Ένα διήγημα του θείου Ισίδωρου, για μια καυτή μέρα στην Αθήνα. Βρίσκεται στην Kαλύβα. Θα σας δροσίσει!
Συναντηθήκαμε τυχαία σ΄ένα παλιό βιβλιοπωλείο της Σανταρόζα που δεν υπάρχει πια, κοιταχτήκαμε στα μάτια κι εκείνη χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έμοιαζε με φωταγωγημένο ανοιχτό γραμματοκιβώτιο.
-Μετά από δω θέλεις να περπατήσουμε μαζί;
Μου έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει λέξη.
Βγήκαμε στο δρόμο και βαδίσαμε προς το Σύνταγμα.
Περάσαμε μέσα από την Πλάκα κατεβήκαμε τη Βεϊκου και συνεχίσαμε στη Θησέως με κατεύθυνση προς τη θάλασσα.
Περπατούσαμε χωρίς σκοπό, χωρίς ούτε μια στιγμή να ρωτήσει ο ένας τον άλλον που πάμε.
Μιλούσαμε ήρεμα και χαλαρά, για όλα και για τίποτα, γι΄ απλά κι ασήμαντα και ήταν όλα πολύ ενδιαφέροντα.
Ήταν 20 χρόνων.
Σπούδαζε στο Παρίσι αρχιτεκτονική και μουσική, ήταν εδώ για διακοπές.
Μελαχρινή, ίσια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δέρμα, μεγάλα μαύρα μάτια και δυο μεγάλα μαύρα φρύδια, τα οποία δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή με το τσιμπιδάκι, που έμοιαζαν σαν δυο τεράστιες καλλιγραφικές περισπωμένες σε μια εποχή που το πολυτονικό ήταν στις μεγάλες του δόξες.
Φορούσε μόνο ένα μαύρο φουστάνι χωρίς μανίκια, με ανοιχτό μπούστο.
Περνώντας από την πλατεία Δαβάκη, η Μαρία, εγώ και ο ήλιος, σχηματίζαμε ένα ορθογώνιο, (πολύ)ανισοσκελές τρίγωνο.
Ο Αύγουστος είχε γυρίσει το διακόπτη του ήλιου στο 3, η άσφαλτος κάτω απ΄ τα ποδιά μας είχε μαλακώσει πολύ κι έμοιαζε με λιωμένο μαύρο λίπος.
Ένοιωθα σα να περπατάμε πάνω σε μια γιγαντιαία φάλαινα η οποία κουβαλούσε το κόσμο στην ράχη της.
Συνεχίζαμε να πορευόμαστε ενώ ο ιδρώτας έτρεχε από κάθε πόρο του δέρματος μας, είμαστε σα δυο κινούμενοι ζωντανοί θερμοσυσσωρευτές.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι από ανθρώπους, η πόλη σχεδόν έρημη και μόνο μερικοί κοπρίτες, καβατζωμένοι σε διάφορα επίσης σοφά επιλεγμένα σημεία, με τη γλώσσα έξω σαν τεραστία παντόφλα, ανάσαιναν βαριά και κοφτά προσπαθώντας με δυσκολία να εξασφαλίσουν μερικές μπουκιές οξυγόνου για εσωτερική κατανάλωση.
Μέσα σ΄ αυτή την πλήρη άπνοια ήταν φυσικό: Δεν φυσούσε, ρουφούσε!
-Τι κόλαση είναι αυτή; ρώτησα.
-Είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!
Η φωνή της ήταν σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή γεμάτη από γλυκιά ηρεμία.
Κατάλαβα ότι ήταν η πρώτη ηλίθια κουβέντα που είπα από όταν την γνώρισα κι ότι αυτό το κορίτσι, που βάδιζα δίπλα του, κουβαλούσε πολύ σοφία στα εσωτερικά του μπαγκάζια.
Βαδίζαμε στο αριστερό πεζοδρόμιο.
Στη συμβολή της Θησέως με την Άκρα είχε στήσει το καρότσι του, ένα μικρό βουνό από καρπούζια που σχηματίζανε μια πράσινη πυραμίδα.
Είχε τοποθετήσει την καρεκλά του κάτω από μια ξεθωριασμένη ομπρελά δίπλα στην πυραμίδα του και καθότανε λοξά, σε μια στάση που φαίνεται να τον βόλευε, με το ένα πόδι πάνω στ΄ άλλο.
