Με την ομιλία του στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε πως αντιλαμβάνεται την πολιτική και κοινωνική συγκυρία, τους διαμορφούμενους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς και, κυρίως, πως το ίδιο του το κόμμα βρίσκεται στο “σημείο μηδέν”. Το τελευταίο ορίζεται ως αφετηρία επανεκκίνησης και επιστροφής μετά την εκλογική ήττα του 2019 και την διετία που ακολούθησε, εμπεριέχει, ωστόσο, και τον κίνδυνο της παγίδευσης σε μια εξωραϊσμένη στασιμότητα.
Σταχυολογώντας τα σημαντικότερα της παρέμβασής του αξίζει να αναδειχθούν κάποιες αναφορές:
-“Πλέον είμαστε σε θέση να ολοκληρώσουμε την πιο πλούσια και ενδελεχή προγραμματική πρόταση που έχει παρουσιάσει ποτέ ένα πολιτικό κόμμα στην χώρα...Δεν είμαστε από αυτούς που περιμένουν να ωριμάσουν οι συνθήκες. Γιατί πολλές φορές μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες, μαραζώνουν οι άνθρωποι…Είμαστε πιο ώριμοι από κάθε άλλη φορά. Γιατί μάθαμε από τα λάθη μας. Είμαστε πιο ταπεινοί. Γιατί ξέρουμε καλά ότι οι καρέκλες της εξουσίας για την αριστερά και τους αριστερούς, δεν είναι καρέκλες πολυτελείας, ανάπαυσης και επίδειξης. Αλλά θέσεις μάχης για τα συμφέροντα του λαού…”
-“Είμαστε καταδικασμένοι να δώσουμε τη μάχη για να νικήσουμε στις επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Και είναι πολύ σαφές τι σημαίνει αυτό. Όχι να αυξήσουμε το ποσοστό μας. Να νικήσουμε. Γιατί μόνο η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στις επόμενες εκλογές, έστω και με μια ψήφο, θα ανοίξει το δρόμο για τη Προοδευτική Κυβέρνηση και θα αποτρέψει τις διπλές κάλπες […] Και κάθε πολίτης αυτής της χώρας πρέπει να ξέρει ότι εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πρώτη δύναμη στις επόμενες εκλογές, η χώρα την επόμενη ημέρα θα έχει μια νέα ισχυρή προοδευτική κυβέρνηση“
–“Το πιο σημαντικό ερώτημα δεν είναι ποτέ το “με ποιους”. Αλλά το “από ποιους” και “για ποιους”. Με τις προγραμματικές μας θέσεις απαντάμε στο κρίσιμο ερώτημα με σαφήνεια: Από τους εργαζόμενους για τους αδύναμους. Από τους νέους για τους μεγαλύτερους. Από τον καταστηματάρχη για τον μισθωτό. Από τη δικηγόρο, για τον αγρότη. Από την καθηγήτρια, για τον καλλιτέχνη. Από το λαό, για το λαό”
-“…όπως η ανάγκη έγινε ιστορία (σ.σ εννοώντας το 2015), έτσι ξανά η ανάγκη είναι αυτή που θα γράψει την ιστορία και όχι η καλοπληρωμένη προπαγάνδα της διαπλοκής”
-“Αναγνωρίζουμε ότι ο μόνος τρόπος να ανταποκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις των καιρών είναι να ανοίξει τις πόρτες του και να διευρύνει τις γραμμές του με τα πιο ζωντανά και δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας μας…προϋπόθεση της νίκης μας στις εκλογές, είναι να είναι γερό και ευρύχωρο το σπίτι μας, το κόμμα μας. Να χωρά πολλούς και πολλές, τα θέλω, τις ιδέες, τις ικανότητες και την όρεξη τους για δουλειά. Να φυλάμε ως κόρη οφθαλμού την εσωκομματική δημοκρατία, αλλά και την ενότητά του…”
-“Έχουμε ανάγκη ένα κόμμα που αντιλαμβάνεται πέρα για πέρα την ευθύνη απέναντι στο λαό. Όχι ένα κόμμα που νομίζει ότι η ιστορία το περιμένει για να το δικαιώσει. Ένα κόμμα στραμμένο στον αντίπαλο. Όχι ένα κόμμα στραμμένο στον εαυτό του. Ένα κόμμα των μελών και όσων ελπίζουν σε αυτό. Όχι ένα κόμμα βαστάζο προσωπικών στρατηγικών. Ένα κόμμα σύγχρονο, ανοιχτό, νεανικό. Όχι ένα κόμμα φοβικό και αγκυλωμένο. Ένα κόμμα που παίρνει δύναμη από τη δυναμική των κινημάτων και των προοδευτικών ιδεών της εποχής. Όχι ένα κόμμα που μηρυκάζει τις ήττες του“
Όλα τα παραπάνω αποτελούν, αναμφίβολα, μια παράθεση νέων και καλών προθέσεων. Το ερώτημα που προβάλλεται αμείλικτα είναι κατά πόσο εκτός από “κτήμα” του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα είναι και πεποίθηση του “μηχανισμού-ΣΥΡΙΖΑ”, κατά πόσο, δηλαδή, το πολιτικό προσωπικό του μπορεί και θέλει να τα μετατρέψει σε εργαλείο εκλογικής μάχης και πρόταση διακυβέρνησης.
