας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αλληλεγγύη και στιβαρότητα, με τα στάδια παρακμής και εκφυλισμού που ακολουθούσαν την σταδιακή εγκατάσταση των νομάδων σε πόλεις.4
Ακολουθώντας τα ίδια βήματα, οι αιτιολογήσεις και ερμηνείες της Επανάστασης από τους ιστορικούς των πρώτων χρόνων μετά το ξέσπασμά της τόνισαν τα σφάλματα και τις αδυναμίες της κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης, καθώς βέβαια και το ρόλο του ρωσικού παράγοντα τον οποίο έβλεπαν ως καθοριστικό για τα γεγονότα. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε, η ιστορική σκέψη υπήρξε πολύ πιο γρήγορη από τη «διοικητική» στην ενσωμάτωση του «εθνοτικού» ή «εθνικού» παράγοντα. Ο Αταουλλάχ Σανιζαντέ, επίσημος χρονικογράφος μέχρι το 1826, δεν περιορίστηκε στις παραπάνω ερμηνείες, αλλά τις εμπλούτισε με τη σκέψη ότι οι Ρωμιοί είχαν υποφέρει από τις αυθαιρεσίες των στρατιωτών κατά τα Ορλωφικά, αλλά και ότι είναι «φυσικό» κάποιοι από τους χριστιανούς ραγιάδες να υποφέρουν από την κατάστασή τους ως υποταγμένοι, ακόμα και αν ζουν με άνεση. Επιπλέον, ο Σανιζαντέ συνδέει τον «εθνικό ζήλο» με τη μόρφωση και τις επισκέψεις στην Ευρώπη, ενώ χρησιμοποιεί το ίδιο λεξιλόγιο για να αιτιολογήσει τις νίκες του γαλλικού στρατού επί Ναπολέοντα. Όπως είναι φυσικό, η συνειδητοποίηση ενός νέου παίκτη στο πολιτικό γίγνεσθαι, της εθνικής συνείδησης, είναι ακόμα πιο έντονη σε ανθρώπους όπως ο Γιουσούφ Μπέης, ο οποίος όχι μόνο ανήκε στην πελοποννησιακή ελίτ, αλλά γνώριζε και ελληνικά και είχε αγαστές σχέσεις με πρόκριτους των πόλεων του Μοριά. Ενώ χρησιμοποιεί και εκείνος το αφήγημα της ρωσικής υποκίνησης, ο Γιουσούφ αναγνωρίζει ότι οι Ρωμιοί, ένα ξεχωριστό έθνος (μιλλέτ), εξ ανάγκης και μόνο υπέμενε «τη δουλεία και την υποταγή»: αυτό προστάζει «η ανθρώπινη φύση και όλα τα διαφορετικά έθνη [που] υπόκεινται στη δίψα για ανεξαρτησία».
Όπως λοιπόν έχει ήδη δείξει ο τούρκος ιστορικός Χακάν Ερντέμ, ο ρόλος των κειμένων της Ελληνικής Επανάστασης και των μεταφράσεών τους υπήρξε κομβικός για την εισαγωγή νέων όρων αλλά και νέων εννοιών στην οθωμανική πολιτική σκέψη.5 Το ίδιο, όπως είδαμε, μπορεί να λεχθεί και για τις προσπάθειες ερμηνείας της ίδιας της Επανάστασης από τους Οθωμανούς ιστορικούς. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι οι έννοιες αυτές (για παράδειγμα: έθνος, ελευθερία, ισότητα) φαίνεται να είχαν ήδη εισχωρήσει σε τμήματα του πληθυσμού των μεγάλων αστικών κέντρων: αν πιστέψουμε την αναφορά του Σανιζαντέ για τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη, ένας Αρμένιος καθολικός προσπαθούσε λόγου χάριν να πείσει το μουσουλμάνο φίλο του ότι μετά τον ξεσηκωμό των χριστιανών και τα δύο έθνη («εμείς και σεις») θα ζούν «ελεύθερα και ίσα», κάτι που θα είναι για το καλό όλων. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο βέβαια για τους αγροτικούς πληθυσμούς, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούμε να γνωρίζουμε. Στα απομνημονεύματα ενός αγροτόπαιδου από την κεντρική Μικρασία, παραδείγματος χάριν, που ακολούθησε τον πατέρα του ως άτακτος μισθοφόρος και έφτασε να πολεμήσει εναντίον του Αλή Πασά και των Ελλήνων, δεν βλέπουμε καμία προσπάθεια κατανόησης των κινήτρων των επαναστατών, οι οποίοι προσδιορίζονται αποκλειστικά ως «άπιστοι» ή, το πολύ, «στασιαστές».6 Ο παραλληλισμός με αντίστοιχους πληθυσμούς των ελληνικών εδαφών και κυρίως εκείνων στα οποία ξέσπασε η Επανάσταση είναι ενδιαφέρων, αλλά θα πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή.
* Ιστορικός, ερευνητής Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών / ΙΤΕ
Πρώτη δημοσίευση: Αυγή
1 Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήνα 1960.
2 Εξαίρεση το λεγόμενο «Οδοιπορικό του Χαϊρουλλάχ Εφέντη», που δημοσιεύτηκε από τον ιστοριοδίφη Αβραάμ Παπάζογλου το 1940 και που αφορά τα γεγονότα του 1821 στην πόλη της Θεσσαλονίκης – κείμενο το οποίο όπως προσπάθησα να δείξω είναι καταφανώς κατασκευασμένο από τον Παπάζογλου: Μαρίνος Σαρηγιάννης, «Μια πλαστή πηγή για τις σφαγές του 1821 στη Θεσσαλονίκη: ο «Χαϊρουλλάχ Εφέντης» του Αβραάμ Ν. Παπάζογλου», Μνήμων 34 (2015), 11-36.
3 Σοφία Λαΐου – Μαρίνος Σαρηγιάννης, Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Αθήνα 2019.
4 Βλ. πρόχειρα H. Şükrü Ilıcak, «Η άλλη όχθη: Η οθωμανική πολιτική φιλοσοφία και η αντίδραση στην ελληνική ‘αταξία’», Θάνος Βερέμης (επιμ.), 1821: η γέννηση ενός έθνους-κράτους, τ. Ε΄: Ιδεολογικά ρεύματα: Έλληνες – Οθωμανοί, Αθήνα 2009, σ. 63-142.
5 Y. Hakan Erdem, «‘Do not think of the Greeks as agricultural laborers’. Ottoman responses to the Greek War of Independence», Faruk Birtek – Thaleia Dragonas (επιμ.), Citizenship and the Nation-State in Greece and Turkey, Λονδίνο 2005, σ. 67-84.
6 Jan Schmidt, «The Adventures of an Ottoman Horseman: The Autobiography of Kabudlı Vasfî Efendi, 1800-1825», στο Jan Schmidt, The Joys of Philology: Studies in Ottoman Literature, History and Orientalism (1500-1923), τ. 1, Κωνσταντινούπολη 2002, σ. 165-286