Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου υπήρξε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ενώ το δικαστήριο φροντίζει πάντοτε να δίνει σε νικητές και ηττημένους την αίσθηση ότι οι απόψεις τους ακούστηκαν χωρίς προκατάληψη και ότι, ακόμη κι αν απορρίφθηκαν, λήφθηκαν σοβαρά υπόψη, εδώ έδωσε –δυστυχώς– την εντύπωση ότι απαρνούμενο τον εαυτό του και την ιστορία του, είχε προαποφασίσει τη στάση του.
Του Ακρίτα Καϊδατζή
Το κύριο νομικό ζήτημα που είχε να κρίνει το δικαστήριο ήταν αν η απόσπαση των αρχαιοτήτων είναι η μοναδική εφικτή λύση και δεν υπάρχει λιγότερο επιβαρυντική εναλλακτική. Το δικαστήριο εν πολλοίς αδιαφόρησε για τα στοιχεία και τους ισχυρισμούς που εισέφεραν οι αιτούντες και, υιοθετώντας άκριτα τις απόψεις της Αττικό Μετρό και του υπουργείου Πολιτισμού, διατύπωσε ένα σκεπτικό το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του αναλώνεται στην κριτική της εναλλακτικής λύσης που είχε επιλεγεί την περίοδο 2015-2019, με διατήρηση των αρχαιοτήτων in situ. Είναι από σημειολογική άποψη χαρακτηριστικό πως, μολονότι αντικείμενο της δίκης ήταν μια υπουργική απόφαση του 2020, στην περίληψη της απόφασης που δόθηκε στη δημοσιότητα μνημονεύονται είκοσι επτά φορές(!) τα έτη 2015 και 2017. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι, περίπου, πως η απόσπαση των αρχαιοτήτων είναι αναπόφευκτη διότι την περίοδο 2015 – 2019 υπήρξαν καθυστερήσεις ή αστοχίες. Ομως –και ανεξάρτητα από το τουλάχιστον άκομψο να εμφανίζεται το δικαστήριο να επικρίνει συλλήβδην τις επιλογές μιας συγκεκριμένης περιόδου διακυβέρνησης– η κρίση για το τι έγινε ή δεν έγινε στο παρελθόν δεν επαρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει τη νομιμότητα της απόφασης απόσπασης.
Η μειοψηφία της απόφασης έδειξε, αξιολογώντας με προσοχή και σεβασμό το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης, ότι απαιτούνται πολλά περισσότερα για να τεκμηριωθεί το αναγκαίο, επομένως και η νομιμότητα, της επιλεγείσας λύσης.
Κι άλλα σημεία της απόφασης προκαλούν προβληματισμό. Οπως, για παράδειγμα, η κρίση ότι δεν αποτελεί πρόβλημα να συμμετέχουν σε συνεδρίαση συλλογικού οργάνου επί αιτήματος εξαίρεσης τα μέλη των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Ή ότι δεν είναι πρόβλημα να συμμετέχει σε συνεδρίαση του ΚΑΣ ο αδελφός προσώπου που εκπροσώπησε την «Αττικό Μετρό». Ομως το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει η εκκωφαντική σιωπή της απόφασης ως προς το αν η διοίκηση αιτιολόγησε με επάρκεια –αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το τι έγινε στο παρελθόν– την απόφασή της για απόσπαση των αρχαιοτήτων. Διότι ο αρχαιολογικός νόμος δεν επιτρέπει τη μετακίνηση αρχαιοτήτων, παρά όλως κατ’ εξαίρεσιν και μόνον εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία του μνημείου ή για την αποτροπή κινδύνου ανθρώπινης ζωής. Η απόφαση αποτελεί μιαν από τις πιο ατυχείς στιγμές του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αδικεί πρώτα απ’ όλα το ίδιο και την ιστορία του.
* Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής ΑΠΘ.
Πρώτη δημοσίευση: Καθημερινή