Το «Γυναικείο κεφάλι», διαστάσεων 56×40 εκ., που φιλοτέχνησε το 1939 ο Ισπανός ζωγράφος, αποτυπώνει τη μούσα του, φωτογράφο Ντόρα Μάαρ, με την οποία έζησε μια θυελλώδη σχέση για εννέα ολόκληρα χρόνια.
Ενας παράφορος έρωτας που ξεκίνησε στα 54 του χρόνια ενώ εκείνη ήταν μόλις 29 ετών. Αν και ο έρωτας αυτός έληξε άδοξα, με την Ντόρα Μάαρ να βυθίζεται για πάντα στα σκοτάδια του εαυτού της και τη μοναξιά, παρέμεινε η αιώνια μούσα του ζωγράφου και η πιο δυνατή σχέση της ζωής του.
Μια σχέση που αποτυπώθηκε σε λευκό καμβά με γαλάζιες και πράσινες αποχρώσεις και όχι για πρώτη φορά, καθώς είχε απεικονιστεί και σε άλλα έργα του Πικάσο.
Ο ίδιος, έχοντας βιώσει τον Ισπανικό Εμφύλιο, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το διασημότερο δημιούργημα του, την «Γκερνίκα», αποφάσισε να δωρίσει το «Γυναικείο κεφάλι» στον ελληνικό λαό ως τιμητική προσφορά για τη στάση του απέναντι στον φασισμό και τον ναζισμό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Pour le peuple Grec. Hommage de Picasso» (Για τον ελληνικό λαό. Φόρος τιμής από τον Πικάσο), αναφέρει στο πίσω μέρος του καμβά η αφιέρωση που φέρει ημερομηνία 14/10/1939.
Ερωτευμένος Πικάσο
Τον Ιανουάριο του 1936 στον επάνω όροφο του παριζιάνικου καφέ Magots Café Les Deux, στέκι καλλιτεχνών, στην περιοχή του Saint-Germain-des-Prés μία 29χρονη φωτογράφος συναντά έναν εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού, τον 54χρονο τότε Πάμπλο Πικάσο.
Η γνωριμία τους ήταν αναπόφευκτη καθώς την προσοχή του ζωγράφου τράβηξε αμέσως η πανέμορφη Ντόρα, η οποία εκείνη την ώρα συμμετείχε σε ένα παιχνίδι τόλμης αποκαλούμενο «μαχαίρια στο τραπέζι» και κάρφωνε ένα μικρό μαχαίρι μέσα στα δάχτυλα της πάνω στο τραπέζι της καφετέριας.
Παρά τον πόνο και τα αίματα που κυλούσαν στο τραπέζι η μελαχρινή νέα με το μυστηριώδες βλέμμα κοίταξε με χαμόγελο τον Πικάσο, ο οποίος τρομοκρατημένος προσπάθησε να την αποτρέψει από τον αυτοτραυματισμό.
Εκείνη αιμόφυρτη έβαλε τα γάντια της και του συστήθηκε. Η στιγμή ήταν τόσο έντονη, που μετά το χωρισμό τους- ύστερα από εννέα χρόνια- εκείνη άφησε στο ράφι του γραφείου του τα ματωμένα γάντια της ως ενθύμιο της θυελλώδους σχέσης τους.
Την περίοδο της γνωριμίας τους, ο Πικάσο περνούσε μια άσχημη εποχή με την τότε σύζυγό του Όλγα, την μπαλαρίνα που παντρεύτηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο γάμος του τον έχει κουράσει. Αντί να ζωγραφίζει, τριγυρνάει στα καφέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε με την απουσία της έμπνευσης να αποτελεί το βαθύτερο πρόβλημα του. Η Ντόρα ήταν το «καλλιτεχνικό φάρμακο» που αναζητούσε μανιωδώς ο ζωγράφος και γρήγορα έγινε μια από τις διασημότερες μούσες του.
