Ο πρωθυπουργός ήταν εκείνος που, πρώτος, είχε ανακαλύψει την «εξάρτηση» πολλών εργαζομένων από τον μισθό τους. Είναι, πράγματι, ενδιαφέρουσα ανακάλυψη όταν έχεις την πολυτέλεια να την διαχειρίζεσαι ως παρατηρητής.
Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Ακης Σκέρτσος είναι εκείνος που ανακάλυψε, και αποκάλυψε, την έτερη παθογόνο εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας: Την εξάρτηση των ανέργων από τα επιδόματα. Που τους σπρώχνει σε δρόμο «ολισθηρό» και «επικίνδυνο».
«Βλέπουμε ότι οι επιχειρήσεις έχουν ανοίξει και δεν βρίσκουν προσωπικό, γιατί υπάρχουν κάποιοι εργαζόμενοι που εξυπηρετούνται περισσότερο από το να παίρνουν το κρατικό επίδομα και ταυτόχρονα να δουλεύουν μαύρα», είπε ο Άκης Σκέρτσος και πρόσθεσε: «Είναι επικίνδυνος και ολισθηρός ο δρόμος της εξάρτησης από τα κρατικά επιδόματα. Θέλουμε την οικονομία δυνατή και όχι εξαρτώμενη από κρατικά επιδόματα».
Η αλήθεια είναι πως η ανακάλυψη του υφυπουργού δεν είναι εξίσου πρωτότυπη με εκείνη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν ήρθε καν δεύτερος. Πολύ πριν από τον κ. Σκέρτσο, είχε μιλήσει ο παλαιός και «ορθόδοξος» καπιταλισμός. Και είχε διαγνώσει ως αιτία, και ρίζα, του κακού την «τεμπελιά των επιδομάτων. Το αφήγημα είναι απλό και εύληπτο: Η νέα κρίση της πανδημίας, το έλλειμμα εργαζομένων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις παγκοσμίως στην αφετηρία της ανάκαμψης, οφείλεται στη δημοσιονομική γενναιοδωρία των κρατικών πακέτων στήριξης – προτιμούν να κάθονται και να εισπράττουν από το κράτος παρά να εργάζονται και να αμείβονται από τον εργοδότη τους.
Με βάση αυτό το αφήγημα, η Goldman Sachs κατήγγειλε τον Τζο Μπάιντεν ότι «έμαθε την Αμερική να ζει με επιδόματα». Το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ ζήτησε να μπει γενικό τέλος στα επιδόματα ανεργίας διότι «έμαθαν τον κόσμο να πληρώνεται για να μην δουλεύει». Στην Βρετανία οι επιχειρηματίες του κλάδου της φιλοξενίας ζήτησαν έκτακτο πρόγραμμα χορήγησης βίζας για να μπουν στην χώρα και να δουλέψουν μετανάστες σε θέσεις ανειδίκευτων. Κι εδώ, στην Ελλάδα, πρώτος ο Αδωνις Γεωργιάδης μόλις άνοιξε η εστίαση είπε πως οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό να δουλέψει διότι «η συνεχόμενη λήψη επιδομάτων μειώνει την ανάγκη για εργασία».
Κανείς απ’ όλους δεν είπε τίποτα, και δεν θυμήθηκε, τους όρους με τους οποίους προσφέρεται αυτή η εργασία. Μέχρι που το αφεντικό (του παγκόσμιου καπιταλισμού ) τρελάθηκε, και τους θύμισε εκείνος: “Pay them more” – «πληρώστε τους περισσότερο» δήλωσε, λιτά και κυνικά, ο Τζο Μπάιντεν όταν ετέθη το ζήτημα της έλλειψης προσωπικού σε παναμερικανικό επίπεδο.
Και το εξήγησε απλά και καπιταλιστικά: «Είναι ζήτημα αμοιβαίου συμβιβασμού», είπε, «μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Οι εργοδότες θα πρέπει να μπουν στον ανταγωνισμό και να αρχίσουν να πληρώνουν τους εργαζόμενους με έναν αξιοπρεπή μισθό».
Εκτός από τον… νεοκομμουνιστή Μπάιντεν, τρελάθηκαν και οι Financial Times. Και θύμισαν επίσης τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Στοιχειώδες, που θα ΄λεγε κι ο Ανταμ Σμιθ.
Είναι ο νόμος που ισχύει από την εποχή του «Μαύρου Θανάτου», της πανώλης που εξολόθρευσε τον πληθυσμό της Αγγλίας τον 14ο αιώνα. Τότε, οι ελάχιστοι εργάτες γης που είχαν απομείνει ζωντανοί είχαν τεράστια ζήτηση και το ήξεραν. Και ζητούσαν να πληρωθούν περισσότερο. Το «Καταστατικό Εργασίας» όμως που είχαν βγάλει οι άρχοντες έλεγε πως οι υπηρέτες «θα πρέπει να κλειστούν στην κοντινότερη φυλακή εάν ζητήσουν παραπάνω μισθούς».
Στην σημερινή version του έργου, οι Financial Times το λένε αλλιώς: Λένε, με στοιχεία, πως σε 25 Πολιτείες των ΗΠΑ όπου, με απόφαση κυβερνήτη, τα επιδόματα στήριξης της πανδημίας κόπηκαν πρόωρα δεν υπήρξε σχεδόν καμία διαφορά στην κάλυψη των θέσεων εργασίας σε σχέση με την υπόλοιπη Αμερική όπου τα επιδόματα παρέμειναν σε ισχύ.
Λένε ακόμη πως στον κλάδο της εστίασης και της φιλοξενίας στην Βρετανία με την τεράστια έλλειψη προσωπικού οι μέσες αποδοχές παραμένουν ακόμη χαμηλότερες από εκείνες που έπαιρναν οι εργαζόμενοι στις ίδιες θέσεις πριν από έναν χρόνο.
Και λένε επίσης πως η σύγκρουση για την εξεύρεση προσωπικού στο μεταίχμιο της πανδημία είναι «υπενθύμιση»: «Μας υπενθυμίζει», γράφουν, «ότι η εργασία δεν είναι εμπόρευμα που οι εργοδότες μπορούν να το παίρνουν και να το αφήνουν ανά πάσα στιγμή. Είναι μια σχέση με ανθρώπους που μπορεί να διατηρηθεί ή να σπαταληθεί»…