Η ΕΕ αποδείχθηκε για πολλοστή φορά απρόθυμη για να αποφασίσει σχετικά με την Τουρκία. Αυτό οφείλεται τόσο στην αδυναμία συμφωνίας σε μία ενιαία γραμμή στο εσωτερικό της όσο βέβαια και στην αναξιοπιστία της τουρκικής ηγεσίας.
Αντιθέτως με την αντίληψη αρκετών ότι έτσι συρρικνώνονται τα περιθώρια ελιγμών της ελληνικής διπλωματίας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και μάλιστα, για εμάς η συνεχής αναβλητικότητα συνιστά αρνητική εξέλιξη, καθώς η επιβολή ενός πλαισίου κανόνων στην Άγκυρα είναι πρωτίστως προς το συμφέρον Ελλάδας και Κύπρου. Και αξίζει όχι μόνο να το προσπαθήσουμε αλλά να εξαντλήσουμε τις πιθανότητες.
Αν η Τουρκία επαναφέρει τα σεισμικά της σκάφη ή/και τα πλωτά γεωτρύπανα στην Ανατολική Μεσόγειο, θα το κάνει είτε στην κυπριακή ΑΟΖ ή σε ανοριοθέτητες περιοχές, τις οποίες θεωρούμε μέρος της υφαλοκρηπίδας μας, ή σε εφαρμογή του τουρκολιβυκού συμφώνου. Αν η Άγκυρα δεν μετριαστεί θα συνεχίσει τη συνεχή καταπόνηση της Ελλάδας, έστω και αν για λόγους τακτικής αυξομειώνει την ένταση. Άλλωστε, εκ των στόχων της είναι η αποχή της Ελλάδας από την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ώστε αυτά να εξασθενούν συν τω χρόνω. Επομένως, η παρούσα κατάσταση μας βολεύει μόνο στον βαθμό που θα εργαστούμε -αξιοποιώντας το πάγωμα του χρόνου- όχι για να τη διατηρήσουμε αλλά προκειμένου να την τροποποιήσουμε προς όφελος μας.
Αυτό θα γίνει αν αναλάβουμε πρωτοβουλίες για να καθορίσουμε εμείς την ευρωτουρκική ατζέντα. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με ουρανοκατέβατες προτάσεις τρίτων και κυρίως με ένα κυνικό και συναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης της Τουρκίας.
Δηλαδή, με την ικανοποίηση επιμέρους εθνικών συμφερόντων κρατών-μελών, που έχουν κάθε λόγο να συνεργάζονται με την Άγκυρα, χωρίς όμως αυτή η συνεργασία να επηρεάζεται -παρά μόνο σε επίπεδο ρητορικής- από τη συμπεριφορά της έναντι Αθήνας και Λευκωσίας. Δεδομένα αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει στο τραπέζι η προοπτική της ένταξης, ωστόσο, η ανάγκη του Ερντογάν να επανακάμψει πολιτικά περνάει μέσα από την αποκατάσταση των δεσμών του με την ΕΕ. Μία τέτοια εξέλιξη θα επανέφερε την κλονισμένη εμπιστοσύνη των αγορών στην τουρκική οικονομία αλλά θα δημιουργούσε και τις συνθήκες για την εισροή ζεστού ευρωπαϊκού χρήματος. Και εδώ προκύπτει το παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, λαμβανομένης υπόψη ότι η Αθήνα έχει καταφέρει να συνδέσει ελληνοτουρκικά και ευρωτουρκικά.
Την περασμένη Πέμπτη, στη Σύνοδο Κορυφής δόθηκε το πράσινο φως για την έναρξη των τεχνικών διαδικασιών προπαρασκευής για την επικαιροποίηση της Τελωνειακής Ένωσης, εξέλιξη που θα πάρει πολύ χρόνο μέχρι και αν τελικά να ολοκληρωθεί. Βάσει των συμπερασμάτων, αυτό θα γίνει κλιμακωτά και με λογική αναστρεψιμότητας, που σημαίνει ότι αν η Άγκυρα επανέλθει στις επιθετικές ενέργειες, κανονικά θα πρέπει να διακοπεί άμεσα. Όμως, πρέπει να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες και συνεννόηση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Επειδή όμως οι εταίροι μας -όπως αποδεικνύεται- δεν έχουν ως προτεραιότητα τις σχέσεις με την Τουρκία, το πλαίσιο αυτών πρέπει να συνδιαμορφωθεί από εμάς. Άρα, οφείλουμε να παρέμβουμε εγκαίρως και πριν η όποια συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά.
Υπάρχει, όμως, και ένας επιπλέον λόγος: η Γερμανία δεν άνοιξε τυχαία τη συζήτηση για άρση του βέτο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. ΟΧάικοΜάαςεξέφρασε μία σκέψη που επανέρχεται το τελευταίο χρονικό διάστημα και η οποία φοβούμαι ότι δεν αποσκοπεί σε μία πιο ομοσπονδιακή ΕΕ (άλλωστε απέχουμε παρασάγγας) αλλά στην επαναφορά της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων παλαιότερων δεκαετιών, σύμφωνα με την οποία στις σχέσεις με χώρες όπως η Τουρκία ή και η Ρωσία θα αγνοούνται τα συμφέροντα των ενδιάμεσων, μεσαίας και μικρότερης εμβέλειας κρατών και θα προτάσσονται μόνο αυτά των ισχυρών. Η ελληνική ατζέντα προς την Τουρκία και τους Ευρωπαίους εταίρους τηςπρέπει να είναι κλιμακούμενα γενναιόδωρη, με πολύ αυστηρούς όρους, σταθμούς από τους οποίους θα διέρχεται η Άγκυρα και συγκεκριμένη ατζέντα και χρονοδιάγραμμα διευθέτησης των διμερών διαφορών.
Μένει να διαπιστωθεί αν η Τουρκία ενδιαφέρεται πράγματι να ωφεληθεί από τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη των σχέσεων με την ΕΕ και κατά πόσο τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της τελευταίας επιθυμούν να καταστήσουν τη γειτονική μας χώρα μία κανονική χώρα που θα σέβεται τους κοινά αποδεκτούς κανόνες του παιχνιδιού. Οι απαντήσεις δεν θα δοθούν με νομοτελειακά φοβικές προσεγγίσεις αλλά θα δοκιμαστούν εφόσον καταθέσουμε και διαβουλευθούμε με τους εταίρους μας επί του δικού μας (ολοκληρωμένου) σχεδίου.