Συζήτηση κάπου στην επαρχία
Ρωτάει ο ιδιοκτήτης καταστήματος σε τουριστικό προορισμό(νησί) τον άρτι αφιχθέντα Αθηναίο: “Πως τα βλέπεις τα πράγματα” (αφορμή η ανακοίνωση νέων περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις προς τα νησιά και η αγωνία για τον τουρισμό και όσα θα ακολουθήσουν το φθινόπωρο). Και σπεύδει, πριν ακούσει την απάντηση, να περιγράψει αυτή την αγωνία του και την δυσαρέσκεια. Στον τόπο αυτόν, η Ν.Δ είναι πρώτο κόμμα, με μικρότερη, όμως, διαφορά από ότι σε εθνικό επίπεδο, και με τον ΣΥΡΙΖΑ, πάνω από τον μέσο όρο του (32%) πανελλαδικά. Λέει διάφορα εκκωφαντικά για την κυβέρνηση, και καταλήγει: “Αλλά κι αυτός ο Τσίπρας δείχνει ώρες ώρες σαν να μην θέλει να κυβερνήσει” (τα περί ωρίμανσης των συνθηκών που ξόρκισε την ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ).
Και περιέγραψε όσα ζει στον τοπικό “μικρόκοσμο”, όπου ψηφοφόροι και στελέχη του παλαιού ΠΑΣΟΚ σπεύδουν να ενταχθούν στην εσωτερική συζήτηση για διεύρυνση αλλά συναντούν την αντίσταση και την τάση ιδεολογικού εγκλεισμού του σκληρού πυρήνα της τοπικής κομματικής οργάνωσης. Τα ίδια συμβαίνουν σχεδόν παντού. Η απόσταση από τα λεχθέντα από τον Τσίπρα πολύ μεγάλη.
Το λάθος
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πως κατά ένα μεγάλο μέρος η ήττα του 2019 είχε αρνητική σήμανση για την διακυβέρνησή του. Καλώς ή κακώς, αυτό προκλήθηκε από την δημιουργία ενός ρεύματος που οδηγήθηκε από το λεγόμενο “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο”. Ήταν ο ρόλος των μίντια, ήταν η προσφορά της ίδιας της τότε κυβέρνησης στο θυσιαστήριο της ανεμελιάς κάποιων δημοσκοπήσεων -που μόνο εκείνοι έβλεπαν-, ήταν η απομάκρυνση από το κοινωνικό αισθητήριο; Αυτά και άλλα πολλά.
Το σημερινό λάθος ίσως είναι η υποτίμηση πως αυτό το μέτωπο μπορεί να έχει εξασθενήσει αλλά υπάρχει ακόμα και πως η κυβέρνηση με τις στοιχισμένες και καλά οργανωμένες συνδρομές της κάνει ότι μπορεί για να το υπενθυμίσει και να καλλιεργήσει την εντύπωση πως οι λόγοι (;) του τότε εξακολουθούν να υφίστανται.
