Πολλά λέγονται και πολλά γράφονται για την επιβολή υποχρεωτικότητας σχετικά με τον εμβολιασμό για τον κορωνοϊό. Η κυβέρνηση σε μια απεγνωσμένη κίνηση ανάσχεσης του διάδοσης του ιού, ανακοίνωσε μέτρα παραδειγματισμού ή/και επιβράβευσης, μέσω των λεγόμενων «προνομίων» για τους εμβολιασμένους ή αποκλεισμού για τους ανεμβολίαστους.
Οι αντιδράσεις σε αυτά τα μέτρα δείχνουν να ποικίλουν, με μερίδα της κοινής γνώμης να επιθυμεί ακόμη σκληρότερη στάση απέναντι στους κατ’ επιλογή μη εμβολιασμένους συμπολίτες μας, με τους τελευταίους ή όσους παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί να επικαλούνται το σύνταγμα και τις ατομικές ελευθερίες. Υπάρχει βέβαια κι εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που εκφράζει κριτική αποδεχόμενο, ωστόσο, να προχωρήσει στον εμβολιασμό, κυρίως για λόγους ορθής και κοινής λογικής.
Πάμε να δούμε όμως πώς έχει η πραγματική κατάσταση της πανδημίαςστο ευρύτερο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον σε σχέση με τα δεδομένα στη χώρα μας.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που οι μετακινήσεις αποτελούν σημαντικό πυλώνα της λειτουργίας της οικονομίας οφείλουμε να βλέπουμε τα ζητήματα που μας αφορούν πιο οικουμενικά. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν αν αναλογιστούμε ότι λόγω των πολύ χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού σε πολλά μέρη του πλανήτη και των μεταλλάξεων που απειλούν με ένα τέταρτο πιο δυνατό κύμα της πανδημίας, η μόνη λύση στην παρούσα συγκυρία για να αποφύγουμε τη νόσηση αλλά και για να σταθούμε στα πόδια μας μετά από ενάμιση χρόνο σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση είναι ο εμβολιασμός και η τήρηση των μέτρων. Ένας λόγος παραπάνω να αναθεωρήσουν τη στάση όσοι αρνούνται τον εμβολιασμό, από τη στιγμή που η Ελλάδα στηρίζεται για την οικονομική της επιβίωση σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και τις υπηρεσίες.
Αυτή τη στιγμή έχουν εμβολιαστεί πλήρως περίπου 4.000.000 συμπολίτες μας με το ποσοστό να φτάνειγύρω στο 37%, αρκετά κάτω από το μισό από αυτό που χρειάζεται για να χτιστεί το τείχος ανοσίας αν συνυπολογίσουμε και τη μετάλλαξη Δέλτα. Επιπλέον, οι 4 γειτονικές χώρες που συνορεύουμε, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία και Τουρκία έχουν κατά πολύ μικρότερα ποσοστά από εμάς στον εμβολιασμό, γεγονός που επίσης εγκυμονεί κινδύνους, αφού είναι εξαιρετικά δύσκολή η εφαρμογή ενός σχολαστικού ελέγχου και εξαιρετικά απίθανη η περίπτωση να κλείσουν τα σύνορα, κάτι που δεν πρέπει να συμβεί για πολλούς λόγους.
Τι κάνουμε λοιπόν;
Η Πολιτεία χρειάζεται να επανέλθει σε μια ευρεία καμπάνια πειθούς της ελληνικής κοινής γνώμης για να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι. Το εγχείρημα παραμένει μια μεγάλη πρόκληση αφού η άρνηση των εμβολιασμών διατρέχει οριζόντια την κοινωνία, ξεπερνώντας ιδεολογικά σύνορα και πολιτισμικά πρότυπα. Και το πιο αντιφατικό είναι ότι αυτοί που αρνούνται τον εμβολιασμό συμπεριφέρονται ως δέσμιοι του σύγχρονου και στρεβλά φιλελεύθερου ατομικισμού, την ίδια στιγμή που επικαλούνται το συμφέρον του έθνους, της θρησκείας, της κοινωνίας κ.ο.κ.
H heavyhande dστάσητου επίσημου κράτους και της κυβέρνησης, που ακόμα και με την καλύτερη προαίρεση, ακροβατεί ανάμεσα στην ορθή ερμηνεία του συντάγματος και την αντισυνταγματικότητα, δείχνει να μην έχει, αν και είναι νωρίς ακόμη, τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι ανάγκη λοιπόν η πυγμή να αντικαταστασθεί με μια παροτρυντική πολιτική που θα στοχεύει στο ένστικτο της επιβίωσης, καθώς και στα αξιακά συναισθήματα των πολιτών.
Για να το πούμε πιο απλά: αφού δεν έχουμε άλλα όπλα στα χέρια μας για να μπορέσουμε να επιζήσουμε -η συντριπτική πλειοψηφία για να μην πούμε το σύνολο αυτών που εισάγονται στην εντατική αυτή τη στιγμή σύμφωνα με τους γιατρούς είναι οι μη εμβολιασμένοι- πρέπει, εκτός των μέτρων προστασίας και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, να εμβολιαστούμε, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες των ειδικών.
Για τους πατριώτες είναι εθνική ανάγκη, για τους θρησκευόμενους πράξη αγάπης προς τον πλησίον και αποφυγή «αυτοχειρίας», για τους κοινωνικά ευαισθητοποιημένους αγώνας κοινωνικής αλληλεγγύης. Και για όλους μας, καθήκον και ζήτημα επιβίωσης…