Η Μάαρ εξάλλου ήταν καλλιτεχνική φύση, ζωγράφος και φωτογράφος, ερωμένη του Ζορζ Μπατάιγ και «οπαδός» των υπερρεαλιστών. Από πατέρα Κροάτη, αρχιτέκτονα στο επάγγελμα και μητέρα Γαλλίδα, η Ντόρα κατέληξε να μιλάει άπταιστα Ισπανικά και να κομπάζει στον Πικάσο για τα χρόνια που έζησε μικρή στην Αργεντινή.
Ωστόσο το φλέρτ τους δεν ευδοκίμησε αμέσως καθώς ο άστατος Πάμπλο είχε μια ερωμένη την Μαρί-Τερέζ με την οποία πριν λίγο καιρό είχε αποκτήσει μια κόρη. Ο Πικάσο αρνούνταν πεισματικά να εγκαταλείψει τη Μαρί.
Καθώς όμως ο Πικάσο επιστρέφει από ένα ταξίδι στην Ισπανία, κάνει μια στάση στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε για να συναντήσει και πάλι την Ντόρα και να της εκμυστηρευτεί όλη την αλήθεια. Εκείνη αποδέχεται ακόμη και το πάθος του για τη Μαρί-Τερέζ και αποφασίζει να του δοθεί άνευ όρων. Η Ντόρα γίνεται έτσι η μούσα και η πιο έντονη σχέση της ζωής του.
Φροντίζει, μάλιστα, να απαθανατίσει με τον φακό της ένα προς ένα τα στάδια δημιουργίας του. Η 29χρονη φωτογράφος γίνεται όχι μόνο συνένοχος σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό, αλλά και «φύλακας» άλλων σπάνιων έργων του Πικάσο που έφτιαξε την περίοδο της σχέσης τους.
Η συλλογή αυτή, την οποία η Ντόρα διατήρησε στην κατοχή της ως το τέλος αρνούμενη να την πουλήσει ακόμη και στις πιο δύσκολες οικονομικά στιγμές, δεν περιλαμβάνει κομμάτια εντυπωσιακά, από εκείνα που συνήθως κυνηγούν οι επαγγελματίες συλλέκτες ή τα μεγάλα μουσεία. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα σύνολο προσωπικών και οικείων αντικειμένων που «απεικονίζουν» την έξαρση έμπνευσης του Πάμπλο εκείνη τη περίοδο μέσα από τις ερωτικές τους στιγμές.
Εξάλλου, ο γαλαντόμος Πάμπλο της χάρισε δεκάδες πίνακες και πορτρέτα, όπως αυτό που βρισκόταν στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το «Γυναικείο κεφάλι» έγινε με την ενθάρρυνση της Μάαρ το 1949 δωρεά του καλλιτέχνη προς τον Ελληνικό λαό, σαν τιμητική προσφορά για την γενναία αντίσταση του κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Οι ευτυχισμένες ημέρες του ζευγαριού αποτυπώνονται σε διάφορα ακόμη πορτρέτα της Ντόρας: «Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος» (1936), «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια» (1936), «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια» (1937), «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο» (1938) και άλλα. Η ήρεμη και δημιουργική αυτή περίοδος διακόπτεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Γαλλία. Ο Πικάσο και η Ντόρα καταφεύγουν στη Ρουαγιάν ώσπου να περάσει ο πόλεμος. Όταν επιστρέφουν στο Παρίσι το βρίσκουν ερημωμένο, ψυχρό, γεμάτο συνοφρυωμένους κατοίκους. Η Ντόρα γίνεται διάσημο μοντέλο, περιζήτητη μεταξύ των ζωγράφων της εποχής.