Για να επιστρέψει στο κέντρο των εξελίξεων και να αιτιολογηθεί η αλλαγή διακυβέρνησης, ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει όχι μόνο να καταστρέψει αυτό το μέτωπο αλλά να δημιουργήσει τις συνθήκες για να συγκροτηθεί ένα άλλο, ισχυρότερο και αντιπροσωπευτικό της θέλησης των πολιτών. Πρωτίστως, ωστόσο, πρέπει να αναγνωρισθεί πόσο πραγματική είναι αυτή η θέληση και, κυρίως, να προβληθεί πειστική εκπροσώπησή της.
Η περιγραφή του νέου αφηγήματος νέο/ανοιχτό κόμμα-νέα/άλλη διακυβέρνηση από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα δείχνει πως αντιλαμβάνεται τις αναγκαιότητες. Όμως, από την άλλη, δημιουργείται η εντύπωση πως όλα θα προσδιοριστούν από την “τεχνική” συγκυρία μιας εκλογικής αναμέτρησης με απλή αναλογική.
Ναι, η απλή αναλογική εκ της φύσεως της δίνει αυτή την δυνατότητα. Όμως, προσώρας τουλάχιστον, κάτι τέτοιο παραπέμπεται σε εκείνη την συγκυρία και ως αποτέλεσμα κάποιας “προγραμματικής” συνεννόησης κορυφής. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ξορκίζει τον εφιάλτη μιας ακυβερνησίας και την εντύπωση (που καλλιεργούν οι αντίπαλοι) περί “μοναχικού (πολιτικού) λύκου” όταν υπόσχεται πως η πρώτη -και μοναδική, κατά τον ίδιο- αναμέτρηση θα βγάλει προοδευτική κυβέρνηση, τα δείγματα γραφής έως τώρα, όμως, δεν οδηγούν σε κάποιο υπαρκτό κοινωνικό ρεύμα. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, προσωπικές στρατηγικές ένθεν κακείθεν και ρητορικές που τραυματίζουν ή και αναιρούν το ενδεχόμενο αυτό. Και μια απύθμενη αβεβαιότητα περί συμμαχιών όταν στρέψει κανείς το βλέμμα του στο ΚΙΝ.ΑΛ που φλερτάρει με την διάσπαση…
Το σύνθημα “να φύγει η Δεξιά του Μητσοτάκη” δεν αλλάζει (ακόμα) τους συσχετισμούς και δεν κινητοποιεί ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος που μοιάζει παραλυμένο και δεν οδηγείται από ένα ρεύμα με κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα, εναλλακτικό αφήγημα, πρόσωπα που να κεντρίζουν το ενδιαφέρον και πάθος για αλλαγή. Θέλει, ακόμα, πολλή δουλειά για να μετατραπεί σε μηχανισμό κινητοποίησης η θετική προσέγγιση Τσίπρα. Ο χρόνος, όμως, είναι αδυσώπητος και οι αντιστάσεις πολλές.
“Να φυλάμε ως κόρη οφθαλμού την εσωκομματική δημοκρατία αλλά και την ενότητά του”, λέει για το νέο κόμμα ο Αλέξης Τσίπρας και ευκόλως γίνεται αντιληπτό πως η έμφαση δίνεται στη δεύτερη, ήτοι στην συνοχή της έκφρασης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά το 2016, κατόρθωσε να στοιχίσει τη Ν.Δ πίσω από το πρόταγμα του “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου”. Υιοθετήθηκαν ακόμα και οι πιο σκληρές εκδοχές του, έγιναν σημαία μερίδας του μιντιακού συστήματος, τα μηνύματα, απέκτησαν εκπροσώπηση ακόμα και από πρόσωπα ξένα στην παράταξη, υπέκλεψαν την σιωπή ή την ανοχή των εκπροσώπων της “παραδοσιακής” (λαϊκής) Δεξιάς, εδραιώθηκε μια αντίληψη και μια συμπεριφορά με έναν στόχο: να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας ελπίζει, τώρα, πως το αίτημα θα προκύψει ως “ανάγκη της ιστορίας”. Είναι αρκετό;