Μ΄ ένα μαντίλι λερό σκούπιζε συνεχώς τον ιδρώτα ο οποίος έτρεχε στο πρόσωπο του που είχε το βαθύ χρώμα της σοκολάτας.
Ήταν ο μόνος άνθρωπος που υπήρχε στο δρόμο και έμοιαζε να το απολαμβάνει.
Ο βασιλιάς της έρημης λεωφόρου!
Πλησιάσαμε, με μια κίνηση, χωρίς να πει λέξη, πήρε το μεγάλο μαχαίρι και το ‘χωσε σ΄ ένα μεγάλο καρπούζι που άνοιξε τρίζοντας.
Επανέλαβε την κίνηση, δυο φορές ακόμα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μας με φυσικότητα, σαν έμπειρος καρπουζοκαρδιοχειρουργος κρατώντας στα χέρια του τη ματωμένη καρδιά του καρπουζιού.
Μας κοίταξε με δυο μάτια που οι κόρες τους έμοιαζαν με ανάμενα κάρβουνα, ύψωσε την καρδιά μπροστά μας και την προσέφερε στο κορίτσι.
Μετά ήλθε κι δική μου σειρά.
Η Μαρία έβαλε βαθιά στο στόμα της το δικό της κομμάτι κοιτάζοντας τον στα μάτια, ο χυμός πλημμύρισε απ΄ τα χείλη της, και ακολουθώντας τη διαδρομή από το σαγόνι ως το λαιμό, σαν μικρό κόκκινο ποτάμι χανόταν ανάμεσα στα στήθη της.
Ύστερα, με μια πολύ φυσική κίνηση, έσκυψε και κάθισε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, χωρίς καμία ανησυχία για το μαύρο φουστάνι της.
Την μιμήθηκα κάνοντας το ίδιο, κάθισα δίπλα της.
Αυτός σηκώθηκε από την θέση του.
-Έλα να καθίσεις στην καρέκλα να ξεκουραστείς στη σκιά.
Ήταν η πρώτη κουβέντα που ειπώθηκε μεταξύ μας.
Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά. Μετά, αυτός, πατώντας ένα πλήκτρο του μεγάλου ραδιοκασετόφωνου που ήταν στηριγμένο στην άκρη του καροτσιού γέμισε τη λεωφόρο του Αυγουστιάτικου μεσημεριού με μουσικές που για πρώτη φορά άκουγα:
Από το πάρκο στη Μυροβόλο
το μηχανάκι αστράφτει στο ήλιο
αντανακλά το χαμόγελο σου
και μ΄ εκτινάσσει στο φως!
Τ’ αχτένιστα μαλλιά σου καλέ μου
χθες ήταν καλοχτενισμένα
κι οι μπότες που δε φοράς ποτέ σου
είχανε γίνει σύμβολο
Να πεις του μπαμπά σου όταν σε φιλάει
να μην φοράει τα μαύρα γυαλιά
γιατί σκιάζουν τα ωραία σου μάτια
και μες στη σκιά τους άλλους κοιτάς.
Από το πάρκο στη Μυροβόλο
το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο
αντανακλά το χαμόγελο σου
και με διαλύει στο φως!
Έγειρε προς το μέρος μου και κλείνοντας τα μάτια με φίλησε κρατώντας στο χέρι της την καρπουζοφλουδα.
Ο άνθρωπος με τα μάτια-κάρβουνο μας κοιτούσε μ΄ ένα όμορφο συναίσθημα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.
Σηκωθήκαμε, τον πλησίασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, τα καρβουνά σπιθοβολήσανε από ευτυχία.
-Κάνει πολύ ζεστή, γιατί δεν καθόσαστε να ξεμεσημεριάσει?
-Όχι και τόσο πολύ, του απάντησα, είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!
Συνεχίσαμε την πορεία μας πάνω στη φάλαινα κατηφορίζοντας προς τις Τζιτζιφιές.
Δεν θέλαμε να …ξεμεσημεριασει!
Υ.Γ.
Η καρπουζόφλουδα αυτή στάθηκε το εμπόδιο ανάμεσα στη Μαρία και τις σπουδές της.
Ο δρόμος της άλλαξε, ή μάλλον δημιουργήθηκε μια παράκαμψη, αφού η κόρη της η Φαίδρα συνεχίζει από κει που αυτή είχε μείνει.
Αρχιτεκτονική και μουσική στο Παρίσι!
Τη γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι (ίδια η μανά της).