Ωστόσο, σταδιακά έρχεται η ρήξη, την οποία ο Πικάσο προσπαθεί να απαλύνει με διάφορα δώρα προς την αγαπημένη του. Τον χειμώνα του 1943, για παράδειγμα, της προσφέρει το πρώτο αντίτυπο της «Φυσικής Ιστορίας» («Histoire Naturelle») του Μπουφόν, για το οποίο ο ζωγράφος είχε κάνει την εικονογράφηση. Εκείνη όμως είναι ιδιαίτερα κυκλοθυμική και το ζευγάρι έρχεται σε σύγκρουση με αφορμή την άρνηση της Ντόρας να αποδεχτεί ότι είναι στείρα. Αν και ο Πάμπλο προσπαθούσε να της απαλύνει τον πόνο ζωγραφίζοντας της πορτρέτα, φαίνεται ότι η μελαγχολία και των δύο διοχετεύοταν και στα έργα του. Όπως έλεγε: Ζωγραφίζω τα αντικείμενα όπως τα σκέφτομαι και όχι όπως τα βλέπω. Στα περισσότερα πορτρέτα της Ντόρας απεικονίζεται μια λυπημένη γυναίκα.
Από την άλλη, ο Πικάσο εύκολα έχανε το ενδιαφέρον του για μια γυναίκα και ακόμα πιο εύκολα το έβρισκε σε μια άλλη, έχοντας αρχίσει τα «ξεπορτίσματα». Η Μάαρ δεν άντεχε αυτού του είδους την ταπείνωση καθώς και τις ακραίες συμπεριφορές του Πάμπλο, την ζήλεια, τον θυμό, την αδικαιολόγητη «σήψη» της αυτοπεποίθησής του. Το 1943 βρίσκει ένα νέο εραστή, ο οποίος ήταν απλώς ένα καταφύγιο σωματικών απολαύσεων.
Η Ντόρα εντωμεταξύ έχει διανύσει την «ροζ εποχή» της, με εκθέσεις φωτογραφίας σε μεγάλες γκαλερί και κολάζ επηρεασμένα από τον σουρεαλισμό που έγιναν περιζήτητα στους καλλιτεχνικούς κύκλους.Το τελευταίο και οριστικό δώρο όμως του Πικάσο προς τη Ντόρα,το σπίτι στη Μενέρμπ, το οποίο ο Πικάσο είχε αποκτήσει ανταλλάσσοντάς το με μια «νεκρή φύση» επισφράγισε το τέλος. Το 1945 ο άστατος ζωγράφος γνωρίζει στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής της Ντόρας τη νεαρή Φρανσουάζ Ζιλό την οποία και ερωτεύεται σφόδρα.
Η «κατάρρευση» της Μάαρ
Με τον ερχομό της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς ο Πικάσο «απελευθερώνεται» από την Ντόρα. Εκείνη βυθίζεται στη μοναξιά και στην κατάθλιψη. Μια νύχτα στο άδειο της πια σπίτι παθαίνει κρίση και κλαίει τόσο που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για να της χορηγηθεί ειδική φαρμακευτική αγωγή. Τελικώς, αναγκάζεται να μπει εσώκλειστη στην κλινική της Αγίας Άννας.
Έκτοτε, προσπάθησε να ξανακολλήσει το «κολλάζ» της προσωπικής της ευτυχίας επιστρέφοντας στο σπίτι της στο Παρίσι. Ξαναγύρισε στους καλλιτεχνικούς κύκλους, βρήκε τους παλιούς της φίλους και έκανε σχέσεις μικρής διάρκειας με άλλους άντρες. Σχέσεις που το μόνο που της έδωσαν ήταν η επιβεβαίωση ότι κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τον Πικάσο. Για αυτό και στράφηκε στον καθολικισμό, άρχισε να γράφει ποίηση και να αναθεωρεί τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή, σαν ένα παιχνίδι με το μαχαίρι δηλαδή.
