Ήμουν καλεσμένος σε ένα συνέδριο στην Αμερική, και πήγα. Δεν ήμουν ακόμη πενηντάρης, και το ξεσάλωμα πήγαινε ρολόι, διότι νόμιζα πως έτσι θα κυλήσει η ζωή: αιώνια, πολύγαμη και υγιέστατη.Οι ποιητές ήταν αρκετές εκατοντάδες, το ίδιο και οι πεζογράφοι, από πολλά μέρη του κόσμου, οπότε κόλλησα αναγκαστικά σε μερικούς που δεν κινούνταν ως εξωτικοί βγάζοντας τρυφερές εκφράσεις από τις πατζοκοιλιές τους, αλλά σε κάτι προφανώς του περιθωρίου, που χάζευαν τις χλίδες ζαρωμένοι, βρίζοντας που δεν είχε τούρκικο καφέ.
Δηλαδή, όχι παράδοξα, κόλλησα με Μαυροβουνιώτη, Σκοπιανέα, Ρουμάνο, Μολδαβό, Σλοβένο, Σέρβο, Τουρκαλίτσο και Βόσνιο. Ενώ ολόγυρα οι Σκανδιναβοί και οι Βαλτικές κυράδες αντάλλαζαν μπιλιέτα, βιβλία, διευθύνσεις και ραντεβού στα Γκστάαντ της διανοήσεως, εμείς, τυλιγμένοι με τα καλά μας ρούχα, που έμοιαζαν αξιοθρήνητα επάνω μας, όπως τα πολιτικά στους ένστολους, χωρίς ένα φουλάρι και κατιτίς φευγάτο στο χρώμα της κραβάτας ή σε φιόγκο, μοιάζαμε με σοφέρηδες.
Ήμασταν όλοι εύσωμοι, με στομάχια, μπιρομανείς, οι μισοί με παντελόνια από καλάθια. Ούτως ή άλλως το συνέδριο είχε μια ενδιαφέρουσα και συστημική παρειά, μια ομιλία της Τόνι Μόρισον. Τα υπόλοιπα είχαν Ινδιάνους, περιβάλλον και αμερικανικό αριστερισμό – αυτά τα ήξερα μετά από εκατό ώρες Γκαρικούπερ στο σινεμά Ρεξ του Χαρίτου, θείου του Μπίλη, μεταξύ 1958 και 1965.
Ήμουν, να φανταστείτε, ο πρώτος που τους άνοιξα κουβέντα. Από τα ζητήματα χαμηλής προτεραιότητας, αυτήν την εφεύρεση-σίχαμα των Βαλκανίων, που για να μη μαχαιρώνονται, περιορίζονται να ανταλλάσσουν βλακείες για ψωμί κι αλάτι, για συνήθειες γάμου και θανάτου, εκείνο το απερίγραπτο «οι λαοί δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε» και ολόκληρη τη σάγκα blame politics που έχει πέραση νοτίως των Άλπεων, κατά Εύξεινο μεριά.
Κι επειδή από Ελλάδα ήξεραν «Τα παιδιά του Πειραιά» και Πάριο, Μούσχουρη και έναν γέρο ολίγον Μουστακί, κι όπως εσθλάβιζαν οι περισσότεροι, άρχισα να πελεκάω τον Μακεντόνκα που είχε και απόψεις, επαινώντας του τη μουσική Μούσα των Δαρδάνων.
Σύντομα, κι αφού τους τραγούδησα τα δικά τους έθνικ, απόδειξη ότι δεν ήμουν ο μαχαιροβγάλτης που εφοβούντο, το ντόντσο, το γιόβανε και το μπίτολα, αποξεχάστηκα καθώς αλλάζαμε ακατανόητα ανέκδοτα μεταξύ μας, μια χαρά, γελαστοί και ευχαριστημένοι.
Τότε, μπήκε στο τοπίο Εκείνη.
Ηταν μια Πορτογαλέζα ποιήτρια. Είχε παρατήσει τους λατινο-κολλητούς της, κάτι παράξενους μακρυμούρηδες από Βωκλύζ, Βανδέα, Κορσική, Βάσκους και Ιταλομβαρδιάνους και φάνηκε να ενδιαφέρεται για τα χοντρά μας γέλια, τις έντονες κινήσεις και τα τραγουδιστά μας σχόλια.
Ήδη κοντεύαμε να τρελάνουμε τον Μολδαβό και τον Βόσνιο – στα Βαλκάνια, οι δήθεν υπέροχες παρέες βρίσκουν πρώτα το γελωτοποιό και τζουτζέ τους, να τον διαλύσουν γελώντας σε βάρος του.
Ήρθε αυτόκλητος η Πορτουγκέζα και ήταν πράγματι ιδιότυπη. Κοκκινομάλλα, με γωνίες στο πρόσωπο, γλυκό χαμόγελο, αδύνατη σαν ελληνικός προϋπολογισμός και με πολύ όμορφες κινήσεις.
Χώθηκε ανάμεσά μας και γελούσε πολύ με τις πλάκες μας. Δεν ψέλλιζε ποιήματα, δεν έλεγε «σήμερα αισθάνομαι κάπως», δεν έψαχνε ένα στίχο πίσω από καθετί που έβλεπε. Καθόταν τυπωμένη, χάζευε και περνούσε καλά.
