Η μαύρη πανώλη ή μαύρος θάνατος, ήταν μία από τις πιο καταστροφικές πανδημίες στην παγκόσμια ιστορία. Υπολογίζεται πως σκότωσε 100 έως 200 εκατομμύρια ανθρώπους σε Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική από το 1348 έως το 1353, σε μία εποχή που ο ανθρώπινος πληθυσμός εκτιμάται στα 450 εκατομμύρια.
Μία νέα ανακάλυψη στις όχθες του ποταμού Salaca στη Λετονία, ρίχνει φως στην προέλευση της θανατηφόρας ασθένειας αποκαλύπτοντας πως οι ρίζες της φτάνουν 5.000 χρόνια πριν. Εκεί, βρήκαν τα απομεινάρια δύο αντρών, ενός έφηβου κοριτσιού και ενός νεογέννητου. Προσπαθώντας να βρουν αν υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ τους, οι ερευνητές βρήκαν στα κόκκαλα και στα δόντια του ενός αντρός, ίχνη παθογόνων μικροοργανισμών και για την ακρίβεια το βακτήριο Yersinia pestis, το παθογόνο μικροοργανισμό που ξεκίνησε τη μαύρη πανώλη το 13ο αιώνα. Το βακτήριο μάλλον σκότωσε τον άντρα στα 20 του και είναι το αρχαιότερο που σχετίζεται με την πανώλη από αυτά που ξέρουμε έως τώρα, καθώς το γονιδίωμά του μοιάζει εξαιρετικά με αυτό που έσπειρε το θάνατο στην Ευρώπη 4.000 χρόνια αργότερα. Του λείπουν όμως μερικά σημαντικά γονίδια, που αργότερα το βοήθησαν να εξαπλωθεί ταχύτατα.
Σε αντίθεση με τον “απόγονό” του, αυτό το βακτήριο προκάλεσε μία ασθένεια που σκότωσε σε βάθος χρόνου το θύμα της και δεν ήταν ιδιαίτερα μεταδοτική. Κατά τη διάρκεια της μαύρης πανώλης, η ασθένεια εξαπλωνόταν κυρίως μέσω τσιμπημάτων ψύλλων και ψειρών.
Του έλειπαν τα γονίδια που επέτρεπαν τη μετάδοση μέσω ψύλλων. Η αλλαγή αυτή ήταν η κύρια αιτία που έγινε τόσο φονική η πανδημία. Είναι δύσκολο να πούμε αν πέθανε γρήγορα. Κρίνοντας από τον αριθμό των βακτηρίων που εντοπίστηκαν, φαίνεται πως επιβίωσε με μεγάλη ποσότητα αυτών και έζησε περισσότερο ή με ένα χρόνιο τρόπο με αυτά.
Οι επιστήμονες εκτιμούν πως ο άτυχος άντρας είχε σηψαιμική πανώλη – έναν από τους τρεις τύπους της πανώλης – ο οποίος μεταδίδεται μόνο με απευθείας έκθεση στο αίμα του πάσχοντος, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι υπόλοιποι που βρέθηκαν κοντά, δεν είχαν την ασθένεια.
Πρέπει πραγματικά να σκεφτούμε πως η εξέλιξη των ζωονοσογόνων στελεχών μπορεί να διαρκέσει χιλιάδες χρόνια. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν πως τα αρχικά στελέχη που συνδέονται με σποραδικές εξάρσεις, δεν εξαπλώθηκαν μακριά. Είναι τα βακτήρια που προσαρμόζονται στην πυκνότητα του πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια της Λίθινης Εποχής, η πανώλη δε είχε μεγάλα ξεσπάσματα. Μπορεί να εμφανιζόταν σε μικρές ομάδες κυνηγών, αγροτών ή νομάδων στην Ευρασία, αλλά ποτέ δεν είχαμε πανδημία επιπέδου μαύρης πανώλης. Αυτό που άλλαξε το Μεσαίωνα, είναι πως οι άνθρωποι ξεκίνησαν να ζουν σε μεγαλύτερες κοινότητες και πιο κοντά μεταξύ τους. Η αλλαγή αυτή μπορεί να επηρέασε την εξέλιξη του βακτηρίου, το οποίο μπόρεσε να επιβιώσει σε ψύλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους δάγκωναν εύκολα τους ανθρώπους.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Cell Reports.
Πηγή: Unboxholics