«Ήταν ένας έρωτας τρελός. Κι όταν ο έρωτας ξεθώριασε, απέμεινε μονάχα η τρέλα. Λένε πως με άκουσαν να ισχυρίζομαι πως μετά τον Πικάσο δεν υπήρχε πια παρά μόνο ο Θεός. Δεν θυμάμαι να το είπα ποτέ, αλλά δεν έπαψα ούτε στιγμή να το σκέφτομαι»… έχει πει. Πέθανε 89 ετών στο Παρίσι στις 16 Ιουλίου του 1997.
Οι πίνακες του Πικάσο, που παρουσιάζουν την Ντόρα Μάαρ τυγχάνουν ενθουσιώδους αποδοχής από το κοινό, ενώ υπενθυμίζεται ότι τα πιο επιτυχημένα αυτών πωλήθηκαν σε εξαιρετικά υψηλά τιμές.
Ο ίδιος ο σπουδαίος δημιουργός εξηγώντας για ποιον λόγο άλλοτε την απεικόνιζε με ρεαλισμό, άλλοτε με βασανισμένη όψη και άλλοτε πάλι απειλητική, είπε:
«Για μένα αυτή είναι η γυναίκα που κλαίει. Για χρόνια την απεικονίζω με βασανιστικές μορφές, όχι από σαδισμό, ούτε από ευχαρίστηση… Μόνο υπακούοντας σε ένα όραμα, που μου επιβλήθηκε. Ήταν η βαθιά πραγματικότητα, όχι η επιφανειακή. Η Dora, για μένα, ήταν πάντα μια γυναίκα που κλαίει…. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί οι γυναίκες είναι μηχανές που υποφέρουν».
«Υπόγεια διαδρομή»
Στα υπόγεια κανάλια των παράνομων αγοραπωλησιών έργων τέχνης, βρέθηκε ο περίφημος πίνακας που φιλοτέχνησε το 1939 ο Πάμπλο Πικάσο και ήταν δωρεά του ίδιου στον ελληνικό λαό για την αντίστασή του στην Κατοχή βγήκε προς πώληση με τιμή κοντά στα 20 εκατ. δολάρια.
Παρά το ενδιαφέρον, όμως, δεν βρέθηκε αγοραστής καθώς από τη μία η τιμή του ήταν ιδιαίτερα υψηλή και από την άλλη το έργο είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα: είχε κλαπεί από την Εθνική Πινακοθήκη, δηλαδή από ένα μουσείο και όχι από μια ιδιωτική συλλογή, κάτι που σημαίνει ότι ο αγοραστής θα το αποκτούσε μεν, όμως ουσιαστικά δεν θα μπορούσε να τον κάνει ποτέ δικό του όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Ετσι ο πίνακας, λένε οι πληροφορίες, κρύφτηκε για τόσα χρόνια στην Ελλάδα και το τελευταίο διάστημα γίνεται και πάλι μια προσπάθεια να βγει από τους δύο φερόμενους κλέφτες και το μεγάλο αφεντικό τους προς πώληση στη μαύρη αγορά.
Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελληνική Αστυνομία και η ΕΥΠ ξεκίνησαν μια προσπάθεια αναζωπύρωσης των ερευνών προκειμένου να βρεθούν τόσο ο πίνακας του Πικάσο όσο και τα άλλα δύο έργα -ο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» (1905) από την πρώτη περίοδο του Ολλανδού Πιτ Μοντριάν και ένα σχέδιο θρησκευτικής απεικόνισης του Ιταλού Γουλιέλμο Κάτσια-, τα οποία και εκλάπησαν από το δίδυμο των αλλοδαπών φαντομάδων τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου του 2012 από την Εθνική Πινακοθήκη.
Στόχος ήταν τα έργα να εντοπιστούν και να επιστρέψουν στην ανακαινισμένη πλέον Εθνική Πινακοθήκη, τα εγκαίνια της οποίας έχουν προγραμματιστεί για την 25η Μαρτίου. Στη συμπλήρωση δηλαδή των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.