Ήδη είχε τελειώσει το σχολείο και μέχρι και εκείνοι οι καθηγητές των φροντιστηρίων μας άφηναν κομμάτι μέχρι τέλος Ιούνη να πάρουμε μια ανάσα. Να ντυθούμε τα κοντά μας, χέρια και πόδια ξεμπλέτσωτα και να πλησιάσουμε λίγο τη θάλασσα με την ποδηλατάρα την καμέο-πράσινη.
Ο Σεπτέμβρης έμοιαζε μακρινός και οι επόμενες έγνοιες επίσης. Ωραία χρόνια. Η δροσερή πνοή ανέμου τα βράδια στην παραλιακή, συζητώντας για την υπόθεση βιβλίων του Έκο και του Ζίσκιντ είχε γεύση από βούτυρο και καλαμπόκι. Από ανεμελιά και άγνοια.
Κι όμως νομίζαμε πως ήμασταν κύριοι του κόσμου – μας. Η σταθερότητα ήταν κάτι δεδομένο. Τα καταστήματα λειτουργούσαν Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή απόγευμα και οι Κυριακές είχαν κάτι από οικογένεια. Το Πανεπιστήμιο ερχόταν αμέσως μετά το Λύκειο και η σύνταξη μετά από χρόνια αξιοπρεπούς εργασίας για να ξεκουραστείς σαν άνθρωπος και να φύγεις αξιοπρεπώς.
Νομίζαμε δηλαδή.
Θερινό Ηλιοστάσιο σήμερα και τίποτα δεν θυμίζει τα δεδομένα που θεωρούσαμε σταθερά τότε. Συντάξεις γίνονται κουμπαράδες. Μισθοί και ωράρια εργασίας ακολουθούν μια ρευστή τακτική κατωφερή και ανωφερή αντίστοιχα. Καταστήματα αυτοδιαχειρίζονται τις ημέρες που λειτουργούν, οι Κυριακές δεν είναι και τόσο οικογενειακές καθώς οι μισοί δουλεύουν και οι άλλοι μισοί ασχολούνται με δουλειές που δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν. Το Πανεπιστήμιο συρρικνώνεται και η γενικότερη ανασφάλεια που καλλιεργείται από τον ορυμαγδό αφιλτράριστων πληροφοριών που ανεύθυνα κυκλοφορούν για λίγα σεντς που θα αποδώσει ένα κλικ σε μια ιστοσελίδα, προκαλεί την τέλεια κουβαροποίηση της κοινωνίας.
Στη Βιολογία της Β’ Δέσμης υπήρχε μια φράση που ήθελε να εξηγήσει πως όταν ένα ερέθισμα επαναλαμβάνεται συνεχώς, ο οργανισμός παύει να το αντιλαμβάνεται τόσο έντονα. Με λίγα λόγια, “εξοικείωση του υποδοχέα”.
Η εξοικείωση του υποδοχέα λοιπόν είναι το νέο modus vivendi et operandi στη νέα δεκαετία. Δεν είναι μονάχα εγχώριο το φαινόμενο αλλά, θαρρώ, παγκόσμιο. Η απώλεια παλαιών συνιστωσών πάνω στις οποίες χτίζαμε όνειρα και σχεδιάζαμε – άλλος περισσότερο κι άλλος αδαώς λιγότερο – τις ζωές μας, εντείνεται. Η εργασία – η καλή και αποδοτική εργασία – δεν προκαλεί τίποτε άλλο από τη λυσσαλέα απαίτηση περισσότερης και αποδοτικότερης εργασίας, με το ίδιο δυναμικό, με τα ίδια χέρια, με τους ίδιους ανθρώπους. Η τάση για αύξηση στα όρια συνταξιοδότησης σημαίνει ένα και μόνο πράγμα. Ζεις για να δουλεύεις. Δεν δουλεύεις για να ζεις.
Και ο τρόπος για να κάνει μόκο ο πολίτης και να μην ανοίξει ρουθούνι για όλα αυτά, είναι να τον βομβαρδίζεις αρειμανίως και σωρηδόν, νυχθημερόν και φύρδην με συγκεχυμένες πληροφορίες και ψήγματα από αυτά που θα επέλθουν ώστε να “εξοικειώνει τους υποδοχείς” του.
Αυτή η αναζήτηση ενός πιο χοντρόπετσου πολίτη, που ίσως δεν συγκλονίζεται και τόσο από μια δολοφονία, αν παιχτεί αρκετά και χειμαρρωδώς από τα ΜΜΕ, ενός πολίτη που καταπίνει ως άλλος Καιάδας καταπατήσεις δικαιωμάτων με τα οποία μεγάλωσε, ονειρεύτηκε και σχεδίασε μια ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει οδηγεί μαθηματικώς σε μια κοινωνία που η αποστασιοποίησή της θα είναι πολλαπλάσια από αυτή μιας πανδημίας.
Υπάρχει ανάγκη για αντίδραση. Για λόγο και αντίλογο. Για ασφάλεια και ανεξάρτητο έλεγχο πολλών από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την “εξοικείωση του υποδοχέα”. Τα ΜΜΕ και η Δικαιοσύνη είναι εργαλεία ελέγχου και εξασφάλισης της Δημοκρατίας. Και χρειάζεται να λάμπουν με την παρουσία τους. Ουδόλως να “εξοικειώνουν” με το σκότος.