Το καφέ του ξενοδοχείου έκρινα ότι δεν ήταν καλός χώρος για να τη φέρουμε στη βαλκανική αγκαλιά μας, οπότε πρότεινα να βγούμε όλοι μαζί, να βρούμε κανένα μπαρ ή να πάμε στην Τσάινα Τάουν. Σα να είμασταν στο Λεβερκούζεν ή στην Καρδίτσα, δηλαδή.
Τότε αυτή μου λέει «ωραία ιδέα, αλλά θέλω μισή ώρα να ντυθώ!». Απόρησα, και μαζί μου όσοι Βαλκάνιοι κατάλαβαν τι έλεγε. Ήταν υπέροχα ντυμένη ήδη. Αλλά σε ξένα πρωτόκολλα δεν ανακατεύομαι. Της δώσαμε τη μισή ώρα και έφυγε ν’ αλλάξει. Μόλις έφυγε, άρχισα να στρώνω το χαλί στους άλλους. «Η κοπέλα πάει να αλλάξει, γι’ αυτό και εσείς σουλουπωθείτε, κι εγώ μαζί, πάμε να αλλάξουμε, να βγούμε καλοντυμένοι». Τους έπεισα.
Ανέβηκα στο δωμάτιο, έβαλα ταξίντο, αλλά με μαύρο φανελάκι, κράτησα κι ένα μεταξωτό μαντίλι, μήπως και ξεσπάσει τσάμικος και λείψω, και κατέβηκα. Οι Βαλκάνιοι ήταν κάτω, σαν γαμπροί, σαφώς λιγότερο καλοντυμένοι απ’ όσο όταν τους έστειλα να αλλάξουν. Ήταν σαφώς χειρότεροι.
Εκεί που ξεκινήσαμε την πλάκα, η Πορτουγκέζ επανήλθε.
Ήτο θεότης. Η Ενοδία, η Λόλα Μοντέζ, η τρελή του Σαγιό, η Λολίτα και μαζί η Ούμα Θέρμαν. Αν μ’ άφηνε ελεύθερο, θα την έφτιαχνα σαν τη Βανέσα Παραντί, αλλά εκείνη ντρεπόταν που ήτον όμορφη, ήθελε να μοιάζει την Άλις Μπι Τόκλας.
Εφόραγε τουαλέτα ποδήρη βυσσινιά, με τεράστιο ντεκολτέ και ελεύθερη πλάτη, μακριά γάντια ώς πάνω από τους αγκώνες, και μια εσάρπα γάμησέ τα.
Είχε κάνει τα μαλλιά αλά γκαρσόν, πιπεράτα, και φορούσε εκείνο το κραγιόν που με τρελαίνει και μοιάζει με το χρώμα του Αλυπιακού Οίνου, που πάλι με τρελαίνει.
Χάζεψα, και έβλεπα τους συμβαλκανίους να χαζεύουν επίσης. Για να μην αποχαζωθούμε από τη χάχα, σηκώθηκα, της έδειξα πλάτη και είπα ορμητικά στους υπόλοιπους «Πάμε να φύγουμε! Αμέσως. Στα γλεντια!» (=Λετσγκό! Ετουάνς! Φορφούν!) συνοδεύοντάς το με μια ορμητική χειρονομία, απλώνοντας τη χερούκλα μου προς τα πίσω για να πιάσει κομμάτι του Σύμπαντος.
Αλλά η χερούκλα μου βρήκε εμπόδιο. Ακούστηκε ένα «γκουπ» και μετά ένα «γδουπ».
Η Πορτουγκέζ, μόλις της γύρισα την πλάτη και καθώς κατάλαβε ότι κάτι θά ‘λεγα, περπάτησε πίσω μου για να με βλεπει καλύτερα και έπεσε πάνω στην ανάποδη παλάμη μου που προσπαθούσε να πιάσει ένα κομμάτι του Σύμπαντος – τι ποιητές ήμασταν! Της ήρθε, λοιπόν, ένας απότομος φούσκος στο πρόσωπο και έπεσε τ’ άνάσκελο πάνω στα μάρμαρα της Πόλης που ναι στην, που ναι στην Αγια-Σοφιά, στην προκείμενη περίπτωση του «Γκραν Χάιατ».
Η κοπέλα Πορτογκέλα λιγοθύμησε, χτύπησε και το κεφαλάκι της στα σκληρά. Οι Βαλκάνιοι ζάρωσαν, ο Μολδαβός και ο Βόσνιος με περιγέλασαν και με μούτζωσαν, μαζεύτηκε κόσμος, την πήραμε και την πήγαμε στο δωμάτιό της, ήρθε και μια νοσοκόμα. Κι εγώ να σκέφτομαι το ποίημα του Οχάρα με τη Λάνα Τάρνερ που κατέρρευσε το 1958.
Την άλλη μέρα κατέβηκε στο πρωινό και με κοίταξε από μακριά, επιμένοντως, από την κίνηση του χεριού της, πως ήθελε το μακριά να παραμείνει μακριά.
Οι Βαλκάνιοι γύρω μου της έδωσαν δίκιο. Έστειλα μια έμμετρη περιγραφή σε φίλο ποιητή και έκτοτε προσέχω, ανεπιτυχώς, τις χειρονομίες μου.
(Από τους Ύμνους εναντίον γυναικών)